Press "Enter" to skip to content

Οι “Τρεις Μέρες Ειρήνης και Μουσικής” (που ήταν τέσσερις)

«Το αρχικό σχέδιο ήταν ένα υπαίθριο ροκ φεστιβάλ. ‘Τρεις μέρες ειρήνης και μουσικής’ στο χωριό Κάτσκιλ στο Γούντστοκ. Αυτό που πραγματικά συνέβη όμως είναι να καταφέρουν οι νέοι να δημιουργήσουν την τρίτη μεγαλύτερη πόλη στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, συγκεντρώνοντας 400.000 ανθρώπους (συν-πλην εκατό χιλιάδες) στην φάρμα του Μαξ Γασγκούρ κοντά στην πόλη της Γουάητ Λέικ». Έτσι ξεκινούσε το άρθρο του περιοδικού Life με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1969 και αναφερόταν στο γνωστό φεστιβάλ που σημάδεψε και ονόμασε μια ολόκληρη γενιά.

 

Το Μάρτιο του 1967 οι πάμπλουτοι επιχειρηματίες Τζον Ρόμπερτς και Τζόελ Ρόουσμαν δημοσίευσαν μια αγγελία στη «Wall Street Journal» αναζητώντας ιδέες για έξυπνες επενδύσεις. Μεταξύ άλλων ανταποκρίθηκαν ο μουσικός παραγωγός Μάικ Λανγκ και ο Αρτ Κόρνφελντ, στέλεχος της εταιρείας Capitol. Τους έπεισαν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε ένα μεγάλο Φεστιβάλ. Θα έδιναν 150.000 δολάρια και Προσδοκούσαν κοινό 75.000 νέων. Με εισιτήριο 6 δολαρίων για κάθε ημέρα του φεστιβάλ τα κέρδη που υπολογίζονταν θα ήταν εξαιρετικά υψηλά.
Πριν από την έναρξη είχαν ήδη πουληθεί 186.000 εισιτήρια αλλά ο αριθμός όσων προσήλθαν ξεπέρασε κατά πολύ αυτό τον αριθμό. Μάλιστα, εξαιτίας της απρόβλεπτης κοσμοσυρροής δεν στήθηκαν εκδοτήρια στις εισόδους και από την πρώτη ημέρα οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να ανακοινώσουν ότι η είσοδος είναι ελεύθερη.
Υπολογίζεται ότι περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι προσπάθησαν να φτάσουν στην περιοχή αλλά δεν τα κατάφεραν εξαιτίας της κυκλοφοριακής συμφόρησης. Το μποτιλιάρισμα στους δρόμους δημιούργησε προβλήματα και στη ροή του προγράμματος καθώς κάποιοι καλλιτέχνες δεν κατάφεραν να φτάσουν στην ώρα τους. Τελικά στο χώρο του φεστιβάλ έφτασαν, όπως υπολογίζεται, περίπου 500.000 άνθρωποι. Και μολονότι οι περισσότεροι ήταν τζαμπατζήδες, περίσσεψε άφθονο χρήμα και για τα απροσδόκητα έξοδα

Το πιο συνηθισμένο λάθος που κάνουν πολλοί, είναι ότι νομίζουν πως το φεστιβάλ έγινε στο… Γούντστοκ!
Σχεδιαζόταν να γίνει εκεί, αλλά οι κάτοικοι είχαν ξεσηκωθεί και απειλούσαν πως αν πατούσαν στα μέρη τους οι «βρωμοχίπηδες», θα τους κυνηγούσαν με τις τσουγκράνες.
Έτσι, οι διοργανωτές μετέφεραν το φεστιβάλ σε άλλη πόλη, την Bethel (στην φάρμα Max Yasgur), που απέχει 100 σχεδόν χιλιόμετρα από το Woodstock. Επειδή όμως είχε ήδη διαφημιστεί ως φεστιβάλ Woodstock και είχε γίνει μεγάλος ντόρος, κράτησαν το όνομα.

Το Φεστιβάλ σχεδιαζόταν τριήμερο 15 -17 Αυγούστου 1969. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «3 ΜΕΡΕΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» και έτσι (3 DAYS OF PEACE AND MUSIC) τυπώθηκε στην αφίσα.
Τελικά όμως, εξελίχθηκε σε τετραήμερο και μάλιστα στις 18 Αυγούστου 1969, την τέταρτη μέρα, εμφανίστηκε ο Jimi Hendrix, τον οποίο οι περισσότεροι δεν είδαν, αφού είχαν φύγει από τη νύχτα της τρίτης μέρας, νομίζοντας ότι το φεστιβάλ τελείωσε.

Μέσα στις τέσσερις αυτές ημέρες, δύο άτομα έχασαν τη ζωή τους: το ένα καθώς κοιμόταν κάτω από τους τροχούς ενός τρακτέρ όταν ο οδηγός του έβαλε μπροστά και το άλλο από υπερβολική δόση ηρωίνης. Επίσης, τουλάχιστον δύο μωρά γεννήθηκαν πρόωρα, ενώ τέσσερις μέλλουσες μητέρες απέβαλαν. Την ασφάλεια, τη σίτιση και την ιατρική περίθαλψη είχε αναλάβει η εταιρεία Hog Farm. Συνολικά, ιατρική βοήθεια χρειάστηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι -κατά κύριο λόγο πρώτες βοήθειες για μικροτραυματισμούς από ατυχήματα ή μικροκρίσεις από ναρκωτικά. Σημειώθηκαν όμως και πάνω από 150 σοβαρά περιστατικά -τραυματισμοί από πτώσεις, κρίσεις διαβητικών και επιληπτικών κ.ά.- τα οποία αντιμετωπίστηκαν χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού. Ο επικεφαλής των γιατρών, Γουίλιαμ Αμπρούζι, είπε: “Σε μια πόλη αυτών των διαστάσεων, με τόσο σκληρές συνθήκες διαβίωσης, θα περίμενα 15-20 θανάτους τουλάχιστον. Περισσότερο από τις ιατρικές μας προετοιμασίες, αυτό που πιστεύω ότι μας έσωσε ήταν η καλή μας τύχη”.

Οι καλλιτέχνες που έλαβαν μέρος είναι οι εξής: Richie Havens, Sweetwater, The Incredible String Band, Bert Sommer, Tim Hardin, Ravi Shankar, Melanie, Arlo Guthrie, Joan Baez, Quill, Keef Hartley Band, Country Joe McDonald, John Sebastian, Santana, Canned Heat, Mountain, Grateful Dead, Creedence Clearwater Revival, Janis Joplin και The Kozmic Blues Band, Sly & the Family Stone, The Who, Jefferson Airplane, Joe Cocker, Country Joe and the Fish, Τen Years After, The Band, Blood, Sweat & Tears, Johnny Winter & Edgar Winter, Crosby, Stills, Nash & Young, Neil Young, Paul Butterfield Blues Band, Sha-Na-Na, Jimi Hendrix.

Στο φεστιβάλ – ορόσημο της ροκ είχαν αρνηθεί να παίξουν οι Beatles επειδή ο Τζον Λένον δεν είχε καταφέρει να τους συγκεντρώσει, οι Led Zeppelin καθώς είχαν επιλέξει να τραγουδήσουν σε άλλο φεστιβάλ με καλύτερη πληρωμή, ενώ είχαν αρνηθεί τη συμμετοχή τους οι Byrds και ο Μπομπ Ντύλαν, ο οποίος δεν συμφωνούσε με τις αρχές που πρέσβευε το κίνημα των χίπις. Την πρόσκληση για να συμμετάσχουν αρνήθηκαν επίσης, τόσο οι Doors, λόγω της γνωστής αντιπάθειας του Τζιμ Μόρισον στις μεγάλες συναυλίες εξωτερικού χώρου, όσο και οι Jethro Tull, με τον Ιαν Αντερσον να δηλώνει ότι δεν θέλει να περάσει το Σαββατοκύριακο παίζοντας για «άπλυτους χίπιδες».

 

Η Προβολή της ταινίας για το φεστιβάλ στην Ελλάδα

Την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου του 1970, προβλήθηκε στην Αθήνα το ντοκιμαντέρ από το φεστιβάλ του Woodstock. Ο κινηματογράφος που έγινε η επίσημη πρεμιέρα ήταν το Παλλάς. Η αίθουσα του σινεμά κατακλύστηκε από 2 χιλιάδες θεατές, ενώ απ΄ έξω υπήρχαν άλλα 3 χιλιάδες άτομα.  Το φιλμ προβλήθηκε κανονικά μόνο μία ημέρα και αμέσως έγινε αστυνομική επέμβαση και απαγορεύτηκε. Η προβολή του «επετράπη» αργότερα, αφού όμως οι χουντικοί αφαίρεσαν το υλικό που έκριναν ως επικίνδυνο για τη νεολαία. Το υλικό που αφαιρέθηκε είχε διάρκεια μίας ώρας. Στην πραγματικότητα, η απαγόρευση του φιλμ ίσχυε σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, διότι η αφαίρεση των ουσιαστικότερων σκηνών αλλοίωνε το ήθος και το ύφος. Δεν ισχύει ότι η ταινία Γούντστοκ προβλήθηκε κανονικά στην Ελλάδα την εποχή της δικτατορίας. Ψέμα, που διαδίδουν οι σύγχρονοι χουντικοί απολογητές, για να υποστηρίξουν ότι το ροκ δεν είχε κανένα πρόβλημα από την δικτατορία.

Τέλος για την ιστορία, θα πούμε και δυο λόγια για το θρυλικό ζευγάρι, που εικονίζεται στο εξώφυλλο μιας έκδοσης του δίσκου : δυο νέοι αγκαλιασμένοι, τυλιγμένοι σε κουβέρτα, όρθιοι πάνω στο βρεγμένο έδαφος με φόντο άλλους χίπηδες που είναι ξαπλωμένοι. Η φωτογραφία τους, η πιο διάσημη του φεστιβάλ, έγινε σύμβολο για την εποχή των λουλουδιών και μπήκε εξώφυλλο στον δίσκο του Woodstock.

Τόσα χρόνια μετά, γεροντάκια πια, είναι μαζί (παντρεύτηκαν δυο χρόνια μετά το φεστιβάλ) και δηλώνουν ακόμα ερωτευμένοι. Είναι οι Nick και Bobbi Ercoline.

 

Πηγή 1

Πηγή 2