Το συγκεκριμένο άρθρο ασχολείται με ένα πολύ λεπτό θέμα και επιχειρεί να το προσεγγίσει από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όπως αυτό αξιοποιείται ή συζητιέται στις μέρες μας. Είναι από τις λίγες φορές που χρειάζεται μια εισαγωγή για να υποδηλώσει το χαρακτήρα του και να ξεκαθαρίσει ότι στο περιεχόμενο δεν πρόκειται κανείς να βρει ούτε θεωρίες συνωμοσίας, ούτε και “εναλλακτικές” επιστημονικές απόψεις. Όμως ο σκοπός του είναι να αναδείξει, τουλάχιστον από τη σκοπιά του γράφοντος, τη σημασία που έχει στη διεθνή πολιτική σκηνή η “κλιματική αλλαγή”, εξηγώντας ακολούθως και τους λόγους που εμφανώς αυτή η σημασία έχει αναβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια.
Με βάση λοιπόν αυτή την εισαγωγή και προκειμένου να είναι απολύτως ξεκάθαρο, όσο βαρετό κι αν μοιάζει, επειδή οι μέρες που ζούμε είναι επικίνδυνες, είναι αναγκαίο να οριστεί το θέμα της κλιματικής αλλαγής, πριν αναπτυχθούν παραπέρα απόψεις γύρω από αυτό.
Το πρόβλημα υπάρχει
Η κλιματική αλλαγή, σε βάρος του ανθρώπινου είδους, είναι υπαρκτή και είναι επικίνδυνη. Δεν είναι κάποια εφεύρεση κάποιων μασωνικών στοών, ούτε και είναι αναγκαίο κακό σ’έναν τεχνολογικά εξελισσόμενο κόσμο. Δεν αφορά γενικώς τον πλανήτη, αλλά τη μοίρα των έμβιων όντων πάνω σ’αυτών και φυσικά μεταξύ τους των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει με λίγα λόγια ότι όσο κι αν καταστρέψει τον πλανήτη η ανθρώπινη δραστηριότητα, ο ίδιος δε θα εξαφανιστεί, αλλά οι συνθήκες υπό τις οποίες ζει ο άνθρωπος πάνω σ’αυτόν, μπορούν να μεταβληθούν εφιαλτικά προς το χειρότερο, ενώ τίθεται και το θέμα της ίδιας της επιβίωσης του είδους ή μέρους αυτού.
Μ’αυτή την έννοια, προσεγγίζοντας απολύτως επιστημονικά, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δεν αφορά 5-10 χίπις του 21ου αιώνα που ενδιαφέρονται για την επιβίωση του λεπιδόπτερου νευροσίγμα (χωρίς κι αυτό το συγκεκριμένο να είναι κακό, όταν δεν ανάγεται ως πρωτεύον ζήτημα) αλλά το σύνολο των ανθρώπων που ζουν και πρόκειται να ζήσουν πάνω στον πλανήτη. Οι επιπτώσεις της προκαλούμενης από την ανθρώπινη δραστηριότητα κλιματικής αλλαγής είναι ήδη εμφανείς και είναι εύκολο κανείς να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί αυτό το πλανητικών διαστάσεων σύστημα.
Χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, καθώς δεν είναι αυτός ο σκοπός της συγκεκριμένης δημοσίευσης, το βασικό γεγονός είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη στο σύνολό του και η ακόλουθη τήξη των πάγων στους πόλους. Το λιώσιμο των πάγων σε συνδιασμό με την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας του νερού των ωκεανών της Γης, οδηγεί σε αλυσιδωτά καταστροφικά φαινόμενα που καταστρέφουν σήμερα κιόλας όχι μόνο το επίπεδο ζωής, αλλά όλη την περιουσία, τη στέγη και την παραγωγή εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα αποτελέσματα είναι πιο εμφανή σε λιγότερο αναπτυγμένες γωνιές του πλανήτη, αλλά ακόμα και στο λεγόμενο “αναπτυγμένο κόσμο” τεράστια ποσά δαπανώνται ώστε να αποφευχθούν πολύ καταστροφικές συνέπειες.
Ποιος έχει την ευθύνη
Είναι χαρακτηριστικό των ευσυνείδητων ανθρώπων, γύρω από κάθε πρόβλημα, να αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Όμως όσο αφορά την περιβαλλοντική καταστροφή, μάλιστα σε πλανητικές διαστάσεις, δυστυχώς κυριαρχεί μια αφελής προβολή του μέρους της ευθύνης που έχει ο καθένας γύρω από αυτή, δείχνοντας τελικά το δέντρο και κρύβοντας το δάσος που είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι αρνητικό να καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος (και όχι μόνο), η λεγόμενη “οικολογική συνείδηση”. Δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μπορεί να δικαιολογήσει την αδιαφορία απέναντι σε ζητήματα που αφορούν τη διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε. Γράφουμε αδιαφορία, γιατί πολλές φορές είναι αλήθεια ότι δεν είναι στην ευχέρεια των ανθρώπων να αποφασίσουν αν θα συμβάλουν σ’αυτή την καταστροφή, καθώς προέχει η ανάγκη για την άμεση επιβίωση.
Ωστόσο, αυτό που αποκρύπτεται πολλές φορές εκουσίως, είναι η ταυτότητα των πραγματικών ρυπαντών του πλανήτη. Πρόκειται για τη βαριά βιομηχανία και τις παραγωγικές μονάδες που ανήκουν σε μεγάλους καπιταλιστές και οι οποίοι στην ουσία, με την πολιτική των προστίμων, εξαγοράζουν το δικαίωμά τους να ρυπαίνουν. Με λίγα λόγια, όταν η παράβαση των όποιων περιβαλλοντικών κανόνων οδηγεί σε πρόστιμο, η τιμή του προστίμου είναι απλά η εξαγορά του δικαιώματος να τους παραβαίνεις. Με αυτή τη λογική, όχι μόνο δεν πλήττονται οι ρυπαντές, αλλά όντας ήδη σε θέση ισχύος ώστε να μπορούν να εξαγοράζουν αυτό το δικαίωμα, μπορούν να εξαφανίσουν και όποιον άλλον παίζει μέσα στα όρια του fair play. Έτσι, η πραγματική ευθύνη, δυστυχώς, δεν ανήκει στον καθένα ξεχωριστά, που μικρή συμβολή έχει στη συνολικότερη καταστροφή, αλλά στις κυβερνήσεις και τα “μεγάλα ψάρια” που όμως η μεγάλη μάζα διατηρεί στη θέση τους, είτε από αδιαφορία, είτε από έλλειψη άλλων επιλογών.
Το περιβάλλον στην πρώτη γραμμή της πολιτικής αντιπαράθεσης
Αν δεχθεί κανείς όσα ορίζονται παραπάνω, τότε μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία να προσεγγίσει το πρόβλημα, αλλά και την κατανόηση των όσων συμβαίνουν γύρω από αυτό, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη θέση των ΗΠΑ για αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού, την απάντηση της Γαλλίας και μερικών ακόμα χωρών, καθώς και τον τρόπο που αυτό παρουσιάστηκε και καλύφθηκε από μια σειρά μεγάλων μέσων ενημέρωσης, που διαμορφώνουν άποψη παγκοσμίως.
Η διαμόρφωση των περιβαλλοντικών κανόνων για τους μεγάλους παίχτες της παγκόσμιας πολιτικής δε γίνεται με γνώμονα το συμφέρον των λαών, την ποιότητα της ζωής τους και την αγνή αγάπη για προστασία του πλανήτη. Ουσιαστικά, αποτελεί ένα bras de fer μεταξύ τους, ώστε να συνεννοηθούν για τους κανόνες του παιχνιδιού της ρύπανσης, διαμορφώνοντας ισορροπίες που έχουν να κάνουν με τη δύναμη και τα συμφέροντα που έχει η κάθε μία χώρα. Για παράδειγμα, η θέσπιση ενός διεθνούς κανόνα μπορεί να συμφέρει μια χώρα που παράγει πυρηνική ενέργεια, αλλά την ίδια στιγμή να αποτελεί ποινή για μια άλλη χώρα, χωρίς αντίστοιχη παραγωγή, που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες υδατικών πόρων ή ρυπαίνει σε σημεία που μπορεί και να μην επηρεάζουν τόσο μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Η επιλογή των κανόνων γίνεται με καταμέτρηση της ισχύος που θα δώσουν την επόμενη μέρα στη μία ή την άλλη χώρα και αντιστοίχως ευθυγραμμίζονται με αυτό το συμφέρον και οι εκάστοτε κυβερνήσεις.
Πολλές φορές, ωστόσο, η πολιτική που ακολουθείται σε μια συγκεκριμένη χώρα, οι κανόνες που ορίζουν την παραγωγή της, διαμορφώνονται και με βάση το πιο κομμάτι του κεφαλαίου έχει το πάνω χέρι, με λίγα λόγια ποιοι επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν τις καλύτερες σχέσεις με τους εκλεγμένους. Για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ δεν είναι η αποτύπωση μιας γενικά αντι-περιβαλλοντικής στάσης ενός Ρεπουμπλικάνου (Trump), κόντρα στη στάση των Δημοκρατικών (Obama). Η επικράτηση του πρώτου στις πρόσφατες εκλογές απλά εξυπηρετεί μια άλλη ομάδα επιχειρηματικών συμφερόντων που επιθυμεί να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού – σε εθνικό και διεθνές επίπεδο – προς το συμφέρον της.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, που δείχνει ότι η πολιτική των ΗΠΑ στην ουσία δε μεταβλήθηκε προσφάτως, αντ’αυτού απλώς επιβεβαιώθηκε μια σχεδόν παγιωμένη θέση τους, είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη οικονομική υπερδύναμη του πλανήτη ποτέ δεν υιοθέτησε τους όρους της προηγούμενης μεγάλης διεθνούς περιβαλλοντικής συμφωνίας, αυτής του Κυότο, που υπογράφηκε το 1997. Το 1997, πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ένας Δημοκρατικός, ο Bill Clinton και η θέση αυτή δεν άλλαξε ούτε επί του Ρεπουμπλικάνου George Bush, ούτε επί του Δημοκρατικού Barack Obama, που κατά τη διάρκεια της θητείας του, πιο συγκεκριμένα το 2012, οι ΗΠΑ ούτε καν παρακολούθησαν τη διαδικασία επέκτασης της συμφωνίας μέχρι το 2020.
Όσο αφορά τη συμφωνία του Παρισιού, η οποία δέχθηκε κριτική ακόμα και από επιστήμονες με αντικείμενο την κλιματική αλλαγή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον James Hansen, καθηγητή του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης και πρώην ερευνητή της NASA, για την ανεπάρκειά της να διασφαλίσει τα όσα στο προοίμιό της ευαγγελίζεται ως στόχους (με πιο σημαντικό τη διατήρηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στα προ-βιομηχανικά επίπεδα), είναι ακόμα ένα επεισόδιο στο ίδιο έργο, όπου η διαφορά ήταν ότι ένα κομμάτι του αμερικανικού κεφαλαίου για δικούς του λόγους ήταν ικανοποιημένο με τους όρους του, ενώ το κομμάτι που στήριζε τη νέα διοίκηση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη.
Η πράσινη οικονομία και η οικονομική κρίση
Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι, θα ήταν να εξετάσει κανείς γιατί τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί τόσο μεγάλη σημασία στην προστασία του πλανήτη από τους ίδιους θεσμούς που μέχρι πρότινος τον κατέστρεφαν. Πρόκειται για μια απλή συνειδητοποίηση του κινδύνου ή υπάρχουν άλλοι λόγοι;
Πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ολόκληρων οικονομικών θεωριών με επίκεντρο την κλιματική αλλαγή και την οικονομική ανάπτυξη με “πράσινα κριτήρια” έπαιξε η οικονομική κρίση, που κλείνει σχεδόν μια δεκαετία χωρίς να έχει αντιστρέψει τους υφεσιακούς ρυθμούς σε μια σειρά μεγάλων οικονομιών, ενώ ακόμα και μετά από χρόνια καταστροφικών συνεπειών δείχνει ότι έχει επιφέρει μια αστάθεια, η οποία μπορεί να σημαίνει και ένα μικρό ήρεμο διάλειμμα πριν την ακόμα πιο ισχυρή οικονομική καταστροφή, η οποία είναι πιθανό να ακολουθήσει μια εποχή που δε χαρακτηρίζεται από μεγάλους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας (2008-2017) η “πράσινη οικονομία” και η “πράσινη ανάπτυξη” ήταν δυο λέξεις που ακούγονταν περισσότερο από ποτέ και ίσως πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μοντέλο ή λύση οικονομικής ανάπτυξης. Πέρα από τα παραδείγματα όπου περιβαλλοντικοί νόμοι και περιβαλλοντικοί φόροι χρησιμοποιήθηκαν απλά για να κρύψουν άλλα μέτρα και διοχέτευση πόρων προς άσχετους με το περιβάλλον θεσμούς, αυτές οι λέξεις μάλλον αποτελούν τον τίτλο του βιβλίου που περιγράφει την αδυναμία να ξεπεραστεί η συγκεκριμένη οικονομική κρίση.
Κάθε οικονομική κρίση στο παρελθόν, μετά από τη λιγότερο ή περισσότερο βαθιά ύφεση που προκάλεσε, έγινε κατορθωτό να ξεπεραστεί με την επένδυση μεγάλων ποσών, που δε μπορούσαν να αποδώσουν σε γνωστούς τομείς της οικονομίας, σε νέους τομείς, όπου θα μπορούσε να υπάρξει έκρηξη όσο αφορά τον αριθμό αλλά και την ποικιλία των προϊόντων που μπορούσαν να αποτελέσουν ανάγκες και να καταναλωθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εμφάνιση και γνωστή σε όλους τεράστια άνθιση του κλάδου της πληροφορικής και γενικότερα της παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας για προσωπική χρήση και κατανάλωση, που αποτέλεσε τη λύση της προτελευταίας μεγάλης κρίσης που συγκλόνησε τον πλανήτη – ή καλύτερα τον τότε καπιταλιστικό κόσμο – τη λεγόμενη “πετρελαϊκή κρίση” των αρχών της δεκαετίας του ’70.
Η “πράσινη οικονομία και ανάπτυξη”, στηριζόμενη κυρίως από σοσιαλδημοκράτες, νεο-κεϋνσιανιστές κλπ, καθώς περιείχε σε μεγάλο βαθμό την ανάμιξη του κράτους, που μέσω της φορολογίας και της εγκαθίδρυσης μιας σειράς κανόνων θα διαμόρφωνε ένα νέο πεδίο επενδύσεων, αποτέλεσε τη βασική σκέψη για το ξεπέρασμα της κρίσης των δεκαετικών που διανύουμε. Όπως φάνηκε, μετά από τη δεκαετή πορεία, ούτε ήταν ικανή να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μιας νέας αλματώδους ανάπτυξης, ούτε αποτέλεσε και λύση για τις χώρες που την υιοθέτησαν. Μάλιστα συνέβη πολλές φορές το αντίθετο, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Γαλλίας (5ης οικονομίας στον κόσμο) και των ΗΠΑ (1ης οικονομίας στον κόσμο), που η πρώτη παρά την εφαρμογή πολλών περιβαλλοντικών νόμων δεν κατάφερε να δημιουργήσει πεδίο για νέες επενδύσεις, κάνοντας πλέον στροφή με την υπουργοποίηση πολιτικών που έχουν δημοσίως ταχθεί ακόμα και κατά της ίδιας της ύπαρξης της “κλιματικής αλλαγής”, ενώ η δεύτερη, ως μεγαλύτερος ρυπαντής του κόσμου, έχει επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης αρκετά νωρίτερα από πολλές άλλες μεγάλες οικονομίες.
Προφανώς, δεν τασσόμαστε υπέρ της ρύπανσης, αυτό είναι κάτι που πρέπει ακόμα μια φορά να διευκρινιστεί. Μιλώντας όμως με καθαρά οικονομικά κριτήρια, καταγράφουμε το γεγονός ότι η οικονομικοτεχνική λύση της “πράσινης ανάπτυξης” δεν είχε τα αποτελέσματα που ευαγγελίζονταν οι εμπνευστές της, απλά γιατί το πρόβλημα του συγκεκριμένου συστήματος παραγωγής είναι πολύ πιο βαθύ. Αν ωστόσο, δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν πολλοί όσο αφορά την οικονομία, τουλάχιστον θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αυτό έκανε καλό στο περιβάλλον. Η απάντηση είναι και πάλι αρνητική, καθώς αυτό που αποτελεί τη μεγάλη και “πικρή” αλήθεια είναι ότι δε σχεδιάστηκε με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά με καθαρά οικονομικά κριτήρια και τη χρήση του περιβάλλοντος ως αφορμής για τη θέσπιση νέων κανόνων που ορίζουν την παραγωγή, για ξαναμοίρασμα της τράπουλας με ελπίδα την οικονομική ανάπτυξη.
Η “καθαρή” λύση
Η λύση για την κλιματική αλλαγή και συνολικότερα για ό,τι αφορά τον τερματισμό της περιβαλλοντικής καταστροφής σε τοπική ή παγκόσμια κλίμακα μπορεί να έρθει με δύο τρόπους, είτε με τη στροφή προς το παρελθόν είτε με την εκτόξευση προς το μέλλον.
Στην πρώτη περίπτωση αρκεί να υιοθετηθεί η γραμμή μιας σειράς φιλοσόφων, αυτοαποκαλούμενων οικολογικών κινημάτων, νεο-χίπις οργανώσεων, που επιθυμούν τον τερματισμό κάθε βιομηχανικής δραστηριότητας και επιστροφή σε μια ζωή “αρμονική με τη φύση”, όπως για κάποιους ίσως συνέβαινε πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια ή ακόμα και σήμερα για κάποιες φυλές του Αμαζονίου.
Στη δεύτερη περίπτωση, αρκεί να αφαιρέσουμε από την παραγωγή το μεγάλο μικρόβιο, το ατομικό κέρδος, ώστε να αποφευχθούν με την απομάκρυνσή του οι μεγάλες αρρώστιες που προκαλεί: οικονομική κρίση εκ της υπερσυσσώρευσης των κερδών, ανισόμετρη ανάπτυξη, άνιση κατανομή του παραγόμενου πλούτου και στρεβλή αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της εποχής. Αυτό προφανώς απαιτεί την απομάκρυνση εκείνων των παράσιτων που ζουν από την ύπαρξη αυτού του μικροβίου, των “μεγάλων ψαριών” ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, του μεγάλου κεφαλαίου σε κάθε χώρα.
Το περιβάλλον και η ανάγκη προστασίας του, αποτελούν όπως και καθετί άλλο, μια μεγάλη μάχη συμφερόντων. Σε αυτή την υπόθεση το πιο σημαντικό είναι ο καθένας να καταλάβει το συμφέρον του και να ταχθεί μ’αυτό, κάτι που όπως φαίνεται απέχει πολύ από τις μέρες μας, που ένα ψεύτικο bras de fer των Προέδρων δύο εκ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, κάνει τον κόσμο να προσπαθεί να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου, υποστηρίζοντας και στις δύο περιπτώσεις μια μερίδα παρασίτων που ζουν από το ίδιο ακριβώς μικρόβιο και άρα υποστηρίζοντας στην ουσία την πηγή της παγκοσμίων διαστάσεων περιβαλλοντικής καταστροφής.
Be First to Comment