Ένα χρόνο μετά το δημοψήφισμα για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το λεγόμενο Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο πέρασε την 8η Ιουνίου ακόμα μια εκλογική δοκιμασία, αυτή τη φορά με το “πολιτικό στοίχημα” της Theresa May, δηλαδή τις εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής των Κοινοτήτων και της νέας Κυβέρνησης. Στόχος της Βρετανίδας Πρωθυπουργού ήταν η εξασφάλιση μιας ευρύτερης πλειοψηφίας στη Βουλή, ώστε η κυβέρνησή της με μεγαλύτερη άνεση να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις για τους όρους της αποχώρησης από την ΕΕ, που ξεκινούν στις 19 Ιουνίου.
Στο Publica πριν και κατά τη διάρκεια των εκλογών υπήρχε αρθρογραφία με την ανάλυση του πολιτικού σκηνικού στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και την απ’ευθείας αναμετάδοση των σημαντικότερων εξελίξεων κατά τη διάρκεια της εκλογικής μάχης.
Τα αποτελέσματα των κομμάτων – Νικητές και ηττημένοι
Το αποτέλεσμα των εκλογών, προφανώς, μόνο ενθαρρυντικό δεν ήταν για την May και τους Συντηρητικούς, καθώς είδαν τη δύναμή τους στο κοινοβούλιο να συρρικνώνεται, αδυνατώντας να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση πλειοψηφίας. Αν και το ποσοστό των Tories γνώρισε αύξηση της τάξης του 5.5%, λόγω του εκλογικού συστήματος η άνοδος αυτή δεν ήταν ικανή όχι μόνο να τους χαρίσει μια πιο άνετη πλειοψηφία, αλλά τους στέρησε και 13 έδρες σε σχέση με την προηγούμενη σύνθεση της Βουλής των Κοινοτήτων.
Η τακτική των Συντηρητικών ήταν να δώσουν έμφαση σε περιοχές όπου μπορούσαν να κερδίσουν έδρες που δεν είχαν προηγουμένως. Η δεξαμενή αυτών των εδρών προερχόταν από 2 διαφορετικές κατηγορίες περιφερειών, α) τη Σκωτία, όπου το 2015 είχε σαρώσει το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα και β) τις περιφέρειες που το UKIP είχε υψηλά ποσοστά, καθώς διαφαινόταν η κατάρρευση του εθνικιστικού κόμματος. Η στόχευση στην πρώτη δεξαμενή απέδωσε καρπούς, καθώς οι Tories σημείωσαν πολύ υψηλά ποσοστά σε ολόκληρη τη Σκωτία, κερδίζοντας συνολικά 12 περισσότερες έδρες σε σχέση με το 2015 (εκεί που είχαν 1 πλέον έχουν 13). Η δεύτερη θα μπορούσε να λειτουργήσει, όμως στις περιοχές που εξαφανιζόταν το UKIP οι Εργατικοί έκαναν πάρτυ, με αποτέλεσμα το κυβερνών κόμμα να τα βρει σκούρα.
Αν και δεν κέρδισαν την πλειοψηφία, οι Εργατικοί, μπορούν και πανηγυρίζουν με τα αποτελέσματα της βρετανικής κάλπης. Μετά από 2 εκλογικές αναμετρήσεις, του 2010 και 2015, που διαφαινόταν ότι μπορούν να κερδίσουν αλλά γνώρισαν την ήττα με σοβαρή διαφορά από τους Συντηρητικούς, αυτή τη φορά ξεκίνησαν την εκλογική κούρσα βρισκόμενοι πολύ μακριά από τα ποσοστά του άλλου κόμματος του βρετανικού δικομματισμού. Οι 262 έδρες που κέρδισαν αποτελούν αύξηση της κοινοβουλευτικής τους δύναμεις κατά 30 αντιπροσώπους, αλλά το πιο σημαντικό δεν είναι αυτό. Οι Εργατικοί κατάφεραν σε μια σειρά περιφερειών, που ακόμα και παραδοσιακά κέρδιζαν οι Συντηρητικοί, να πετύχουν σημαντικές νίκες, κερδίζοντας έτσι και τις εντυπώσεις, καθώς από την επόμενη μέρα διακυβέρνησης θα έχουν απέναντί τους μία κυβέρνηση από την οποία απέσπασαν πολύ σημαντικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Canterbury στην Κομητεία του Kent, που πέρασε σε χέρια Εργατικών, με τους Συντηρητικούς να γνωρίζουν την ήττα για πρώτη φορά μετά το 1840!
Τη νίκη αυτή χρεώθηκε σε μεγάλο βαθμό προσωπικά ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, Jeremy Corbyn, ο οποίος με μια αριστερίζουσα ρητορεία κατάφερε να συσπειρώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό γύρω από το κόμμα του ανθρώπους μικρότερων ηλικιών. Επίσης, ένα σημαντικό σημείο που οι Εργατικοί έδωσαν τη μάχη και φαίνεται ότι κέρδισαν, ήταν η μοίρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, του περίφημου NHS, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά δικαιώματα στη ζωή αλλά και στη συνείδηση των βρετανών.
Θετικός μπορεί να χαρακτηριστεί ο απολογισμός και για το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, το LibDem, το οποίο μέσα σε ένα εξαιρετικά πολωμένο σκηνικό κατάφερε να διατηρίσει σημαντικό μέρος της δύναμής του. Πιο συγκεκριμένα το LibDem εξέλεξε 12 αντιπροσώπους, 4 περισσότερους απ’όσους είχε στην προηγούμενη Βουλή, κερδίζοντας περιφέρειες από τους Συντηρητικούς στην Αγγλία και το SNP στη Σκωτία. Το σύνθημα του LibDem ήταν η “τακτική ψήφος”, δηλαδή εκεί που είχε δημοφιλείς υποψηφίους καλούσε τον κόσμο ακόμα και των Εργατικών να τους στηρίξουν ώστε να μειώσει την κοινοβουλευτική δύναμη των Συντηρητικών. Απ’ό,τι φαίνεται η παράξενη αυτή τακτική δούλεψε, σχεδόν απόλυτα, αν εξαιρέσει κανείς την αδυναμία του πρώην ηγέτη του κόμματος και αναπληρωτή πρωθυπουργού στην πρώτη θητεία του David Cameron, Nick Clegg, να διατηρήσει την έδρα του στο Sheffield.
Στους ηττημένους των εκλογών ανήκει σίγουρα το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα, SNP, της Πρώτης Υπουργού της Σκωτίας, Nicola Sturgeon. Το SNP ήταν σίγουρο ότι θα έχει απώλειες, λόγω της δικομματικής πόλωσης, όμως κανείς δε μπορούσε να προβλέψει αυτό τον αποδεκατισμό, καθώς έχασε 21 από τις 56 έδρες που είχε στην προηγούμενη Βουλή, με τις διαρροές να συμβάινουν προς αμφότερα τα κόμματα του δικομματισμού, αλλά και το LibDem. Μάλιστα, ο αναπληρωτής επικεφαλής του κόμματος και επικεφαλής του σ’αυτή την εκλογική μάχη, Angus Robertson, δεν κατάφερε να διατηρήσει την έδρα του στο κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα αυτό για το SNP δείχνει ότι οι Σκωτσέζοι δεν επιθυμούν την επανάληψη ενός δημοψηφίσματος για την παραμονή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που αποτελεί βασική θέση της Nicola Sturgeon.
Στα σημαντικότερα στοιχεία της αναμέτρηση, προφανώς, συγκαταλέγεται και η εξαφάνιση του UKIP, που αν και δεν είχε μεγάλη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση έχασε όλη τη δύναμη που είχε κερδίσει το 2015. Συγκεκριμένα, ενώ στις προηγούμενες εκλογές το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου είχε κερδίσει το 12.6% των ψήφων, στην αναμέτρηση της 8ης Ιουνίου το ποσοστό του ανήλθε σε 1.8%! Αυτό το αποτέλεσμα είναι αρκετά ενδιαφέρον, καθώς το UKIP υπήρξε στην πρώτη γραμμή υποστήριξης του Brexit, που κέρδισε το δημοψήφισμα ένα χρόνο νωρίτερα. Η μεγάλη ήττα του κόμματος του Nigel Farage, που μετά από τα αποτελέσματα είπε ότι θα επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή, ανοίγει αρκετές συζητήσεις για τη μοίρα της ίδιας της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης
Με βάση τα αποτελέσματα της κάλπης, κανένα κόμμα δε συγκεντρώνει την πλειοψηφία για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Ωστόσο, από νωρίς τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, το DUP (Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα) της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο απέσπασε συνολικά 10 έδρες, δήλωσε την πρόθεσή του να συνεργαστεί με τους Συντηρητικούς για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Στην πρώτη δήλωσή της, η Theresa May άφησε να εννοηθεί ότι θα προχωρήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας, αποκλειστικά των Συντηρητικών και με αυτή τη λογική πήρε την εντολή σχηματισμού της από τη Βασίλισσα το μεσημέρι της Παρασκευής. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν συνεννοήσεις για τον τρόπο που η κυβέρνηση θα στηριχτεί από το DUP, με τα απαραίτητα προφανώς ανταλλάγματα.
Ο Jeremy Corbyn, από την άλλη, κάλεσε αμέσως μετά την εκλογή του την Theresa May να παραιτηθεί και η γραμμή των Εργατικών είναι ότι το κόμμα τους μπορεί να σχηματίσει μια κυβέρνηση με μια ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση. Προφανώς ευρεία όσο αφορά τον αριθμό των σχηματισμών, γιατί όσο αφορά τον αριθμό των εδρών κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο. Σε κάθε περίπτωση, οι Εργατικοί αξιοποιούν το γεγονός της μείωσης της κοινοβουλευτικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος, καθώς και το “χαμένο πολιτικό στοίχημα” της May, από την πρώτη στιγμή, κάτι που δείχνει ότι οι μέρες της νέας κυβέρνησης, όσες είναι αυτές, δε θα είναι καθόλου εύκολες.
Είναι σίγουρο, παρά τη δήλωση της May ότι η νίκη των Συντηρητικών εγγυάται τη σταθερότητα, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπαίνει σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Μία κυβέρνηση μειοψηφίας, που στηρίζεται όσο αφορά τις ψηφοφορίες από ένα κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, με τις διαπραγματεύσεις για τους όρους του Brexit να ξεκινούν σε περίπου μία εβδομάδα, είναι όλοι οι παράγοντες που δείχνουν ότι θα υπάρχουν συνεχώς εξελίξεις, ενώ πολύ πιθανό είναι γρήγορα να ξαναστηθούν κάλπες, με άγνωστο το ποιος θα χρεωθεί αυτή την αστάθεια.
Η αποτύπωση πραγματικών συσχετισμών οικονομικών συμφερόντων
Το βασικό, πάντως, που πρέπει να κρατήσει κανείς, απ’όσα συμβαίνουν τον τελευταίο χρόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στις εκλογές, που αποτελούν συμπυκνωμένη αντανάκλαση μιας σειράς πολιτικών εξελίξεων στη βρετανική κοινωνία, είναι ότι διεξάγεται μια μεγάλη μάχη μεταξύ διαφορετικών οικονομικών συμφερόντων, αλλιώς, διαφορετικών κομματιών της βρετανικής αστικής τάξης.
Από τη μια υπάρχει το κομμάτι εκείνο που επιθυμεί κάποιου είδους εθνική προστασία, χωρίς “ευρωπαϊκές εκπλήξεις” και πάνω απ’ όλα ικανότητα εθνικής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής που θα επιτρέπει την αύξηση των κερδών του από το παιχνίδι μέσα από την αξιοποίηση της μεταβολής αυτών των δεδομένων, ενώ από την άλλη, υπάρχει το κομμάτι του κεφαλαίου που μπορεί να κινηθεί υπό ευνοϊκότερους όρους, ως μέρος της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Όσο αφορά την πολιτική τους δύναμη, εδώ και ένα χρόνο δε φαίνεται να υπάρχει καθαρός νικητής, με το Brexit ωστόσο να είναι μια πραγματικότητα που ακόμα κι αν δεν έχει ακόμα προχωρήσει σε πολιτικό επίπεδο, η διαδικασία του έχει ξεκινήσει στην πραγματική οικονομία.
Οι εξελίξεις το επόμενο διάστημα θα είναι αρκετά ενδιαφέρουσες, όχι μόνο για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και γενικότερα για τους συσχετισμούς που επικρατούν σε διεθνές επίπεδο. Προφανώς, η κατάσταση της ζωής του λαού της βρετανίας δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο, άλλωστε όλη η συζήτηση, βρίσκεται πολύ μακριά από τις πραγματικές του ανάγκες.
Be First to Comment