Press "Enter" to skip to content

Word Challenge 4 – “ΠΑΟΚ”

Μας δίνετε μια λέξη – γράφουμε ένα άρθρο! Οι αναγνώστες Παύλος και Κώστας έδωσαν τη λέξη “ΠΑΟΚ” και ο Aegletes Coelispex ανέλαβε να αναπτύξει…

Είναι χειμώνας, Κυριακή κι έχει πιάσει το απόγευμα. Ηλιόλουστη μέρα, μ’αυτό το κρύο που δαγκώνει στη Θεσσαλονίκη κι ο ήλιος έχει πάρει το δρόμο του για τη δύση του. Η καρδιά της πόλης κάτι τέτοιες μέρες μετατοπίζεται, τα σύμβολά της επίσης. Το κέντρο της γίνεται η περιοχή νότια από τη Λαμπράκη, κάτω από την Αγία Βαρβάρα, με την Κλεάνθους μπροστά στο 27ο να μοιάζει με πεζόδρομο. Από τη μια οι φωνές, τα συνθήματα από εκείνους που μαζεύονται, είτε σε παρέες, είτε σε μεγάλα γκρουπ, από την άλλη η μυρωδιά από τις καντίνες. Αμέτρητες καντίνες που έχουν τα ηχεία τους να παίζουν δυνατά τραγούδια που προκαλούν μέχρι και συγκίνηση “…ο ΠΑΟΚ σε μια νύχτα έγινε κυπελλούχος, κι απ’την Αθήνα γύρισε ένδοξος τροπαιούχος…”. Όμως το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι η καρδιά που χτυπάει δυνατά, όχι από συγκίνηση, αλλά από άγχος. Δεν υπάρχει παιχνίδι του ΠΑΟΚ χωρίς άγχος.

Περνάς τη Θύρα, μπαίνεις μέσα στο γήπεδο, πιάνεις θέση σε μια μεριά από τα τσιμέντα. Ακόμα και η μυρωδιά από το χορτάρι φέρνει άγχος. Ο ήλιος πέφτει σιγά σιγά και ανάβουνε κι οι προβολείς, οι ομάδες είναι έξω για προθέρμανση και όλα συνομωτούν ώστε το άγχος αυτό να μεγαλώνει. Νιώθεις να σφίγγεσαι μπροστά στο αβέβαιο της αναμέτρησης και σκέφτεσαι τι μπορεί να γίνει, τι μπορεί να μην πάει καλά, αρρωσταίνεις. Μόνη διέξοδος για να ξεφύγεις από αυτό το σφίξιμο να αρχίσεις να φωνάζεις. Τότε είναι που η εξέδρα έχει ψιλογεμίσει, έρχονται κι άλλοι ακόμα και όλο μπαίνουν μέχρι και την τελευταία στιγμή. Τα συνθήματα, τα τραγούδια είναι τα μόνα που μπορούν να σε κρατήσουν σ’αυτό το σφίξιμο κι ευτυχώς πολλοί κάνουν μαζί σου αυτό που σε λυτρώνει “…μεγάλε ΠΑΟΚ, η δύναμή σου, είμαστ’ εμείς οι χιλιάδες οπαδοί σου…”.

Αν δεν ξέρεις τι ήχο έχει αυτό το σφίξιμο αρκεί να περιμένεις την ιεροτελεστία λίγο πριν την έναρξη. Το ταμπούρλο μπαίνει στη σέντρα, τα χέρια σηκώνονται και με ρυθμό που ανεβαίνει, σε κάθε χτύπο, ακούς το εκωφαντικό: “ΠΑΟΚ … παύση … παύση … ΠΑΟΚ … παύση … ΠΑΟΚ”. Το σφίξιμο το ακούς σ’αυτή την παύση ανάμεσα στις ιαχές. Όλοι έχουν την ίδια ανησυχία, σα να μπαίνουν να παίξουν οι ίδιοι. Μια αρρώστια που φάρμακο και γιατρειά δεν υπάρχει.

Τότε βγαίνουν οι ομάδες στο γήπεδο και χιλιάδες ψυχές που θα ήθελαν να είναι μέσα σ’αυτό και να πολεμάνε τον αντίπαλο τραγουδούν έναν ύμνο που ενώνει την ανάγκη όλων να δείξουν πόσο ανάγκη έχουν να βρεθούν λίγα μέτρα πιο κοντά στους πρωταγωνιστές, σ’αυτούς που πρέπει να σηκώσουν στις πλάτες τους το ζητούμενο αυτών των χιλιάδων. Ξεκινάει το παιχνίδι, σέντρα και μετά μερικά δευτερόλεπτα ησυχίας και μετά σφυρίγματα, τη μπάλα έχουν οι αντίπαλοι. Είναι εκείνη η στιγμή που κοντεύεις να σκάσεις. Τα αναγνωριστικά λεπτά, μέχρι να δεις “πώς πατάει η ομάδα” ισοδυναμούν με κόλαση, μια κρύα κόλαση. Αν τα πράγματα πάνε καλά, όλα ζεσταίνονται, αν όχι ξεκινάει η αρρώστια. Σε κάθε περίπτωση, η μόνη λύτρωση είναι η στιγμή που θα ακούσεις “Γκοοοοοολ”. Κάθε άλλο σενάριο είναι καταστροφικό. Το γκολ αυτό είναι μονόδρομος, γι’αυτό πήγες στο γήπεδο, γι’αυτό σ’αρέσει αυτό το κρύο, το σφίξιμο στο στομάχι, οι ιαχές που στο οβάλ σχήμα του Γηπέδου της Τούμπας δημιουργούν ένα απίστευτο ακουστικό αποτέλεσμα.

Κάθε επαφή με την έννοια του ΠΑΟΚ χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή σε μία μάχη. Μπορεί να μην μάχεσαι εσύ πραγματικά, όμως έτσι το νιώθεις, σα δική σου υπόθεση, σα δική σου ευθύνη για το τι θα συμβεί. Αρρωσταίνεις αν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Ακόμα κι όταν πάνε καλά, θ’αρρωστήσεις για οτιδήποτε δεν πάει καλά. Αλλά όλη αυτή η αρρώστια δεν είναι σαν τις άλλες. Αντί να σε τρώει, αυτό το σαράκι σου δίνει διέξοδο, κάνει τις μέρες σου συναρπαστικές. Σου δίνει αυτή τη μεγάλη αίσθηση ότι υπηρετείς μια ιδέα και οι ιδέες δε σε αρρωσταίνουν, αλλά σε δυναμώνουν, σου δίνουν εμπειρίες, πολλές φορές ανεξίτηλες, συγκινητικές. Αυτός που δε νιώθει αυτό το σφίξιμο, το σαράκι, την αρρώστια, δεν πρόκειται άλλωστε ποτέ να χαρεί και τη νίκη, τουλάχιστον όπως ξέρει να τη χαίρεται ο ΠΑΟΚτσής.

Γιατί ο ΠΑΟΚ από την αρχή ήταν αυτή η μάχη και η αρρώστια. Εμφανίστηκε σε μια πόλη για να αντικατοπτρίσει με τον καλύτερο τρόπο τη μάχη ενός κομματιού της για επιβίωση. Η Θεσσαλονίκη, η ελληνική πόλη με τη μεγαλύτερη συνεχόμενη ιστορία, την πιο πολυποίκιλη πολιτισμική παράδοση, την ξεχωριστή και πρωτοπόρα ιστορία της, ως λιμανιού που ένωνε τη θάλασσα του Αιγαίου και την Ανατολική Μεσόγειο με την ενδοχώρα των Βαλκανίων και κομμάτι της Ανατολικής Ευρώπης για αιώνες, ήταν το καλύτερο σπίτι για να “χωνέψει” την είσοδο σε ένα γεωγραφικό χώρο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν χάσει κάθε έννοια της εστίας τους: το σπίτι τους, τον τόπο τους, πολλές φορές και την οικογένειά τους.

Η Θεσσαλονίκη έπρεπε να γίνει ο τόπος τους και αν αυτό για την ιστορία της πόλης ήταν ένα απλό ζητούμενο, δεδομένου ότι η υπεραιώνια Συμβασιλέβουσα είχε τον τρόπο να αφομοιώνει στην κουλτούρα της κάθε ξεριζωμένο, υπήρχαν εκείνοι οι “Έλληνες”, εκείνοι που πίστευαν ότι αυτός ο τίτλος αρμόζει μόνο στο δικό τους σπίτι, που πίστευαν ότι αυτός ήταν δικός τους τόπος, που “αποφάσισαν” ότι το νέο στοιχείο που ήρθε για να δώσει λάμψη με τα χαρακτηριστικά του σ’αυτή τη μαγική πόλη, δεν έπρεπε να έχει δικαίωμα ούτε στην ίδια τη ζωή.

Η απάντηση σ’αυτή την απάνθρωπη ιδέα, στην ανώμαλη για την ιστορία της πόλης αντίληψη, ήταν ο ίδιος ο ΠΑΟΚ, Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών, που στις 4 αυτές λέξεις που σχηματίζουν το όνομά του μπορεί ίσως να περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο την ουσία αυτής της πόλης, μαρτυρικής αλλά και σινάμα αρχόντισσας.

Το πρώτο σπίτι του ΠΑΟΚ, το πρώτο του γήπεδο, ήταν μια μάχη. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες περιφρουρούσαν το χτίστιμό του για να μπορέσει να αποπερατωθεί. Η επιβίωση του συλλόγου, επίσης. Ήδη στην πόλη, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, το κατεστημένο είχε τους εκπροσώπους του, με πιο σημαντικό την ομάδα του Άρη, που εκπροσώπησε και όσο υπάρχει, ακόμα και ως σφραγίδα, αιτία ύπαρξής της θα είναι να εκπροσωπεί τις αντιλήψεις που θέλουν το στοιχείο αυτό της πόλης να παραμένει ανεπιθύμητο. Ακόμα και σήμερα, 100 χρόνια μετά, οι οπαδοί αυτού του σωματείου χαρακτηρίζουν την ομάδα του ΠΑΟΚ “φιλοξενούμενο της πόλης”, κρατώντας ψηλά την απανθρωπιά που χαρακτήριζε τους προγόνους τους.

Ο ΠΑΟΚ έφτιαξε το σπίτι του για να γίνει “η δόξα κι η χαρά” όλων εκείνων που έψαχναν το χώρο για να φτιάξουν τα νέα τους σπίτια και τη νέα τους ζωή. Σε μια πόλη που από 200.000 κατοίκους ο πληθυσμός της αυξήθηκε στους 800.000 λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, αυτό το νέο και δυναμικό κομμάτι, εντασσόμενο κοινωνικά κυρίως στη φτωχολογιά, από άκρη σ’άκρη στο πολεοδομικό συγκρότημα, μαζευόταν γύρω από 4 γραμμές, για να δει την ελπίδα του σε μια ασπρόμαυρη φανέλα. Ερχόταν με τα πόδια, διανύοντας χιλιόμετρα, έχοντας ως μόνη τροφή για ολόκληρη τη μέρα ένα κομμάτι ψωμί, που μπαγιάτευε, για να μείνει η ιστορική φράση “ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί”. Τότε το σφίξιμο δεν ήταν για τη νίκη, ήταν για την ίδια τη ζωή… κι αυτή η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά!

Από τη μέρα που ιδρύθηκε ο ΠΑΟΚ ήταν καταδικασμένος να πολεμά ένα κατεστημένο. Ένα κατεστημένο που δεν εμφανίστηκε για να πολεμάει τον ΠΑΟΚ, αλλά για να πολεμάει όσους βρίσκουν την ουσία της ζωής τους σ’αυτόν. Αρχικά το κατεστημένο μιας πλούσιας κάστας της Θεσσαλονίκης, που χρειάστηκε περίπου 50 χρόνια για να το ρίξει στο καναβάτσο και φυσικά, από τη δεκαετία του 1960 και μετά πολύ έντονα, το κατεστημένο της πρωτεύουσας, της Αθήνας και της πραγματικής πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, του άντρου των ιδιοκτητών του, των εφοπλιστών, του Πειραιά.

Ο ΠΑΟΚ δεν κερδίζει τους περισσότερους οπαδούς στην Ελλάδα, ειδικά σε μια εποχή που ο αθλητισμός, στο επαγγελματικό επίπεδο, έχει ξεφύγει πολύ από την έννοια που είχε η μάχη του σωματείου με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του απέναντι σε κάποιο άλλο. Όμως το θαύμα του ΠΑΟΚ είναι ότι ακόμα και σήμερα καταφέρνει να κερδίσει στο μεγαλύτερο βαθμό και με τον πιο όμορφο τρόπο την καρδιά όσων βρίσκονται γύρω του.

Υπάρχουν πολλά αθλητικά σωματεία στην Ελλάδα με αξιοσημείωτες επιδόσεις, όμως όσοι βρίσκονται γύρω τους, παρά τα άκρως συναισθηματικά χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει η αγάπη τους “για την ομάδα”, δε μπορούν εύκολα να κουβαλήσουν την αρρώστια αυτή του ΠΑΟΚ, που δεν προέρχεται μόνο από την ιστορία του, αλλά κάθε μέρα γεννά νέους λόγους για να δημιουργηθούν θρύλοι γύρω από τη σχέση του οπαδού του με την ομάδα. Αυτό που διαφέρει στον ΠΑΟΚ είναι ότι ακόμα κι αν η ομάδα για κάποιο λόγο εξαφανιστεί, τότε ο ΠΑΟΚ μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και ο Δικέφαλος Αετός να εκκολάψει κάτω από τα κλειστά φτερά του τη νέα ζωοποιό ουσία. Αυτό δε συμβαίνει σε καμία άλλη αθλητική οντότητα στον ελληνικό χώρο, τουλάχιστον σε τόσο μεγάλο βαθμό που να αγγίζει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής καθώς και μεγάλου κομματιού της ομογένειας.

Αυτό που έχει ο ΠΑΟΚ και δεν έχει καμία άλλη ομάδα είναι φίλαθλοι που μπορεί ποτέ να μην τον έχουν δει να παίζει, αλλά νιώθουν μία περηφάνια να φέρουν κάπου μαζί τους το έμβλημά του, κυρίως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Τούμπα. Είναι οι ΠΑΟΚτσήδες που όπου κι αν βρεθούν στον κόσμο, από τα Νησιά του Πάσχα μέχρι το Έβερεστ, ακόμα και στο διάστημα, θα πάρουν μαζί τους την ασπρόμαυρη σημαία. Είναι εκείνοι οι τρελοί που βρίσκουν φυλές στην Αφρική και τους μαθαίνουν τα συνθήματα που ηχούν εκείνα τα κρύα χειμωνιάτικα απογεύματα στην Τούμπα.

Όσοι δεν αγαπούν τον ΠΑΟΚ και βλέπουν τα όσα διαδραματίζονται γύρω από αυτόν αναγκαστικά επιφανειακά, αντιλαμβάνονται μόνο μια φανατισμένη πώρωση, τη μετάλλαξη ανθρώπων που πιστεύουν σ’αυτόν σχεδόν μεταφυσικά, σαν θρησκεία. Όμως ο ΠΑΟΚ δεν είναι θρησκεία, γιατί κανείς δεν έχει μαζί του μεταφυσική σχέση, είναι αρρώστια, γιατί προκαλλεί στην πραγματικότητα ψυχοσωματικές επιπτώσεις σε όσους νοιάζονται γι’αυτόν, αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια ιδέα, που δε γεννήθηκε στο κεφάλι κανενός, ούτε και την έφτιαξε κάποιος για να κοροϊδέψει κόσμο. Είναι μια ιδέα που τη γέννησε η ίδια η ζωή, εκείνων που είχαν ανάγκη να δουν τον πόνο της κάθε μέρας, σαν σε μια άλλη μορφή τέχνης, να ζωγραφίζεται πάνω σε μια φανέλα και να χορεύεται μέσα στις 4 γραμμές ενός γηπέδου.

“Είσ’ η δόξα του Βορρά μας, το καμάρι κι η χαρά μας…”

ΠΑΟΚ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΣΟΥ ΤΕΛΕΙΩΜΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ