Press "Enter" to skip to content

Η μουσική αφήγηση του The Wall

Στις 30 Νοέμβρη του 1979, οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν το The Wall. Αυτή η φράση θα μπορούσε να είναι γραμμένη έτσι μόνη της στα ημερολόγια και όλοι να καταλαβαίνουν τη σημασία της. Το The Wall είναι πιθανώς το μεγαλύτερο μουσικό έργο του 20ου αιώνα, που σημάδεψε την πολιτιστική εξέλιξη με ένα από τα πιο έντεχνα είδη που εμφανίστηκαν κατά το πέρασμά του, το progressive rock, ένα είδος που έφερε τα λαϊκά στοιχεία της λόγιας μουσικής ξανά στο μεγάλο κοινό μέσα από μια λόγια δημιουργία.

Όπως πολλά άλμπουμ του prog, το The Wall είναι αυτό που ονομάζεται concept album, δηλαδή αντί για μια συλλογή μεμονωμένων τραγουδιών, είναι η συνέχεια μιας ιστορίας μέσα από τα κομμάτια, όπως οι όπερες και οι συμφωνίες της κλασικής μουσικής. Αντίστοιχα, βέβαια, με τις όπερες και τις συμφωνίες, υπάρχουν και κομμάτια που έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή από μόνα τους. Ωστόσο, το έργο που δίνει ο καλλιτέχνης είναι ολόκληρο το άλμπουμ, μόνο έτσι μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη στόχευση και να επικοινωνήσει μαζί του, να λάβει αυτό που ο μουσικός θέλει να εκφράσει.

Η ιστορία του The Wall αποτυπώθηκε και σε ταινία, το 1982 και ξανά στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με ένα re-edit από τους ίδιους τους συντελεστές του. Στην ταινία, ωστόσο, υπάρχει η εικόνα που αλλάζει πολλά, ενώ τα κομμάτια δεν εμφανίζονται απαραίτητα με τη σειρά και τη συνέχεια που βρίσκονται στο μουσικό άλμπουμ, για την ακρίβεια το πιο πετυχημένο διπλό άλμπουμ στην ιστορία των μουσικών πωλήσεων.

Στο άρθρο αυτό γίνεται μια προσπάθεια η ιστορία που περιγράφεται μέσα από τους στίχους και τις μελωδίες να αναλυθεί και να καταγραφεί με λέξεις στα ελληνικά, ώστε να μπορέσει πιο εύκολα κάποιος που δεν το έχει ξανακούσει να καθοδηγηθεί μέσα σ’αυτή την αφήγηση. Η ιστορία ακολουθεί μόνο τη μουσική και αφήνει τις εικόνες στη φαντασία του καθενός, έτσι γίνεται ίσως πιο έντονο το συναίσθημα σε συγκεκριμένα περάσματα γιατί μπορεί να ταυτιστεί ο οποιοσδήποτε με τις δικές του, προσωπικές αναμνήσεις και εικόνες.

Προφανώς, η εξιστόρηση-ανάλυση που ακολουθεί δε μπορεί να είναι “απόλυτη”. Είναι ο τρόπος που ένας συγκεκριμένος άνθρωπος αντιλήφθηκε το έργο με τον τρόπο που το άκουσε και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε αυτό. Βοηθάει όμως, σίγουρα, στο να το ακούσει κάποιος για πρώτη φορά και στη συνέχεια να το προσεγγίσει με τη δική του “ματιά”.

Η διαδικασία αυτής της καταγραφής, ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν πολύ πιο συναισθηματικά φορτισμένη από οποιαδήποτε ακρόαση, από τις πολλές επαναλαμβανόμενες που προηγήθηκαν, προκειμένου να γραφτεί με την απαραίτητη φροντίδα αυτό το άρθρο.

Καλώς ήρθατε στην παράσταση του The Wall!!!

Η ιστορία μέσα από τα κομμάτια του δίσκου

1. In the Flesh?

Το πρώτο κομμάτι και συνεπώς το άλμπουμ ξεκινάει με μια μισοκομμένη φράση, τόσο κομμένη που νομίζεις ότι δεν είναι καλά γραμμένο στο δίσκο ή το μουσικό αρχείο. Στην πραγματικότητα αυτό που ακούγεται είναι η φωνή του Waters να λέει “…we came in?”. Παραμένει ερωτηματικό το τι θέλει να πει, μέχρι το τέλος του δίσκου. Ωστόσο, η αρκετά “τρυφερή” μελωδία που συνοδεύει στο βάθος ξαφνικά κόββεται από ένα τυπικό σόλο ροκ κιθάρας, που πατάει πάνω στην αρχή κάθε μέτρου μια συγχορδία και στη συνέχεια ένα αργό τέμπο πάνω στις πρώτες 5 νότες της κλίμακας για να δώσει διέξοδο στο …εισαγωνικό σημείωμα, που καλωσορίζει σε κάποιο …show. Το μοτίβο αυτό, σε 3/4, με τα ντραμς σχεδόν να ορίζουν βηματισμό, είναι από τα βασικά του δίσκου και ξανακούγεται πολλές φορές στη συνέχεια, συνήθως για να επαναφέρει στην αφήγηση το γεγονός ότι βρισκόμαστε εν μέσω της παράστασης. Με φωνή παρουσιαστή και αντίστοιχα επιφωνήματα ο Waters καλεί το show να ξεκινήσει και η ρυθμική εισαγωγή όλων των οργάνων καταλήγει σε ένα κλασικό ροκ φινάλε για να αρχίσει η κυρίως αφήγηση.

2. The Thin Ice

Το κομμάτι ξεκινάει με το κλάμα ενός μωρού, υποδηλώνοντας ότι η παράσταση που θα ακολουθήσει πρόκειται να είναι βιογραφική. Η μελωδία είναι τρυφερή, χωρίς παραμορφώσεις, που παραπέμπει στη χαρά της γέννας, όμως περιέχει μελαγχολικότητα στις σκηνές που περιγράφουν οι στίχοι. Το τυπικό μοτίβο είναι αυτό των γονιών που αγαπούν το νεογέννητο μωρό τους, κάτω από ένα μπλε ουρανό, με το χρώμα του δίνει όμως όνομα στη μελαγχολία του νέου μέλους της οικογένειας, που αν και αθώο ακόμα, είναι καταδικασμένο να ζήσει τα γεγονότα της αφήγησης και η μελαγχολία του ουσιαστικά αποτελεί προοικονομία.

Ο τραγουδιστής-αφηγητής του δίνει κάποιες συμβουλές για το πώς θα ανταπεξέλθει στις προκλήσεις που θα εμφανιστούν, για να ακολουθήσει το βασικό μοτίβο της εισαγωγής, σε πολύ πιο …γκρίζα χρώματα και να μας βάλει στο κλίμα του πρώτου γεγονότος της ιστορίας.

3. Another Brick In The Wall, Part 1

Το κομμάτι ξεκινάει με αλλαγή ρυθμού στα 4/4 και το βασικό μοτίβο που έκανε το The Wall διάσημο, ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται στα κομμάτια με αυτό τον τίτλο. Εκτός από το μοτίβο, ίδια ακριβώς είναι και η μελωδία που καταλήγει πάντα στο στίχο “brick in the wall”.

Ο αφηγητής μιλάει για τον πατέρα του που έχει φύγει στον πόλεμο, αφήνοντας πίσω ουσιαστικά μόνο μια φωτογραφία για ανάμνηση. Δεν ξέρει αν θα τον ξαναδεί ποτέ και προοικονομεί ότι μάλλον κάτι τέτοιο δε θα συμβεί. Μιλώντας τον πατέρα του που για να πολεμήσει δεν του άφησε τίποτα, εξηγεί ότι αυτό ήταν μάλλον το πρώτο τούβλο στο τείχος που χτίζεται, που είναι ουσιαστικά το τραγικό σκηνικό όλης της ιστορίας.

4. The Happiest Days Of Our Lives

Κρατώντας το ίδιο μοτίβο, η είσοδος βαρέων στρατιωτικών οχημάτων και η φωνή ενός “δασκάλου” που μοιάζει περισσότερο με φωνή στρατιωτικού φέρνει την ιστορία στα σχολικά χρόνια. Εκεί φαίνεται ότι ο τίτλος είναι φυσικά ειρωνικός, καθώς η αναφορά στα σχολικά χρόνια ως “τα καλύτερα της ζωής μας” δεν είναι κάτι που αγγίζει παιδιά με ιδιαίτερες ευαισθησίες και ικανότητες. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο πώς ουσιαστικά οι δάσκαλοι βρίσκουν αυτές τις ευαισθησίες για να ποδοπατήσουν από τρυφερή ηλικία την προσωπικότητα των μαθητών, να “στρογγυλέψουν” ό,τι τους κάνει να διαφέρουν.

Το μοτίβο του The Wall μαζί με τα φωνητικά στη γέφυρα που πέφτει στο τέλος, είναι η καλύτερη εισαγωγή για το πιο διάσημο κομμάτι του δίσκου!

5. Another Brick In The Wall, Part 2

“Δε θέλουμε εκπαίδευση, δε θέλουμε έλεγχο της σκέψης” λέει ο αφηγητής και πρωταγωνιστής. Είναι ίσως από τα μοναδικά σημεία του δίσκου που το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και έξω από τους πρωταγωνιστές στην ιστορία. Η επίθεση που γίνεται σ’αυτό τον τύπο δασκάλου τον καταδικάζει, ως ένοχο για ένα ακόμα τούβλο που μπαίνει στο τραγικό τείχος που χτίζεται.

Το κομμάτι αυτό είναι ίσως το πιο διάσημο των Pink Floyd, ακούγεται πολλές φορές μόνο του, έξω από το concept του δίσκου, γιατί μπορεί να σταθεί ως τέτοιο. Δε χρειάζεται κανείς να κατανοήσει για ποιο τείχος ακριβώς μιλάει η ιστορία προκειμένου να καταλάβει ότι ο “δάσκαλος” χάνει κάθε ανθρωπιά από τη στιγμή που γίνεται ένα άψυχο αντικείμενο-εμπόδιο για τους μαθητές, χωρίς αυτό να δίνει στον ίδιο προσωπικότητα παρά μόνο να αφαιρεί και να τσαλαπατάει αυτή των παιδιών που καλείται να μορφώσει.

Το πολύ δυνατό παιδικό χορωδιακό ρεφρέν διαδέχεται το πρώτο καθαρό κιθαριστικό σόλο του δίσκου, το οποίο σβήνει με την επιστροφή στο σχολικό περιβάλλον και τους δασκάλους που με στρατιωτικές εντολές προσπαθούν να βάλουν τάξη στα παιδιά που δε μαθαίνουν εύκολα να υπακούν στους δεδομένους κανόνες και για να κάνουν κάτι τέτοιο πρέπει μόνο να απειληθούν με τιμωρίες.

6. Mother

Φεύγοντας από το σχολικό περιβάλλον, ο πρωταγωνιστής έχει μόνο τη μητέρα του στη ζωή. Σ’αυτή μπορεί να μιλήσει για όλες τις ανησυχίες του για τη ζωή, τη δική του αλλά και γενικότερα, για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Ρωτάει ξεκάθαρα την υπερπροστατευτική μητέρα αν πρέπει να χτίσει αυτό το τείχος, πριν της υποσχεθεί ότι αυτή θα ελέγχει όλη τη ζωή του, τις σχέσεις του, τις σκέψεις του, τις συναναστροφές του, ώστε να φροντίσει να μείνει αθώος όπως ήταν εκείνο το μωρό κάτω από το μπλε ουρανό.

Το μοτίβο του κομματιού είναι 3/4 σε unplugged για να θυμίζει περισσότερο μπαλάντα, ωστόσο περίπου στη μέση έρχεται το δεύτερο κιθαριστικό σόλο, το οποίο συνοδεύεται από μια αύξηση της έντασης στο κομμάτι και την αφήγηση και μεγαλύτερη σκληρότητα με την είσοδο των ντραμς.

Αυτό που καταλαβαίνει ο ακροατής στο τέλος είναι ότι η μητέρα είναι τόσο υπερπροστατευτική που βοηθάει κατά πολύ στο χτίσιμο του τείχους που κλείνει μέσα τον πρωταγωνιστή για να μην πληγωθεί στη ζωή. Το γεγονός αυτό γίνεται αντιληπτό από την ερώτηση του αφηγητή που προφανώς αφορά το τείχος: “Μητέρα, είναι ανάγκη να είναι τόσο ψηλό;”

7. Goodbye Blue Sky

Το κομμάτι ξεκινάει με ειρηνικά τιτιβίσματα πουλιών και τον ήχο αεροπλάνων που έρχονται. Ένα παιδί παρατηρεί το αεροπλάνο, το οποίο φέρνει τον πόλεμο στη ζωή τους. Σε ένα εξαιρετικά καταθλιπτικό μοτίβο επαναλαμβανόμενης κατιούσας περιγράφεται η αντίδραση του κόσμου που τρομάζει από τις βόμβες και χάνει τον μπλε ουρανό που υπήρχε ως τότε.

Στο τέλος, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: “αντίο μπλε ουρανέ”. Οι ανακοινώσεις των τρένων που φτάνουν στο σταθμό δείχνουν ότι φεύγουν για να ξεφύγουν από την πολεμική φρίκη του Λονδίνου.

8. Empty Spaces

Μετά την παιδική ηλικία γίνεται ένα άλμα το οποίο φέρνει την αφήγηση και τον πρωταγωνιστή μέσα από ένα μοτίβο που θυμίζει εκείνον του τρένου στην ενήλικη ζωή. Ό,τι έμεινε όρθιο από την παιδική ηλικία, με το χαμό του πατέρα, το απολυταρχικό εκπαιδευτικό σύστημα, την υπερπροστατευτική μητέρα, ό,τι έμεινε …κενό από τούβλα, έπρεπε να συμπληρωθεί για να γεμίσει το τείχος. Αυτό γίνεται μέσω του έγγαμου βίου του πρωταγωνιστή.

9. Young Lust

Στο σκληρό, συναυλιακό ροκ του κομματιού ο πρωταγωνιστής εμφανίζει τις ενήλικες ανησυχίες του. Μπουχτισμένος από το γάμο του ψάχνει τις απολαύσεις σε άγνωστες γυναίκες, σε άγνωστα μέρη που βρίσκεται. Θέλει να βρει μια γυναίκα που δεν τον ενδιαφέρουν τα συναισθήματα της, αφού έτσι κι αλλιώς αυτά δε μπορούν να περάσουν από το τείχος.

Το κομμάτι δεν έχει ρεφρέν αλλά ένα άγριο σόλο, το οποίο συνδιάζεται με την εξέλιξη του πρωταγωνιστή σε κάποιον ενήλικα με έντονη, αντιστοίχως, άγρια φωνή. Από τη λοιπή αφήγηση καταλαβαίνει κανείς ότι είναι πια ένας ροκ σταρ σε περιοδία.

Στο τέλος του κομματιού επιχειρεί να καλέσει τη γυναίκα του στο Λονδίνο, ωστόσο το τηλέφωνο σηκώνει κάποιος άντρας, που μόλις ακούει ποιος καλεί, από τις ΗΠΑ, κλείνει το τηλέφωνο. Η τηλεφωνήτρια δείχνει να απορεί με το γεγονός ότι η γυναίκα του πρωταγωνιστή δεν απαντάει και το τηλέφωνο σηκώνει ένας άντρας. Το περιστατικό αυτό δείχνει ότι το απαραίτητο τούβλο στο τείχος, από τον αποτυχημένο έγγαμο βίο έχει ήδη μπει.

10. One of My Turns

Καθώς ο ήρωας είναι τραγικός, αποφασίζει να εκδικηθεί …το γάμο του, κάνοντας ακριβώς το ίδιο. Φέρνει μια groupie του συγκροτήματος στο δωμάτιό του, την οποία ωστόσο σχεδόν αγνοεί όσο αυτή φαίνεται ενθουσιασμένη με το γεγονός ότι είναι μαζί του στο υπερπολυτελές δωμάτιο.

Τις απορίες του ακολουθούν οι σκέψεις του που δεν αφορούν τη νεαρή γυναίκα που βρίσκεται εκεί, αλλά τη γυναίκα του, που όσο αυτός μεγάλωνε και γερνούσε εκείνη μεγάλωνε και γινόταν πιο ψυχρή.

Στη συνέχεια ξεσπάει στη νεαρή θαυμάστρια η οποία προφανώς τον βλέπει σε μια κατάσταση έκστασης και τρομοκρατείται. Χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τι συμβαίνει στον ίδιο αλλά ούτε και γιατί η κατάσταση του της φαίνεται παράλογη, τη ρωτάει γιατί φεύγει με ένα μακρύ ντεκρεσέντο…

11. Don’t Leave Me Now

Το ντεκρεσέντο φέρνει ίσως το πιο αργό, σχεδόν πένθιμο μοτίβο του δίσκου. Το “γιατί φεύγεις” στη νεαρή θαυμάστρια μετατρέπεται σε μονόλογο με βασικό θέμα το “μη φεύγεις” στη γυναίκα του πρωταγωνιστή, που βυθίζεται στην ανασφάλεια. Παρά το γεγονός ότι πνιγόταν από τη σχέση του που κατέρρεε δε μπορεί να φύγει έξω από αυτή, γιατί τη χρησιμοποιούσε ως προκάλυμα για να δείξει ότι η ζωή του ήταν φυσιολογική.

Η απόγνωση, η αίσθηση της αδικίας για αυτό που του συμβαίνει, είναι ο τρόπος με τον οποίο ανακαλύπτει ότι στην πραγματικότητα βρίσκεται σε μια καταθλιπτική κατάσταση και αποφασίζει να ζήσει μέσα σ’αυτή.

Το κομμάτι κλείνει με ένα σχεδόν μοιρολογικό φωνητικό μοτίβο που επαναλαμβάνει συνεχώς το κάλεσμα στη γυναίκα που τον άφησε.

12. Another Brick In The Wall, Part 3

Αυτό είναι ουσιαστικά και το γεγονός που ολοκληρώνει το τείχος, ένα τείχος που περιβάλλει τον ήρωα αλλά στην ουσία του επιτρέπει να καταρρεύσει μέσα σ’αυτό. Εκεί, μόνος του, με την κατάθλιψη του, ισχυρίζεται ότι μπορεί να μείνει κλεισμένος χωρίς να χρειάζεται τίποτα από τον κόσμο, ένα κόσμο που ουσιαστικά τον βοηθάει μόνο να υψώνει ακόμα περισσότερο αυτό το τείχος.

Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, το μοτίβο και η μελωδία είναι ακριβώς η ίδια, αυτή τη φορά ωστόσο με πολύ πιο σκληρό ήχο, μαρτυρώντας ότι το χτίσιμο του τείχους έχει φτάσει σε ένα τραγικό σημείο ολοκλήρωσης.

13. Goodbye Cruel World

Μέσα από το τείχος πια, ο ήρωας της αφήγησης αποχαιρετά τον άθλιο κόσμο που τον οδήγησε σ’αυτή την κατάσταση, μια κοινωνία και μαζί τα συγκεκριμένα πρόσωπα που του φταίνε για όλα. Βουτάει μέσα στην κατάθλιψη του και κλείνει όλες τις πόρτες, βάζοντας γερά τα τελευταία τούβλα στο τείχος που τον απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο, με ένα αργό, σχεδόν ποιητικό αντίο.

14. Hey You

Ένα κομμάτι που μοιάζει με μπαλάντα λόγω της ακουστικής εκτέλεσης των συγχορδιών και της συμβατικής τραγουδιστικής φόρμας του, είναι ένα από αυτά που έγιναν μεγάλες επιτυχίες μέσα από το δίσκο και ακούγονται πολλές φορές μόνα τους. Σε αντίθεση με πολλά άλλα που εξηγούν την πορεία προς την τραγική κατάσταση του ήρωα, εδώ εμφανίζεται η πρώτη αχτίδα φωτός. Αντί να βρίσκεται στην απόλυτη κατάθλιψη, περνάει στην απέναντι μεριά και δίνει το μήνυμα ότι δεν πρέπει να πέσεις χωρίς μάχη, ένα μήνυμα που στέλνει στον εαυτό του και σε οποιονδήποτε άλλο μπορεί να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, πιθανώς και τη γυναίκα του.

Εκεί που γίνεται αυτή η αισιόδοξη επίκληση όμως έρχεται το μοτίβο του “another brick in the wall” για να καταλάβει ο ήρωας ότι τελικά δεν είναι τόσο εύκολο να βγει από το πανήψυλο πια τείχος. Τότε αρχίζει να ζητάει απελπισμένα τη βοήθεια από τον οποιοδήποτε, χωρίς να περιμένει ούτε τη μητέρα του, ούτε τη γυναίκα του, ούτε φυσικά τον πατέρα του που δε γύρισε ποτέ και τον οδήγησαν στο να χτίσει το τείχος.

Δίνει όμως ένα πολύ δυνατό φινάλε, μιλώντας στον οποιονδήποτε μπορεί να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ουσία ένα σύνθημα που σημαδεύει και ολόκληρο το τραγούδι: “Together we stand, divided we fall”.

15. Is There Anybody Out There?

Η μουσική σε αυτό το κομμάτι είναι σχεδόν κινηματογραφική. Οι στίχοι δεν έχουν μελωδία, παρά μόνο συνοδεύονται από δυστοπικούς ήχους που περιγράφουν την κατάθλιψη μέσα από το τείχος. Η απελπισία από την απουσία απάντησης στο προηγούμενο κάλεσμα έχει κάνει τον ήρωα να αναρωτιέται και να ρωτάει χωρίς ελπίδα απάντησης αν υπάρχει κάποιος έξω από αυτό.

Το δεύτερο μισό του κομματιού είναι ένα σόλο κλασικής κιθάρας, που αντιστοιχεί στην ουσιαστική αποδοχή της αλήθειας, σημαίνοντας το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο που πρέπει να προχωρήσει για να συνεχίσει ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής την ίδια του τη ζωή.

16. Nobody Home

Μέσα στη μοναξιά του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αλλά και τη μοναξιά του μέσα στις σκέψεις του, ο πρωταγωνιστής τραγουδάει πάνω στη συνοδεία του πιάνου την εξωτερική του κατάσταση που φαίνεται υπέρλαμπρη για να συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά δε μπορούν να αντικαταστήσουν το εσωτερικό του κενό και το γεγονός ότι όταν επιστρέψει δε θα βρει κανέναν όχι μαζί του μέσα από το τείχος, αλλά ούτε μέσα από τους τοίχους του σπιτιού του.

Η προηγούμενη ελπίδα ότι θα γυρίσει σπίτι και όλα θα έχουν ξαναφτιαχτεί ήταν ψεύτικη, μια ψευδαίσθηση στην οποία απλά ήθελε να πιστέψει. Αυτό είναι κάτι που τον οδηγεί σε ακόμα χειρότερη κατάθλιψη. Η εναλλαγή της ψεύτικης ελπίδας με την απογοήτευση φαίνονται στις εναλλαγές των συγχορδιών που από τις 4ες και 5ες όπου περιμένει κανείς να δοθεί “λύσει” στη βασική μείζονα να χάνονται σε ένα ακαθόριστο φινάλε, εν απουσία αυτής της ζητούμενης λύσης.

17. Vera

Η απόγνωση οδηγεί τον ήρωα στο να σκέφτεται το παρελθόν του, να αναρωτιέται για πράγματα που έμοιαζαν ότι θα μπορούσαν αν ήταν διαφορετικά να τον βγάλουν από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει πίσω από το τείχος. Σκέφτεται τη Vera Lynn, την τραγουδίστρια που “τόνωνε το φρόνημα” των βρετανών στρατιωτών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τραγούδι της “We Will Meet Again” ήταν το σήμα κατατεθέν εκείνων των χρόνων, καθώς κυκλοφόρησε το 1939 ενώ έγινε και μιούζικαλ το 1943. Ωστόσο, η υπόσχεση που άφηνε ήταν ψεύτικη, καθώς οι στρατιώτες δεν επέστρεψαν, το ίδιο κι ο πατέρας του ήρωα της ιστορίας. Έγιναν όλοι τούβλα για τείχη.

18. Bring The Boys Back Home

Το στρατιωτικό τύμπανο φέρνει ένα επικών διαστάσεων χορωδιακό μοτίβο το οποίο επαναλαμβάνει το σύνθημα του αγγλικού λαού κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο “Bring the Boys Back Home”. Είναι ακόμα ένα κομμάτι που δείχνει πώς θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί εκείνο το πρώτο τούβλο που ξεκίνησε να χτίζει το τείχος.

Το κομμάτι από μόνο του, τουλάχιστον στο πρώτο μισό, είναι μια ευθεία και καθαρή αντιπολεμική κραυγή. Θα μπορούσε να είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις πορείες για ειρήνη σε ολόκληρο τον πλανήτη: “μην αφήνετε τα παιδιά να μεγαλώσουν μόνα τους!”.

Στο τέλος έρχονται το ένα μετά από το άλλο τα τούβλα του τείχους, ο δάσκαλος, το τηλέφωνο που δε σήκωνε η γυναίκα του, η νεαρή θαυμάστρια και το κουδούνι του ατζέντη που χτυπάει γιατί είναι ώρα να φύγουνε. Όλοι είναι απ’έξω, ωστόσο ο ήρωας αναρωτιέται αν υπάρχει πράγματι κάποιος έξω από το τείχος.

19. Comfortably Numb

Πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα, πιο πλήρη και εμπνευσμένα κομμάτια που έχουν γραφτεί στην ιστορία της μουσικής. Όχι μόνο της ροκ μουσικής, αλλά της μουσικής γενικά. Πέρα από τη σημασία του στην ιστορία, καθώς αντιστοιχεί σε μια πολύ καίρια τροπή, αυτή της εξόδου από τη μοναχική κατάθλιψη, είναι ένας ύμνος κατά των ναρκωτικών, μιλώντας στην πραγματικότητα για την κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος υπό την επήρεια ναρκωτικών.

Η ιστορία που περιγράφεται είναι ουσιαστικά ένας διάλογος του νοσοκόμου με τον ήρωα. Τα κουπλέ ανήκουν στον πρώτο και τα ρεφρέν στον δεύτερο. Ο νοσοκόμος προσπαθεί με κάποιο τρόπο να συνεφέρει τον πρωταγωνιστή από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται για να πάει στη συναυλία του και για να τα καταφέρει χρησιμοποιεί κάποια κατασταλτική ουσία. Η απάντηση του πρωταγωνιστή κάθε φορά είναι ότι δε νιώθει κάποιο σωματικό πόνο που θέλει να γιατρέψει, ενώ στη συνέχεια η επήρεια της ουσίας των κάνει να βρίσκεται σε μια κατάσταση έκστασης, με ακαθόριστες σκέψεις για τη ζωή του, από την παιδική του ηλικία, αλλά και για τα συμπτώματα εκείνης της στιγμής, που νιώθει να μην είναι πια ο εαυτός του. Ωστόσο, είναι έτοιμος να βγει στη σκηνή και να δώσει την παράσταση του.

Τα δύο κιθαριστικά σόλο είναι ίσως το σήμα κατατεθέν της καριέρας του David Gilmour και αυτά που ξεχωρίζουν τον ήχο των Pink Floyd από εκείνο πολλών άλλων progressive rock συγκροτημάτων. Η σύνθεση του ρεφρέν, στις “απαντήσεις” του Waters, με το μοτίβο από το synthesizer/όργανο είναι ένα δείγμα μουσικής ευφυίας.

20. The Show Must Go On

Ο ήρωας νιώθει ότι η “επέμβαση” που προηγήθηκε του πήρε ό,τι είχε απομείνει από τη σμπαραλιασμένη ψυχή του. Ψάχνει τους γονείς του για να τον σώσουνε, αλλά φυσικά αυτοί δεν είναι εκεί, ούτε και κανείς άλλος, αφού οποιοσδήποτε βρέθηκε μπροστά του ύψωνε το τείχος του, με αποτέλεσμα η ψευδαίσθηση της επιστροφής στην πραγματικότητα να του μοιάζει, όπως και είναι παράλογη.

Παρόλα αυτά, ετοιμάζεται να δώσει ακόμα μια παράσταση, χωρίς να ξέρει ούτε σε τι φυσική, ούτε σε τι ψυχική κατάσταση θα βρίσκεται, αν θα θυμάται τα τραγούδια. Όλα του μοιάζουν ένα λάθος, αλλά αυτό το λάθος είναι απαραίτητο και η παράσταση, από τον ίδιο που έχει χάσει την ψυχή του, πρέπει να δοθεί. Μια παράσταση χωρίς συναίσθημα, μια παράσταση χωρίς τέχνη.

21. In The Flesh

Το κομμάτι ξεκινάει με το βασικό μοτίβο των 3/4 που αντιπροσωπεύει την παράσταση, αυτό που ακούγεται και στην εισαγωγή. Ο πρωταγωνιστής τρελαμένος και σε κατάσταση έκστασης μετατρέπεται σε ένα τέρας. Έχει ουσιαστικά αφήσει τον πραγματικό του εαυτό πίσω στο ξενοδοχείο και δίνει μια ερμηνεία αντίστοιχη με αυτή του τερατώδους υποκειμένου που υπό την επήρεια ουσιών έχει συρθεί στη σκηνή.

Κατά τη διάρκεια της παράστασης επιτίθεται στο πλήθος, ψάχνει τους ομοφυλόφιλους, τους Εβραίους, τους μαύρους, όλους όσους κυνηγούσαν οι Ναζί. Ζητάει να τους πιάσουν και να τους βάλουν πάνω στο τείχος, για να τους εκτελέσει.

Τα παρανοϊκά παραγγέλματα ακολουθεί η ίδια μουσική της εισαγωγής με το ίδιο ακριβώς θορυβώδες φινάλε, που μαρτυρά την εκτέλεση του εγκληματικού σχεδίου.

22. Run Like Hell

Το μοτίβο του “another brick in the wall” επανέρχεται στο βάθος, όμως αυτή τη φορά η μελωδία είναι διαφωρετική. Ωστόσο, το περιεχόμενο είναι ακριβώς το ίδιο με το προηγούμενο κομμάτι. Αυτή τη φορά στο στόχαστρο βρίσκονται οι διαφορετικές εθνότητες που έζησαν για δεκαετίες υπό το κυνήγι των κυρίαρχων λευκών τάξεων σε πολλές χώρες του λεγόμενου αναπτυγμένου κόσμου. Παρανοϊκά γέλια και η επευφημία του πλήθους δείχνουν τον τρόπο που το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ήταν κάθε στιγμή έτοιμο είτε να στηρίξει αυτά τα εγκληματικά κατά της ανθρωπότητας σχέδια, είτε να σιωπήσει μπροστά στην κτηνωδία.

23. Waiting for the Worms

Πάνω σε ένα σταθερό χτύπημα της “μπότας” των ντραμς που θυμίζει τον ήχο της στρατιωτικής μπότας, ο πρωταγωνιστής που έχει μετατραπεί σε έναν παρανοϊκό δικτάτορα πίσω από το τείχος του, ετοιμάζει την επίθεση στον κόσμο που τον έφερε σ’αυτή την κατάσταση.

Μέσα στην παράνοια του περιμένει πλέον τους οπαδούς του, τα “σκουλήκια” να εκτελέσουν όλα τα σχέδια που είναι στην πραγματικότητα όλη η ιστορία του φασισμού: από τα μαύρα πουκάμισα, μέχρι τους θαλάμους αερίων. Αντί να είναι βέβαια η Γερμανία στο επίκεντρο αυτής της ιδεολογίας, στην ιστορία μπαίνει η Βρετανία, δείχνοντας ότι ο φασισμό δε γνωρίζει πατρίδες.

Στο κλείσιμο που αναφέρονται οι εγκληματικές πράξεις, η μελωδία του “another brick in the wall” υπάρχει στο αυστηρό μπάσο στο φόντο και το πλήθος φωνάζει επευφημώντας τα όσα γίνονται.

24. Stop

Είναι η στιγμή που ο ήρωας αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και αποφασίζει να δικάσει τον εαυτό του, επιστρέφοντας στο σπίτι και βγάζοντας τη στολή του μίσους. Ένα μοτίβο πιάνου που προαναγγέλει συνέχεια στο δράμα είναι η μόνη μουσική μου τον συνοδεύει.

25. The Trial

Είναι η στιγμή της κάθαρσης, το κορύφωμα του δράματος όπως το γνώρισε ο ανθρώπινος πολιτισμός στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο πρωταγωνιστής φέρνει τον εαυτό του μπροστά στη δίκη, όπου εμφανίζονται κρατούντες όλοι όσοι τον οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση, ενώ παρουσιάζεται σαν τρέλα ό,τι φυσιολογικό θα μπορούσε να έχει ζήσει.

Η μουσική θυμίζει όσο κανένα άλλο κομμάτι μιούζικαλ, με σκοπό να ακουστούν καθαρά οι θεατρικές φωνές των διαφόρων μερών που παίρνουν μέρος στη δίκη. Εκεί ο κατηγορούμενος ξεσπάει και αποκαλύπτει το φόβο του για τη διέξοδο από το τείχος. Ο αυστηρός δικαστής αποφασίζει ότι θα επιβάλει την εσχάτη των ποινών, που είναι αυτή που ουσιαστικά δε μπορεί να αντέξει κανένας που μαθαίνει να “βολεύεται” μέσα σ’αυτό τον κόσμο: το γκρέμισμα του τείχους του!

Το πλήθος πλέον φωνάζει να γκρεμίσουν το τείχος και στο τέλος του κομματιού ακούγεται η επικών διαστάσεων συντριβή του!

26. Outside the Wall

Η τρυφερή μελωδία της εισαγωγής ξανακούγεται, φέρνοντας για πρώτη φορά μετά από ένα ολόκληρο δίσκο γαλήνη. Ο ήρωας βλέπει όλο τον κόσμο έξω από το τείχος, όλους αυτούς που πέρασαν από τη ζωή του, αυτούς που τον ανάγκασαν να χτίσει το τείχος.

Εκεί ανακαλύπτει πώς είναι να έχεις πραγματικά συναισθήματα και πώς δεν είναι εύκολο αυτά να πληγώνονται. Στο τέλος ακούγεται μισή φράση: “Isn’t this where…”

…η υπόλοιπη ακούγεται στην αρχή του δίσκου!

Το link του album στο Spotify: https://open.spotify.com/album/6WaIQHxEHtZL0RZ62AuY0g?si=4FDNjhFpRYSOyGknU-m33w

Comments are closed.