Η πορεία μας μέσα στη ζωή είναι η πορεία μέσα σε μια συλλογική Ιστορία. Η ζωή μας ολόκληρη είναι μια στιγμή μέσα σ’αυτήν. Υπήρχε η Ιστορία πριν από εμάς και θα υπάρχει και μετά από εμάς. Προσπαθώντας να καταλάβουμε πώς βρεθήκαμε εκεί που βρισκόμαστε, να τοποθετήσουμε τη ζωή μας, αυτή τη στιγμή, μέσα σε ένα νήμα που δεν έχει ορατή και χειροπιαστή αρχή και τέλος, ψάχνουμε εκείνα τα στοιχεία που διευρύνουν το κομμάτι του νήματος που μπορούμε να αντικρίσουμε. Αυτό είναι μια διαλεκτική αντιμετώπιση της Ιστορίας. Η διαλεκτική αντίληψη της Ιστορίας όμως δε συναντάται συχνά σε κράτη που προσπαθούν να γράψουν την ιστορία τους, να δημιουργήσουν την αρχή του νήματος για να ορίσουν το τέλος του, να “ανακαλύψουν” την πορεία του δημιουργώντας μύθους για έθνη πάνω στα οποία στηρίζονται οι κρατικές οντότητες. Ιδίως δε, όταν αυτά τα κράτη βρίσκονται σε μια περιοχή που το νήμα είναι κατεξοχήν πολύχρωμο, υπάρχει η αναγκαιότητα να το θρυμματίσουν σε πολλά μικρά κομμάτια, να το κρύψουν, να το πετάξουν, να το καταστρέψουν, προκειμένου να το παρουσιάσουν με τον τρόπο που βολεύει την εκάστοτε “εθνική αφήγηση”.
Ο γεωγραφικός χώρος των Βαλκανίων είναι αρκετά ιδιαίτερος καθώς εντός του αναμίχθηκαν διάφορα φύλα, κουλτούρες, συγκροτημένα έθνη, κράτη και αυτοκρατορίες, σε ένα καζάνι που έβραζε πάντα και έβγαζε στο τέλος μια καινούρια σούπα, με το τελευταίο μοίρασμα να συμβαίνει μέσα από ανακατατάξεις στο τέλος του 20ου αιώνα. Για την ακρίβεια, όλα τα κράτη που βρίσκονται πάνω στα Βαλκάνια εμφανίστηκαν με τη σημερινή μορφή τους μέσα στον 20ο αιώνα, προήλθαν μέσα από το διαμελισμό μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας και έψαχναν να ορίσουν την ταυτότητα τους, μέσα από εθνοκαθάρσεις, θρησκευτικές καθάρσεις και πάνω απ’όλα ιστορικές καθάρσεις για να βρεθεί ένα νόημα στον παραλογισμό της βίας που απαιτούνταν για τη χάραξη των συνόρων. Η μετάλλαξη του κόσμου ολόκληρου, των ανθρώπινων κοινωνιών, προς το χειρότερο, στο τέλος του 20ου αιώνα, οδήγησε σε μια ακόμα άγρια μάχη για να φτιάξει ο καθένας το δικό του νήμα, που θα λέει την ιστορία όπως ταιριάζει για να εξηγήσει τη φρίκη της νέας τάξης πραγμάτων.
Μέσα σ’αυτή την κατάσταση, πόσο σημαντικό μπορεί να είναι το πρώτο βαλκανικό φιλμ, που γυρίστηκε περί το 1905; Στην αναζήτησή της ιστορικής αλήθειας, μέσα σε ένα περιβάλλον που όλοι έχουν βαλθεί να τη βιάσουν, το “βλέμμα του Οδυσσέα” είναι η αφήγηση της αναζήτησης ενός φιλμ που τη συμβολίζει, για την ακρίβεια 3 μπομπίνων. Αυτές οι τρεις μπομπίνες ανήκουν στο υλικό των πρωτοπόρων της κινηματογράφησης στα Βαλκάνια, των αδελφών Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκη, που δημιούργησαν κυρίως στο Μοναστήρι, τη σημερινή Βίτολα της Βόρειας Μακεδονίας. Η ανακάλυψη του υλικού και η εμφάνιση του φιλμ αποτελεί ουσιαστικά τη δυνατότητα να κοιτάξει κανείς πίσω στο βαλκανικό παρελθόν, σε μια εποχή που δεν υπήρχε κανένα από τα σύνορα του τέλους ενός αιώνα που είχε Βαλκανικούς πολέμους, Παγκόσμιους Πολέμους, καθώς και ένα πόλεμο του διαμελισμού μιας χώρας που δεν υπάρχει πια.
Η ταινία ωστόσο δεν ξεκινάει με την αναζήτησή του πρώτου εκείνου φιλμ. Αντ’αυτού, ξεκινάει με την επίθεση του οικείου έθνους στην σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, που καταγράφει την πραγματικότητα του σήμερα. Ύστερα από την κινηματογράφηση του “Μετέωρου βήματος του πελαργού”, η ταινία είχε χαρακτηριστεί ως αντίχριστη από τον μητροπολίτη της Φλώρινας, ο οποίος κάλεσε το ποίμνιο της πόλης του σε τελετή αφορισμού του Αγγελόπουλου και του Mastroianni. Η απάντηση του Αγγελόπουλου ήρθε μέσα από την έναρξη της επόμενης ταινίας του, καθώς ο πρωταγωνιστής του βρίσκεται στη Φλώρινα, μετά από την άφιξή του από τις ΗΠΑ όπου και είναι ο μόνιμος τόπος διαμονής του. Εκεί οι άνθρωποι που τον υποδέχονται του εξηγούν ότι η παρουσία του μπορεί να φέρει κινδύνους, αφού οι θρησκευτικές οργανώσεις αντιτάχθηκαν στην προβολή της ταινίας του, με αποτέλεσμα αυτή να προβληθεί σε δημόσιο χώρο. Την ώρα που συμβαίνουν αυτά ακούγονται διάλογοι από “Το μετέωρο βήμα του πελαργού”, στα αγγλικά. Η κινηματογράφηση της σύγκρουσης είναι η προσωπική κατάθεση του Αγγελόπουλου στα πρόσφατα συμβάντα και μέσω του ήρωα απαντάει ότι “αυτό είναι ένα προσωπικό ταξίδι”.
Στη συνέχεια, μέσα από την “αυλαία” που την αποτελεί ένα κομμάτι κινηματογράφησης των αδελφών Μανάκη, οι “Υφάντρες”, το παλιότερο κινηματογραφικό υλικό των Βαλκανίων, ξεκινάει η κυρίως ιστορία που ακολουθεί τα βήματα εκείνων των πρωτοπόρων αναζητώντας το πολύτιμο αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Από την Θεσσαλονίκη και την τελευταία πνοή του Γιάννη Μανάκη, ο πρωταγωνιστής, υποδυόμενος από τον Harvey Keitel, βρίσκεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέσα σ’ένα ταξί για να ξεκινήσει την αναζήτησή του.
Στα σύνορα το μοτίβο των διαχωριστικών γραμμών συνεχίζεται από την προηγούμενη ταινία. Οι άνθρωποι που έχουν χωριστεί από φανταστικές γραμμές με τους δικούς τους δε βρίσκονται μόνο στην άλλη όχθη του ποταμού, αλλά έχουν ζήσει ζωές ολόκληρες με την απουσία. Μία ηλικιωμένη κυρία προσπαθεί να φτάσει στην Κορυτσά, ώστε να συναντήσει την αδελφή της, την οποία δεν έχει δει από τον Εμφύλιο, για 47 χρόνια.
Η είσοδος ωστόσο στην Αλβανία παρουσιάζει για πρώτη φορά μία κίνηση που αποτελείται από ανθρώπους που δεν κινούνται. Όλη η περιοχή κοντά στα σύνορα είναι γεμάτη από ανθρώπους που έχουν συγκεκριμένο σκοπό στην πορεία τους, να περάσουν στην άλλη μεριά. Είναι πολλοί και περιμένουν, δεν περπατούν, αλλά ο καθένας καταλαβαίνει για ποιο λόγο βρίσκονται εκεί, για ποιο λόγο δεν είναι στα σπίτια τους, στις πόλεις και τα χωριά τους. Είναι ένας κινηματογραφικός τρόπος για να εμφανιστεί ένα ολόκληρο κομμάτι πληθυσμού που είναι σταθερά περιπλανώμενο πάνω σε μία γραμμή, κυριολεκτικά μετέωρο, επιθυμώντας να κάνει εκείνο το φυσικό βήμα, που νομίζει ότι είναι προς τη ζωή, αλλά μπορεί στην πραγματικότητα να είναι και προς το θάνατο.
Ο ταξιτζής, που τον υποδύεται ο Θανάσης Βέγγος, στην απόκοσμη ερημιά των χιονισμένων αλβανικών βουνών, βγάζει το παράπονο για την άλλη μεριά, για τον κόσμο που όλοι θέλουν να φτάσουν, την Ελλάδα. Η χώρα του έχει φτιάξει το δικό της νήμα, τη δική της εξιστόρηση, ίσως λίγο νωρίτερα από τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη. Δυστυχώς αυτή η εξιστόρηση φαίνεται να είναι και η κατάρα της, όπως γλαφυρά περιγράφει. “Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει, πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας κάμποσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε μπασμένες πέτρες και αγάλματα και πεθαίνουμε. Αλλά ξέρεις κάτι; αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, ας γίνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει θόρυβο.”
Το χιόνι είναι ένα φυσικό σύνορο που σταματάει την πορεία μόνο προσωρινά. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται γρήγορα στο Μοναστήρι, έξω από το κτίριο που βρισκόταν το φωτογραφείο των αδελφών Μανάκη, προκειμένου να σκεφτεί τα απομνημονεύματα που αναφέρονταν σε εκείνο το δρόμο και στα σύνορα και τα έθνη που άλλαζαν. “Αυτός ο δρόμος είδε όλους τους στρατούς της Ευρώπης και κάθε φορά άλλαζε όνομα”.
Η επίσκεψη του στο κινηματογραφικό αρχείο της πόλης αντιμετωπίζει την πρώτη σιωπή όταν αναφέρει το σκοπό της επίσκεψης του. Κανένας δε θέλει να ανασύρει μια ιστορία που δεν ταιριάζει με την εθνική αφήγηση και γι’αυτό υπάρχουν σαφείς οδηγίες σε κράτη που έχουν ηλικία νηπιακή (στην κυριολεξία) αλλά προσπαθούν να πείσουν ότι η ιστορία τους διαπερνά τους αιώνες. Ο πρωταγωνιστής απαντάει σ’αυτό με την αρχή της έρευνας της ιστορικής αλήθειας: “δε θέλω να αποδείξω τίποτα”, όμως στην πραγματικότητα υπάρχει κάποιο καλύτερο τεκμήριο για την ιστορική αλήθεια από μία καταγραφή της ιστορίας σε πραγματικό χρόνο;
Η κοπέλα που συναντάει στα αρχεία βρίσκεται μαζί του στο τρένο ως τα Σκόπια, όπου ο πρωταγωνιστής επιμένει να εξηγεί ότι ουσιαστικά το αρχείο των αδελφών Μανάκη είναι η αποτύπωση της δημιουργίας των βαλκανικών κρατών και η αρχή του, αν αυτή υπάρχει ακόμα, είναι τεράστιας ιστορικής αλλά και τεχνικής σημασίας. Μέσα από μία εκπληκτική σκηνή, εξηγεί την προσωπική του εμμονή με αυτό το υλικό, σε σημείο που φτάνει να ταυτίζεται με το δημιουργό του. Σε μια αφήγηση της εμπειρίας του που συνοδεύεται από μια εκπληκτική κινηματογράφηση, με τον πρωταγωνιστή πάνω στην ανοιχτή πόρτα του βαγονιού ενός τρένου που ξεκινάει και επιταχύνει, με την κάμερα να ακολουθεί σε ίδια ταχύτητα και την παρτενέρ του στη σκηνή να τρέχει όλο και πιο γρήγορα για να μείνει στο κάδρο, η κορύφωση της αφήγησης οδηγεί στο κέρδισμα της εύνοιας της αλλά και των συναισθημάτων της, με αποτέλεσμα να τον ακολουθήσει στην υπόλοιπη περιπέτεια του.
Αυτή η σκηνή συμβαίνει στο σταθμό των Σκοπίων και φτάνοντας στη Βουλγαρία και τη Φιλιππούπολη, ο πρωταγωνιστής ξαναζεί τη σύλληψη του Γιάννη Μανάκη από τον φασιστικό βουλγαρικό στρατό κατά το Β’ παγκόσμιο. Οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα για να ακούσει ότι η ποινή του μετατρέπεται σε εξορία. Ωστόσο, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το φασιστικό καθεστώς καταδίκασε τον Γιάννη Μανάκη καθώς συνέδεσε τη δουλειά του με τη δραστηριότητα οργανώσεων με ανατρεπτικές αντικαθεστωτικές βλέψεις και με συγκεκριμένη αναφορά στην οργάνωση Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης.
Η εκτέλεση τελικά …δεν εκτελείται και η επιστροφή στο σήμερα οδηγεί στο πέρασμα των συνόρων, σε ένα χώρο που τα ονόματα έχουν αλλάξει για να μπορεί να σταθεί η ιστορική αφήγηση του κάθε καθεστώτος. Ο πρωταγωνιστής λέει ότι πάει στη Φιλιππούπολη, αλλά ο συνοριοφύλακας του λέει Plovdiv, στη συνέχεια μιλάει για τον Έβρο που εκβάλει στο Αιγαίο, αλλά η παρτενέρ του δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί ο ποταμός έχει άλλο όνομα στις σλάβικες γλώσσες (Μαρίτσα). Η συνέχεια της διαδρομής τους στο σκοτάδι αναφέρει σειρά ονομάτων, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μαζί με τα σύνορα.
Με τη σιδηροδρομική διαδρομή που ακολουθούν βρίσκονται στο Βουκουρέστι, εκεί δηλαδή που ήταν και ο προορισμός του τρένου που βρίσκονταν προηγουμένως, όπου για πρώτη φορά συμβαίνει ένα μοτίβο που θα το δούμε αρκετά αργότερα. Ο πρωταγωνιστής είναι ντυμένος τα σύγχρονα ρούχα του, βρίσκεται στην ηλικία που τον γνωρίζουμε, αλλά έρχεται σε επαφή με άλλες εποχές, καθώς και οικεία του πρόσωπα μέσα σ’αυτές. Έτσι μέσα στο τρένο συναντάει τη μητέρα του και πηγαίνουν μαζί από το Βουκουρέστι στο σπίτι τους στην Κωνστάντζα, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1945. Στην Κωνστάντζα έχει εισέλθει ο Κόκκινος Στρατός και ο κόσμος γιορτάζει την απελευθέρωση, όλοι είναι χαρούμενοι και μέσα στο επιπλέον γιορτινό κλίμα επιστρέφει από το Νταχάου ο πατέρας του προκειμένου να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά.
Το γλέντι που συνδιάζεται με έναν ομαδικό χορό ζευγαριών είναι η ιστορία του ξεθωριάσματος του ονείρου στη Ρουμανία, η γραφική απεικόνιση της ασέλγειας κοινών δικτατορίσκων πάνω στην ιδεολογία που αποτέλεσε το συλλογικό όνειρο της ανθρωπότητας του 20ου αιώνα. Η “χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά” του 1945 γίνεται πικρή καθώς οι άνθρωποι του καθεστώτος “μαζεύουν” τον πατέρα του πρωταγωνιστή την πρωτοχρονιά του 1948. Δύο χρόνια αργότερα, κάθε εθνοτικό στοιχείο πέρα από τους Ρουμάνους ζει σε καθεστώς διωγμού στην Κωνστάντζα, Έλληνες και Αρμένιοι αναφέρονται χαρακτηριστικά, με τη “Λαϊκή Επιτροπή Κατασχέσεων” να κάνει ριφιφί στο σπίτι μιας οικογένειας που εγκαταλείπει την εστία της για να περάσει τα σύνορα πίσω σε μια πατρίδα που αποτελεί σπίτι του έθνους της αλλά όχι δικός της σπίτι.
Η επόμενη μέρα βρίσκεται ξανά στο σήμερα, στην αποκαθήλωση των μνημείων, στον τεμαχισμό ενός τεράστιου αγάλματος του Λένιν που μεταφέρεται από την πόλη της Μαύρης Θάλασσας με ένα ποταμόπλοιο μέσω του Δούναβη, που τελικό προορισμό έχει τη Γερμανία. Η διαδρομή αυτή του Λένιν, που κυριαρχεί πάνω στο πλοίο, είναι παρόμοια με την επέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη και το πέρασμα μιας σειράς χωρών στο στρατόπεδο που έχτιζε ένα νέο κόσμο για περίπου μισό αιώνα.
Ο πρωταγωνιστής αποχαιρετά την παρτενέρ στις τελευταίες βαλκανικές πόλεις που βρέθηκε, κλαίγοντας και λέγοντας ότι “δε μπορεί να την αγαπήσει” και ανεβαίνει πάνω στο πλοιάριο διαβάζοντας για την ιστορία των αδελφών Μανάκη, ακουμπισμένος δίπλα από την προτομή του Λένιν. Το ταξίδι τους περιέχει ένα άκρως συμβολικό περιεχόμενο, καθώς στην όχθη του ποταμού, ο κόσμος που βλέπει το τεράστιο άγαλμα του Λένιν κάνει το σταυρό του και γονατίζει μπροστά του. Αυτό αποτελεί μια πολύ δυνατή σκηνή, με διάρκεια και έκταση γεωγραφική, που δείχνει πολύ έντονα ποια ήταν η αντιμετώπιση της ιδεολογίας από τον κόσμο που έπρεπε να την καταλάβει και στο τέλος να τη στηρίξει για να σώσει τη δική του ζωή.
Στο τριεθνές σύνορο, μεταξύ Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας, γίνεται έλεγχος στο πλοίο και ερωτάται ο καπετάνιος αν υπάρχει κάποιος επιβάτης. Η απάντηση “κανένας” ταυτίζει ξεκάθαρα τον πρωταγωνιστή με τον ομηρικό ήρωα και το ταξίδι του προοικονομείται ως μια Οδύσσεια. Την ίδια στιγμή η φράση του στην παρτενέρ που άφησε μοιάζει να έχει περισσότερο νόημα, καθώς σίγουρα δεν ήταν η Πηνελόπη, που φαίνεται στην αρχή της ταινίας, στη Φλώρινα, όταν ο πρωταγωνιστής σκέφτεται να της λέει “ήξερα ότι θα σε ξαναβρώ εδώ”.
Φτάνοντας στο Βελιγράδι ο πρωταγωνιστής βρίσκει ένα φίλο του, που δουλεύει εκεί ως ανταποκριτής κατά τη διάρκεια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Ο φίλος του, Νίκος (Γιώργος Μιχαλακόπουλος), φροντίζει να τον φέρει σε επαφή με τον διευθυντή των Κινηματογραφικών Αρχείων της Γιουγκοσλαβίας που βρίσκεται πλέον σε ένα γηροκομείο. Το υλικό που είχαν δώσει οι αδελφοί Μανάκη στο Γιουγκοσλαβικό κράτος, μέσα από τα δικά του χέρια είχε φτάσει σε κάποιον που ήθελε να το επεξεργαστεί και βρισκόταν πλέον στο Σαράγεβο, στην καρδιά του πολέμου. Έτσι, η αναζήτησή της ιστορίας έπρεπε να συνεχιστεί φτάνοντας στην καρδιά της βίας, αυτή που τη γεννάει και τη διαμορφώνει.
Στο Βελιγράδι βρίσκεται σε ένα άλλο καφενείο, όπου ο καυγάς είναι πλέον θεωρητικός. Δύο τύποι τσακώνονται για το ποιος έφτασε πρώτος στη Βαλκανική, οι Αλβανοί ή οι Σέρβοι, για να καταλήξουν ότι το λάθος οφείλεται στον Χέγκελ που επηρέασε τον Μαρξ. Αυτό το μικρό ανέκδοτο μέσα σε όλη την εξιστόρηση είναι ίσως και μια καλή υπενθύμιση του βαλκανικού θεωρητικού παραλογισμού, που εκφράστηκε και στην πραγματικότητα από “πρεσβευτές του Σοσιαλισμού” αλλά προφανώς εκφράζεται και σε κάθε ιδεολογική ανάλυση που προσπαθεί να αλλάξει χρώματα στην Ιστορία.
Εκεί οι δύο φίλοι ξεκινούν να πίνουν, πίνουν στα χρόνια του Παρισιού, στις διαψεύσεις τους, στο Μάη του ’68 (και γελάνε), σε όλους τους φίλους που αναφέρονται με τα μικρά τους ονόματα και “διάλεξαν να φύγουνε νωρίς”. Συνεχίζουν να πίνουν έξω, τη νύχτα στους δρόμους του Βελιγραδίου, στους εμπνευστές τους, εκεί που ο Αγγελόπουλος αποτίει ένα φόρο τιμής σε όσους ο ίδιος θέλει να τιμήσει, τους θρύλους της τέχνης, αλλά και στους ίδιους, στη θάλασσα. Ο φόρος τιμής, η αναδρομή στους μεγάλους οραματιστές του 20ου αιώνα καταλήγει στην ατάκα που αποτελεί το συναίσθημα της απώλειας του ονείρου: “Κοιμηθήκαμε γλυκά σε ένα κόσμο και ξυπνήσαμε βίαια σε έναν άλλο”.
Το ίδιο βράδυ ο πρωταγωνιστής δε χάνει καθόλου χρόνο και ξεκινάει για το Σαράγεβο του πολέμου. Η αναχώρηση του γίνεται με μια βάρκα από το βουλγαροκρατούμενο Βελιγράδι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την επόμενη μέρα βρίσκεται σε ένα ερημικό μέρος όπου τον έχει οδηγήσει μια χήρα. Η μορφή της είναι ίδια με την προηγούμενη γυναίκα που βρέθηκε στη διαδρομή του, αλλά η προσωπικότητα της διαφορετική. Είναι η τρίτη γυναικεία φιγούρα με την οποία ο πρωταγωνιστής δείχνει να συνδέεται μέσα στην ταινία. Αυτή τον ντύνει με μια άλλη στολή, του άντρα της, προκειμένου να τον αγκαλιάσει και να τον φωνάξει με άλλο όνομα, όπως η κοπέλα έκανε με το δημοσιογράφο στο “Μετέωρο βήμα του πελαργού”. Εδώ όμως δεν την έχει χωρίσει κανένα σύνορο και καμία ράτσα από τον αγαπημένο της, αλλά ο ίδιος ο θάνατος. Προσπαθεί να τον κρατήσει εκεί καταστρέφοντας τη βάρκα του, δίνοντας αρκετά στοιχεία στην ομηρική αφήγηση για να συνδεθεί με την Κίρκη. Όμως ο πρωταγωνιστής είναι αποφασισμένος.
Η πορεία του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο, στον κόσμο των νεκρών έχει αντιστοιχία στην πορεία του πρωταγωνιστή στον τόπο του ολέθρου, στον τόπο που βρίσκονται οι μελλοθάνατοι, στο Σαράγεβο. Εκεί, ακόμα και η αγορά είναι υπόγεια, όλα είναι στον κάτω κόσμο υπό το φόβο των ελεύθερων σκοπευτών.
Εκεί, μέσα στον όλεθρο του πολέμου βρίσκει αυτό που ψάχνει, βρίσκει το φιλμ. Συνδέεται με ακόμα μια κοπέλα και γίνεται φίλος με τον πατέρα της. Η κοπέλα έχει ξανά το ίδιο πρόσωπο (Maia Morgenstern) και η αναφορά είναι πολύ χτυπητή για να καταλάβει κανείς την αντοιστιχία με τη Ναυσικά. Μέσα στο ομιχλώδες τοπίο του Σαρέγεβο ο κόσμος μπορεί να κάνει διάλειμμα από τον πόλεμο, καθώς η μειωμένη ορατότητα παύει τη δράση των ελεύθερων σκοπευτών. Υπάρχει χορός, πρώτα πιο μοντέρνος και μετά στη μουσική του “Πάμε σαν άλλοτε”, που η “Ναυσικά” αποκαλύπτει τον έρωτά της. Όμως οι ήρωες είναι τραγικοί και εξαφανίζονται όλοι σε μια ομιχλώδη εκτέλεση, αυτή που δεν έχει “δει” ακόμα η παγκόσμια ιστορία, σε μια γενοκτονία που συνέβη μέσα στο Σαράγεβο εναντίον του πληθυσμού των Σέρβων. Ο Αγγελόπουλος χτυπάει δυνατά τα καρφιά όχι μόνο στα απόμακρα ιστορικά γεγονότα, αλλά και στα σύχρονά του.
Ο πρωταγωνιστής που έχει επιζήσει απομακρυνόμενος φτάνει πίσω στο σινεμά για να δει το επεξεργασμένο πλέον φιλμ, που ήταν ο προορισμός του. Όμως ήταν πια αλλαγμένος από το ταξίδι, αυτό που θα τον έκανε αγνώριστο σε όποιον τον ήξερε πιο πριν, αποκτώντας τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή της προηγούμενης ταινίας της τριλογίας, αλλά και του ομηρικού Οδυσσέα. Σκεφτόμενος αυτό το ταξίδι, ωστόσο, βγαίνει από την προσωπική του εμπειρία, γιατί αυτή είναι μόνο ένας συμβολισμός, για να μιλήσει για το ταξίδι ολόκληρης της ανθρωπότητας, που είναι “ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ” αφήνοντας στην τελευταία φράση το πιο βαρύ ιδεολογικό περιεχόμενο, σε μια εποχή που οι νικητές ευαγγελίζονταν το τέλος των ιδεολογιών και το τέλος της ίδιας της Ιστορίας.
Comments are closed.