Σήμερα που τελείωσε η ζωή Σου ανάμεσά μας, νιώθω την ανάγκη να γράψω για τη δική μου ζωή. Πόσοι άνθρωποι άραγε έχουν αυτό το προνόμιο; Όταν μιλάνε άλλοι για εκείνους να έχουν τόσα πράγματα να πουν για τον εαυτό τους; Όσοι κι αν είναι, Εσύ είσαι ανάμεσά τους και ζεις και θα ζεις για πάντα, γιατί έζησες δισεκατομμύρια φορές, όσες δηλαδή κάποιος άλλος, ανάμεσα σε δισεκατομμύρια ανθρώπους, ένιωσε κάτι, έζησε κάτι που έχει να θυμάται, χάρη σ’Εσένα. Κι αν νομίζεις ότι αυτή η παραγωγή εμπειριών τελείωσε σήμερα, πλανάσαι. Η εικόνα Σου και οι αλυσιδωτές εκρήξεις που προκαλεί έχουν καταγραφεί, έχουν αρχειοθετηθεί στην ιστορία, για να δημιουργούν νέες εμπειρίες, για όλους εκείνους που ακόμα δε Σε γνώρισαν.
Μια λέξη …Μουντιάλ, σαν παραμύθι
Η πρώτη φορά που άκουσα το όνομα Σου ήταν μάλλον και η πρώτη που άκουσα το όνομα της χώρας Σου. Αυτής της έκτασης δηλαδή, ορισμένης από αυθαίρετα, ανθρώπινης επινόησης όρια, που Σου έδωσε μια φανέλα και δυο χρώματα για να ζωγραφίζεις τις ελπίδες των ανθρώπων. Δεν ξέρω πότε έμαθα ότι υπάρχει η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ιταλία ή η Αμερική, ούτε και θυμάμαι με ποιον τρόπο τις έμαθα. Αλλά θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη Αργεντινή και θυμάμαι ακόμα για ποιο λόγο την άκουσα. Ήταν τέλος της άνοιξης του 1994, ήμουν 7 χρονών, τελείωνα την Α’ δημοτικού. Σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε το Μουντιάλ, που σε όποια άλλη γλώσσα και να το μεταφράσεις σε καμία δεν ηχεί τόσο υπέροχα. Άκουσα από κάποιους μεγαλύτερους την Αργεντινή και τον Μαραντόνα και περίμενα να δω τι θα γίνει, σ’εκείνο το πρώτο ματς της Βοστώνης, που θα έπαιζε με αντίπαλο τη συντριμιασμένη – πριν μπει στο γήπεδο – Ελλάδα. Όντας 7 χρονών, βέβαια, είχα κάθε λόγο να ελπίζω ότι τα προγνωστικά δεν έχουν νόημα και η πρώτη μου επαφή με την εικόνα Σου ήταν βίαιη, σχεδόν τραυματική. Εκτός από το γεγονός ότι γκρέμιζες τα όνειρά μου να δω την Ελλάδα να στέκεται έστω αξιοπρεπώς εκεί που μάθαινα τις χώρες του κόσμου, έδωσες μια εμβληματική φτυσιά στην κάμερα, που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε με επίθεση από ένα αγρίμι. Θα χρειαζόντουσαν χρόνια για να καταλάβω.
Μεγάλωσα, ως παιδί, στη δεκαετία του 1990. Τότε, μαθαίνοντας το ποδόσφαιρο, ένα από τα πιο συνήθη πράγματα που άκουγε κανείς ήταν να χλευάζουν τον Μαραντόνα. Ήταν τόσο της μόδας που είχε γίνει σχεδόν κοινή αλήθεια ότι ήσουν ένα συνώνυμο της ποδοσφαιρικής καταστροφής. Σήμερα, βέβαια, βλέπω όλους αυτούς που με ευκολία έλεγαν βαρύγδουπες κουβέντες για ήθη και συμπεριφορές, να Σε δοξάζουν. Τώρα, που πλέον δεν τους νικάς, τρυπώντας τα δίχτυα τους και τα κουρελιασμένα από το αριστερό Σου πόδι όνειρα τους.
Χρειάστηκε να περάσουν 4 χρόνια, όσα αντιστοιχούν στην υπομονή που κάνουμε από το ένα Μουντιάλ στο άλλο, για να φτάσει η στιγμή που ο πλανήτης θα ξεκινούσε να Σε αντιμετωπίζει ως ιστορικό κειμήλιο. Ήταν σίγουρα πιο εύκολο να Σε βάλουν σε μια μουσειακή προθήκη και να Σε αντιμετωπίζουν ως μελετητές, παρά ως συνάνθρωποι και αναγκαστικά θαυμαστές σου. Το 1998 έμαθα κι εγώ όμως τι είχε γίνει στην ιστορία πριν το 1994. Έμαθα για τον Τελικό της Ρώμης, για “το Χέρι του Θεού” κι εκείνο το “έβαλε όμως κι ένα άλλο που ήταν…”, για τον Πασαρέλα που έκανε μια εθνική πασαρέλας γιατί νόμιζε πως έτσι θα σβήσει το αποτύπωμα που άφησες πάνω της και σχεδόν τη στοιχειώνει. Έμαθα για το 1978, που δεν έπαιξες και για τη Μπαρτσελόνα, που Σου έσπασαν τα πόδια, για τη Νάπολι, που την πήρες από τα έγκατα για να την κάνεις σύλλογο θρύλο του σπορ.
Η Εικόνα Σου
Ξαφνικά η ιστορία έμοιαζε να είναι πολύ διαφορετική από τότε που έπαιζες. Τα μικρά βίντεο με τα όσα έκανες αποκτούσαν άλλο νόημα. Πλέον δεν ήσουν μόνο μια φωτογραφία και μια φτυσιά στην κάμερα, δεν ήσουν ο σταρ που όλοι λατρεύουν να μισούνε, αλλά ένας από εμάς τους θνητούς, που έγινες λίγο πιο αθάνατος. Ήσουν ήδη αγαπημένος και έπρεπε να τ’ακούω όταν Σε υπερασπιζόμουν. Όπως τα άκουσα όταν έγραψα έκθεση για το ίνδαλμα μου και προφανώς έγραψα για Εσένα, όπως τα άκουγα από εκείνους που έλεγαν ότι “ο μεγάλος παίχτης δε φαίνεται μόνο μέσα, αλλά και έξω απ’το γήπεδο”, αφήνοντας υπονοούμενα τόσο τραγελαφικά, καθώς αυτό που Σε κάνει τόσο ξεχωριστό για τις ζωές όλων μας ήταν πέρα από τα όσα έκανες μέσα στο γήπεδο όλα εκείνα που έκανες και έξω από αυτό.
Χρειάστηκαν ακόμα 4 χρόνια για να έρθω σε επαφή με αυτό που πραγματικά ήθελα, να δω εκείνες τις παλιές εικόνες, που δεν ήταν και τόσο παλιές, αλλά ήταν από μια εποχή που εγώ δεν είχα γεννηθεί και αυτό έφτανε για να αποκτούν άλλη διάσταση. Πριν το Μουντιάλ του 2002, έχοντας μάλιστα αποτάξει το άγχος του να υποστηρίζω την εθνική ομάδα της χώρας που μου δίνει διαβατήριο, καθώς κατάλαβα ότι δεν πρόκειται να τη βλέπω εκεί και πολύ συχνά, ήξερα πολύ καλά ποια χρώματα θα υποστηρίζω. Ήθελα να Σε βλέπω να παίζεις ακόμα, ένιωθα πίκρα που είχα φτάσει τόσο καθυστερημένα, αλλά έφτανε που υπήρχε ακόμα ο Caniggia και μερικοί άλλοι για να θυμίζουν την παρουσία Σου.
Η πίκρα και μια αλλόκοτη νοσταλγία
Η Αργεντινή ήταν ερείπιο από την οικονομική κρίση, ο κόσμος έμπαινε μέσα στα σουπερμάρκετ και έκλεβε τρόφιμα. Αλλά σ’εκείνους τους 3 αγώνες στην Ιαπωνία, στο Ιμπαράκι, στο Σαπόρο και στο Μιγιάγκι, τα πανό έγραφαν “Ο Πελέ ήταν Βασιλιάς, ο Μαραντόνα είναι Θεός”. Τα όνειρά μου φυσικά για να δω μια αντιγραφή της εποποιίας σου γκρεμίστηκαν κάπου στο 68ο λεπτό του αγώνα με τη Σουηδία. Η ελληνική τηλεόραση έδειχνε το παιχνίδι της Αγγλίας με τη Νιγηρία, αλλά είχα ήδη κινητό και οι εταιρίες έστελναν μηνύματα. Ακόμα το θυμάμαι εκείνο το μήνυμα “ΣΟΥΗΔΙΑ-ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 1-0 ΣΤΟ 58′ ΓΚΟΛ Ο ΣΒΕΝΣΟΝ”. Το Μουντιάλ εκείνο ήταν φτιαγμένο για να αναζητά κανείς τη δόξα στο παρελθόν. Με όλες τις ομάδες υπερμέτριες, εκτός από την άλλη χώρα που έμαθα πρώτα λόγω του ποδοσφαίρου, τη Βραζιλία, καθώς και μια διαιτησία βγαλμένη από τα πιο υγρά όνειρα παράγοντα λιμανίσιας ομάδας σε προάστιο πρωτεύουσας βαλκανικής χώρας, η όλη διοργάνωση ήταν μόνο για να θέλει κανείς να ξεχάσει πού βρίσκεται και να ψάχνει τις παλιές καλές εποχές.
Οι “παλιές καλές εποχές” πολλές φορές νοσταλγούνται από όσους μεγαλώνουν και γερνάνε, αλλά τότε το κοντράστ ήταν τόσο μεγάλο που ακόμα κι αυτοί που δε μπορούσαν να νοσταλγήσουν, όπως εγώ, γιατί δεν έχουν ζήσει, καταφεύγουν στο παρελθόν. Από τη μια, ο αστέρας εκείνου του Μουντιάλ ήταν ένας τύπος με τατουάζ μανίκι και μαλλί μοϊκάνα που πόζαρε σε περιοδικά ως μοντέλο και έφτιαχνε βίλα στο Λος Άντζελες, για να ζήσει με την ποπ τραγουδίστρια φιλενάδα του που είχε γίνει κυριλέ, από την άλλη Εσύ, με τατουάζ τον Τσε Γκεβάρα και ένα μαλλί αφάνα που σου έδωσε το παρατσούκλι “πελούσα” (μαλλιαρός). Από τη μια ο χορός των δισεκατομμυρίων σε ένα άχαρο γήπεδο στη Γιοκοχάμα και από την άλλη η εικόνα του κολασμένου Αζτέκα που αντηχούσε κραυγές, τις δικές Σου, του Βίκτορ Ούγο Μοράλες, των δεκάδων χιλιάδων που χόρευαν και εκστασιάζονταν 16 χρόνια νωρίτερα σε μια άλλη, πολύ πιο ποδοσφαιρική γωνιά του κόσμου.
Εκείνη τη χρονιά μπόρεσα επιτέλους να δω κι εκείνα τα βίντεο, να τα γράψω σε βιντεοκασέτες, να ψάξω κι άλλα από τα χρόνια που έπαιζες. Σε είδα να τραγουδάς “Vamos Vamos Argentina” στα αποδυτήρια μετά τον Τελικό του ’86, Σε είδα να βάζεις το χέρι Σου στο θησαυροφυλάκιο της Αγγλίας, Σε είδα να περνάς κάθε θνητό, ως άλλος “συμπαντικός χαρταετός” για να κάνεις τον 20ο αιώνα μια περίοδο της Ιστορίας που ανάμεσα στις άλλες υπογραφές έφερε και τη δική Σου. Είδα τα πέναλτι με τη Γιουγκοσλαβία, τα πέναλτι με την Ιταλία, τα σφυρίγματα στον Τελικό της Ρώμης. Είδα τη νοσοκόμα με τη Νιγηρία. Είδα το Μαραντόνα.
Οι τηλεοράσεις ακόμα έδειχναν μόνο τα “παραστρατήματά” Σου. Μερικά κίτρινα άρθρα και μερικά ροζ βίντεο για να γεμίζει ο χρόνος. Αυτό ήταν που μπορούσαν να Σου δώσουν και αυτό Σου έδιναν όσο Εσύ έψαχνες τη δική Σου ζωή, μια ζωή που Στη στέρησαν για να τη ζήσουν όλοι οι υπόλοιποι.
Η Ζωή Σου στη ζωή μου
Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η Αυτοβιογραφία Σου. Για την ακρίβεια αυτά που Εσύ είπες σε κάποιους δημοσιογράφους για τη ζωή Σου. Δεν υπήρχε καλύτερο πράγμα για το καλοκαίρι του 2003, ένα καλοκαίρι χωρίς Μουντιάλ, από το να μάθω τη δική Σου αλήθεια. Πλέον είχα μάθει να ντύνομαι με τα γαλανόλευκα, όχι της σημαίας της χώρας που ζούσα, αλλά της φανέλας που εσύ είχες φορέσει. Πήγαινα στο σχολείο με τη φανέλα που φορούσες το 1982, είχα πάθει ψύχωση με έναν αριθμό, το 10, ενώ είχα μάθει στα λευκώματα και όπου αλλού δινόταν η ευκαιρία να υπογράφω με την υπογραφή Σου. Ξέρω ότι δεν είναι πλαστογραφία, κανένας ποτέ δεν κυνηγήθηκε επειδή υπέγραψε με την υπογραφή του Θεού. Έμαθα για τα τραγούδια που είχαν γράψει για εσένα, για τον Ροντρίγκο και το “Mano De Dios” που Σε έκανε να κλαις, τους Los Piojos, τους Ratones Paranoicos, τους Mano Negra και όποιον άλλον αποφάσισε όταν έπρεπε και όχι κατόπιν εορτής να Σου δώσει το βάθρο που έπρεπε να σταθείς για να φωτίζει η προσωπικότητά Σου τα όνειρά μας.
Έμαθα και για τη ζωή Σου, αλλά έμαθα και για το ποδόσφαιρο. Σήμερα που έχω μεγαλώσει και δε μπορώ να τρέξω όσο μπορούσα παλιότερα, καταφεύγω πάντα στο θαυμασμό σου για εκείνους που μπορούν να παίζουν μέχρι 100 χρονών, όπως έγραφες για τον Βαλντεράμα, που έλεγες ότι για να παίξεις ποδόσφαιρο μπορεί και να μη χρειάζεται να τρέχεις, αν μπορείς να σκέφτεσαι. Εσύ τα έκανες όλα, έτρεχες, σκεφτόσουν, φανταζόσουν, δημιουργούσες, ζωγράφιζες, διεύθυνες ένα υπερθέαμα πάνω σε ένα πράσινο φόντο, όντας πάντα ο μόνιμος πρωταγωνιστής. Έμαθα για τον Πελούσα που μέσα στο σπίτι Του έβρεχε περισσότερο απ’ό,τι απ’έξω, που το φαΐ δεν έφτανε και σήμερα Σου ζητάνε και τα ρέστα γιατί τότε δεν τα έβαλες, παιδί ακόμα, με τον Βιντέλα. Έμαθα για τα παραστρατήματά Σου, για το Σιέλο της Βαρκελώνης και για την Καμόρα, όπως Εσύ τα είπες όλα. Τότε κατάλαβα γιατί ήθελα ακόμα περισσότερο να Σε θαυμάζω: γιατί όπως ήσουν, από το τίποτα και το πουθενά, έκανες έναν πλανήτη ολόκληρο να μιλάει για Εσένα, κι Εσύ να μη θέλεις τίποτ’άλλο από μια μπάλα, ποτά, και κάποιες άλλες “απολαύσεις”, όπως κάθε θνητός από τα μέρη Σου και την καταγωγή Σου θα μπορούσε να θέλει όταν τα έβρισκε μπροστά του. Έδειχνες με τόσο δυνατό τρόπο την αντίθεση ενός κόσμου που είναι φτιαγμένος για να καταστρέφει όποιον δεν ανήκει σε συστήματα, σε αναφορές, σε περιβάλλοντα. Θα ήσουν θνητός αν δε Σε γνωρίζαμε ποτέ, όμως επειδή μέσα σ’αυτό τον κόσμο Σε γνωρίσαμε, γι’αυτό η εικόνα Σου είναι αγιογραφία.
Ήσουν τόσο μεγάλο κομμάτι της καθημερινής μου ζωής που Σε ένιωθα δικό μου άνθρωπο. Δε Σε συνάντησα ποτέ, αλλά Σε είδα αρκετές φορές στα όνειρα μου. Εκεί άλλωστε οι θνητοί συναντάνε τα θεϊκά πρόσωπα, μέσα στα οράματα. Ήμουν ερωτευμένος με τη συμμαθήτριά μου που είχε γεννηθεί την ίδια μέρα με τη μεγάλη κόρη σου, τη Νταλμίτα, έψαχνα τις δραστηριότητες της Iglesia Maradoniana, καθώς μη έχοντας άλλη εκκλησία δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να έρχομαι στη δική σου, ήταν ένα μέρος πάντα φιλόξενο για όνειρα. Δε με ένοιαζε να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά μ’άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο και ήθελα να παίζω ποδόσφαιρο όπως Εσύ. Όχι προφανώς όσο καλά όσο Εσύ, αλλά με την έκρηξη που είχες Εσύ, με το βλέμμα που είχες Εσύ, με τη γροθιά που έσφιγγες Εσύ, με το αριστερό πόδι που κλωτσούσες Εσύ, με την πάσα που έκανες Εσύ στην πλάτη κάθε άμυνας, γερμανικής ή βραζιλιάνικης, με το ψιλοκρεμαστό στην πρώτη επαφή, με πράγματα που δεν έκανε κανένας άλλος και δε μπορούσε να κάνει κανείς και ούτε θα κάνει, γιατί όλοι οι άλλοι μπορούν να γίνουν πρωταθλητές, όμως Εσύ έκανες τον πρωταθλητισμό στα μάτια μας να θέλει να γίνει Μαραντόνα.
Το 2004, χρονιά που τρελαθήκαμε όλοι με το “θαύμα” του πιο βαρετού, συντηρητικού, προβλέψιμου ποδοσφαίρου, καθώς και με τη “γιορτή” του εμπορίου που λέγεται αθλητισμός, μπόρεσα να κλέψω την ευκαιρία για να πάω στην Αθήνα, για εκείνο τον Τελικό των μικρών. Φόρεσα τη γαλανόλευκη φανέλα μου, φορτώθηκα τη σημαία μου και μαζί με όλη την οικογένεια μου είδαμε τον μικρό Αϊμάρ, τον μικρό Σαβιόλα, τον μικρό σκόρερ Τέβες να παίρνουν για πρώτη φορά έναν τίτλο με αυτά τα χρώματα μετά το ποδοσφαιρικό αντίο Σου. Σ’εκείνο τον πρωινό αγώνα στο ΟΑΚΑ, στο ημίχρονο το ισπανόφωνο CÑN ήρθε να με ρωτήσει από πού είμαι και γιατί υποστηρίζω την Αργεντινή. Ήταν τόσο εύκολη η απάντηση. Δίπλα μου κάποιοι άλλοι τύποι από την πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη, που είχαν κάνει το ίδιο ταξίδι με ένα πανό στα χρώματα της χώρας Σου και ένα μ’εκείνα της μεγάλης Σου αγάπης, της Boca. Εγώ κράτησα τα γαλανόλευκα, εκείνα της Racing, που τα φόρεσες κι Εσύ αργότερα ως προπονητής.
Τα όνειρα που μεγαλώνουν μαζί μας
Μετά άρχισα να μεγαλώνω αρκετά και δεν είχα παιδικά όνειρα. Έμαθα όμως από τα παιδικά μου όνειρα να παλεύω για τα δικά μου. Ο τρόπος που μεγάλωσα σ’αυτή τη Μαραντονιακή εφηβεία σίγουρα με σημάδεψε και ακόμα και σήμερα βλέπω ότι αντιδρώ σε καταστάσεις με ένα ταπεραμέντο που μόνο καλό μου έχει κάνει. Εσύ ήσουν πια ανάμεσα στα εικονίσματα. Οι γαλανόλευκες φανέλες είχαν γεμίσει τη ντουλάπα μου, 1982, 2002, 2004, 2006, 2008 και τέλος 2010, τότε που ήσουν (με δύο ρολόγια) προπονητής. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος κανείς στον κόσμο που θα έπαιζε χωρίς αριστερό μπακ κι εγώ θα επέμενα ψυχωτικά ότι αυτό είναι που πρέπει να γίνει, γνωρίζοντας ότι δε βγάζει κανένα ποδοσφαιρικό νόημα, παρά μόνο σε μια απίστευτη μεταφυσική σχέση που Εσύ έχεις με το ίδιο το σπορ ως θεσμό και ως φαινόμενο. Στις 22 Ιουνίου, 24 χρόνια μετά το “Χέρι του Θεού” και το “Γκολ του Αιώνα”, η Αργεντινή Σου έπαιζε με την Ελλάδα. 16 χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη εμπειρία του 1994, δεν είχα δίλημμα ποιον θα υποστηρίξω. Είχα δει την προτελευταία Σου νίκη, ως παίχτη, με τα γαλανόλευκα, απέναντι στην Ελλάδα, στις 21 Ιούνη του 1994. Γιόρτασα όσο τίποτα την προτελευταία Σου νίκη, ως προπονητή, με την ίδια ομάδα, απέναντι και πάλι στην Ελλάδα, στις 22 Ιούνη του 2010. Το γκολ του Παλέρμο έκανε το παιχνίδι να είναι μοιάζει λες και το σχεδίασε ο Θεός για να Σου το κάνει δώρο, για να Σου πει το δικό του ποδοσφαιρικό αντίο.
Το κύκνειο άσμα
Τελευταία έντονη εικόνα ήταν αυτή από το Λέστερ, το 2015. Είχα μεγαλώσει αρκετά πλέον και σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Ζυρίχη έβλεπα τα παραλειπόμενα από την εκπληκτική νίκη μιας άλλης Αργεντινής, αυτής με την οβάλ μπάλα, του ράγκμπι, που ο θρύλος που είχες ζωγραφισμένος στο μπράτσο σου, ο Τσε, θα ήθελε να θαυμάζει. Μετά από το πιο γλυκό παιχνίδι της, με αντίπαλο τα Tonga, σε μια αναμέτρηση που όποιος θέλει να δει την ομορφιά του ράγκμπι πρέπει να παρακολουθήσει, ολόκληρη η εθνική ομάδα της χώρας Σου απέδειξε ότι είσαι κάτι παραπάνω από ένας ποδοσφαιριστής. Στην κουλτούρα του ράγκμπι το kicker’s game θεωρείται υποδεέστερο, γιατί δεν έχει σωματική επαφή, πάλη. Βέβαια όλα αυτά ξεχνιούνται αν δει κανείς τη λασπωμένη φανέλα σου σ’εκείνο το πρώτο παιχνίδι σου με τη Μπόκα και αντίπαλο τη μισητή Ρίβερ. Στο Λέστερ όμως οι παίχτες που είχαν μόλις τελειώσει τη ζωγραφιά της 4ης Οκτωβρίου σε συνάντησαν και εξτασιασμένοι χόρευαν μαζί Σου το τραγούδι του Ροντρίγκο. Ήσουν τόσο μεγάλος που μπορούσες την ίδια στιγμή να κάνεις τον κόσμο να αγαπάει δύο σπορ, μόνο και μόνο επειδή άρεσαν σ’Εσένα.
Σε είδα αρκετές φορές να καταρρέεις, οι τηλεοράσεις έπαιζαν πάντα ό,τι κακό Σου συνέβαινε, αγχώθηκα και αγωνιούσα όταν είχες μπει στο νοσοκομείο πριν μερικά χρόνια και όλοι ξέραμε ότι κάποια φορά δε θα είναι τόσο καλά τα πράγματα. Δεν ξέραμε ποια θα είναι αυτή η μέρα, αλλά ξέραμε ότι δε θα κάνεις τίποτα για να την καθυστερήσεις. Όσοι μάθαμε να Σ’αγαπάμε, ακόμα κι αν σε συναντούσαμε μόνο στα όνειρά μας, δεν ήμασταν ποτέ εγωιστές, αυτή τη ζωή ήθελες να ζήσεις στη Γη κι εμείς ποτέ δε θα Σε σταυρώναμε.
Αντίο, θα είσαι πάντα εδώ
Σήμερα Σου λέμε αντίο, γραμμένο με το όνομά Σου και τον αριθμό της φανέλας Σου, που τόσο αρμονικά ταιριάζουν για να σχηματίσουν ένα σύμβολο που η σύμπτωση της γλώσσας ξεπερνάει τα ανεκτά όρια της τυχαιότητας ενός μοτίβου. Λέμε αντίο στη ζωή που άφησες, αλλά ξέρουμε ότι οι ζωές που θα ζεις θα συνεχίζονται για πάντα, γιατί μας έμαθες να ονειρευόμαστε, σαν παιδιά, γιατί ήσουν το παιδί από χρυσάφι, τόσο χρυσάφι που χωράει να καλύψει δισεκατομμύρια όνειρα.
Αντίο Μεγάλε Ντιέγκο, εύχομαι να Σε ξαναδώ, εκεί που τα λέμε πάντα, στα όνειρά μου. Χάρισε μας λίγα ακόμα, το έχουμε ανάγκη!
Comments are closed.