Press "Enter" to skip to content

Universitas Europeensis

Στις γραμμές που ακολουθούν γράφω για ένα κομμάτι της ιστορίας, ένα κομμάτι της ιστορίας της γνώσης. Μπορεί να μην έχω όλη τη γνώση της ιστορίας, αν και έχω μια ιστορία με τη γνώση και για το λόγο αυτό φέρνω μαζί μου και μερικά κομμάτια ιστορίας και μερικά κομμάτια γνώσης, που πρέπει να μοιραστώ πριν αναπτύξω τις σκέψεις μου που στηρίζονται στη δική μου γνώση για το κομμάτι αυτό της ιστορίας.

Τα κομμάτια αυτά της γνώσης, δε, δεν τα φέρνω για να σας μάθω την ιστορία, ούτε για να σας δείξω το δρόμο προς τη γνώση. Αν θέλω όμως να συνεννοηθούμε στο μικρό διάστημα της ιστορίας που θα ακολουθήσει, πρέπει να αναφέρω κάποια από αυτά, που για ένα ευρύ κοινό δεν αποτελούν κομμάτια γενικής γνώσης.

Άλλωστε και η ιστορία που αφορά αυτό το άρθρο, δεν είναι γενική, αν υπάρχει κιόλας γενική ιστορία. Είναι η ιστορία της γέννησης των πρώτων πανεπιστημίων στην Ευρώπη και είναι και η ιστορία που ζούμε στις μέρες μας και αφορά το πώς ο τρόπος που οργανώνεται η μεταλαμπάδευση της γνώσης καλύπτει την ανάγκη που έκανε ιστορία …εκείνη την αρχική ιστορία της οργάνωσης της γνώσης.

Μια ιστορία της γνώσης

Για να θέσω το πλαίσιο της ανάπτυξης των σκέψεων, πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι στην ιστορία. Την κοντινή οριζόμενη γεωγραφικά, αλλά 10 αιώνες μακρινή, οριζόμενη χρονικά.

Βρισκόμαστε στον 11ο αιώνα μΧ, στην αυγή του 2ου millennium, που μάλλον σε αντίθεση με την αρχή του 3ου δε γιορτάστηκε με τις αντίστοιχες δυσειδαιμονίες, καθώς υπήρχαν πολυάριθμες άλλες για να ασχολείται ο μεσαιωνικός κόσμος της Ευρώπης. Ένας κόσμος που είχε αφήσει πλέον προ πολλού πίσω του το ρωμαϊκό του παρελθόν, κρατώντας το μόνο ως παράδοση και ως πολιτισμική βάση, για να προσθέσει σ’αυτή την κυριαρχία του χριστιανισμού και την είσοδο των γερμανικών φυλών στη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, στους αιώνες που μεσολάβησαν από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Ευρώπη πλέον δεν είχε “βάρβαρους”, ή τουλάχιστον έτσι αποφασίσανε οι Ευρωπαίοι, που θεωρούσαν εαυτούς και Ευρωπαίους αλλήλους αρκετά πολιτισμένους, καθώς ήξεραν να διαβάζουν το Ευαγγέλιο. Ωστόσο, για να διαβάζουν το ευαγγέλιο – και άλλα θρησκευτικά κείμενα – σε μια μεγάλη έκταση της Γηραιάς Ηπείρου είχαν ξεκινήσει να οργανώνουνε τη γνώση. Μια γνώση που είχε ξαναοργανωθεί εκτεταμένα στην αρχαιότητα, αλλά είχε διαλυθεί από εκείνους που πήραν στα χέρια τους το Ευαγγέλιο για να γκρεμίσουν τους βάρβαρους που είχαν οργανώσει τη γνώση.

Αν υπήρχε ένας Μέγας που έκοψε το νήμα της ιστορίας της γνώσης, ονόματι Θεοδόσιος, υπήρχε ένας άλλος Μέγας, που για τους δικούς του λόγους – ίσως και να μην το ήξερε τι θα ακολουθούσε μερικούς αιώνες αργότερα – ήταν αυτός που την επανέφερε στη ζωή, ο Κάρολος, γνωστός ελληνιστί και ως Καρλομάγνος, για γλωσσικούς λόγους που δεν έχω την ιστορική γνώση να εξηγήσω.

Ο Καρλομάγνος βέβαια βρίσκεται στο προσκήνιο της ιστορίας 300 χρόνια πριν από την ιστορία του άρθρου αυτού, καθώς με τη βασιλεία του σημαδεύει τις εξελίξεις στο τέλος του 8ου και αρχές του 9ου αιώνα. Το τι γενικώς έκανε και σε ποιους βασίλεψε ο Καρλομάγνος δεν είναι η ουσία της ιστορίας μας, οπότε δε θα επεκταθώ σ’αυτό, όμως είναι το πρώτο όνομα που αναφέρεται γιατί κατά τη βασιλεία του έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την ανάπτυξη θρησκευτικών σχολείων, που θα οργάνωναν το προσωπικό των θρησκευτικών αξιωματούχων, που στην ουσία ήταν η βάση για να μπορέσει να διοικηθεί μία νέα αυτοκρατορία που είχε μια πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, τόσο μεγάλη που ονομάστηκε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αλήθεια είναι ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτή η αυτοκρατορία επέζησε για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά κι αυτό είναι ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν αφορά την ιστορία μας.

Αυτό που αφορά την ιστορία μας είναι ότι στη Δυτική Ευρώπη εμφανίζονται σχολεία, ή τέλος πάντων θρησκευτικοί θεσμοί διδασκαλίας, που αναγκαστικά μεταλαμπαδεύουν τη γνώση. Αν μερικές δεκαετίες υπό τη βασιλεία ενός μονάρχη είναι αρκετές για να φτιαχτούν αρκετά τέτοια θρησκευτικά σχολεία, οι 3 αιώνες, μέχρι τον 11ο αιώνα είναι υπεραρκετοί για να αποτελούν πλέον πολιτισμικό στοιχείο εκείνης της λεγόμενης Δυτικής Ευρώπης, του Δυτικού Χριστιανικού Κόσμου, που γεωγραφικά μιλώντας, με σημερινούς όρους, περιελάμβανε τη μισή Ιταλία, τη Γερμανία και όλες τις ανάμεσα χώρες, τις Κάτω Χώρες και ένα σημαντικό κομμάτι της Γαλλίας. Ανατολικά της Γερμανίας υπήρχε ένα συνονθύλευμα λαών που δεν είχαν σαφή σύνορα και περισσότερο εκτείνονταν σε αχανείς και σχετικά κρύες εκτάσεις, στα Νοτιοανατολικά υπήρχε η Βουλγαρία και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ στην Ιβηρική Χερσόνησο βρισκόντουσαν οι Άραβες, με τον μεγάλο πολιτισμό των Ανδαλούς.

Στο μικρό αυτό κομμάτι της Δυτικής Ευρώπης, που 10 αιώνες αργότερα αποφάσισε να αποκτήσει επίσης μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και να ονομαστεί Ευρωπαϊκή Ένωση, υπήρχαν σχολεία, που στεγάζονταν συνήθως στις μεγάλες εκκλησίες, τους λεγόμενους καθεδρικούς ναούς.

Στα σχολεία αυτά διδάσκονταν η φιλοσοφία του θεού, δηλαδή η θεολογία, καθώς και ο νόμος του θεού, δηλαδή το κανονικό δίκαιο. Κανονικό όχι με την έννοια της ελληνικής λέξης της κανονικότητας, αλλά με την έννοια που απέκτησε μέσα από τη λατινική της περιπέτεια η λέξη, για να υποδηλώνει την άμεση συσχέτιση της με τα θεία και τα άγια και ιερά.

Οι μαθητές που διδάσκονταν τη θεολογία και το κανονικό δίκαιο, αποκτούσαν θέση κύρους στη μεσαιωνική κοινωνία του 9ου και 10ου αιώνα, καθώς μπορούσαν να γίνουν αξιωματούχοι του ισχυρότερου θεσμού που όριζε τις τύχες του δυτικού ευρωπαϊκού κόσμου, της παπικής εκκλησίας της Ρώμης. Παπική γιατί ακόμα δεν είχε αποσχιστεί δογματικώς, αλλά μάλλον χρειάζεται ο όρος γιατί είχε αποσχίσει λοιπούς ή είχε αποσχιστεί απ’τούς λοιπούς πολιτικώς.

Το πέρασμα του 9ου και 10ου μετά Χριστό αιώνα έφερε την ιστορία και τη γνώση, που διαδιδόταν στα θρησκευτικά σχολεία, στην αυγή της λεγόμενης εποχής του Άνω Μεσαίωνα. Ο Άνω Μεσαίωνας είναι τα χρόνια από το 1000 ως το 1250 και αποτελεί τη χρονολογία που εξελίσσεται το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας μας, αυτής που περιγράφω σ’αυτό το άρθρο. Το άλλο, το λιγότερο ενδιαφέρον, εξελίσσεται στις μέρες μας.

Ο Άνω Μεσαίωνας είναι μια εποχή που θεωρείται από τους ιστορικούς ως μια σημαντική περίοδος προόδου, τουλάχιστον βάζοντας στο επίκεντρο τη Δυτική Ευρώπη, σε σχέση με τους αιώνες που προηγήθηκαν. Περιλαμβάνει μία εποχή, που ονομάζεται “Αναγέννηση του 12ου αιώνα”, που είναι η πιο σημαντική από τις 3 λεγόμενες Μεσαιωνικές Αναγεννήσεις, που προηγήθηκαν της κυρίως ειπείν Αναγέννησης, με την οποία τελείωσε ο Ύστερος Μεσαίωνας. Η σημασία της έγκειται στο ότι αποτέλεσε περίοδο επανάνθησης των επιστημών και της φιλοσοφίας στη Δυτική Ευρώπη, που είχαν πέσει σε λήθαργο από τη διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή η εξέλιξη συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία μας.

Υπάρχουν ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι για την εμφάνιση της Αναγέννησης του 12ου αιώνα ευθύνεται εν μέρει και μια παροδική αλλαγή του κλίματος στις ηπείρους περί τον Βόρειο Ατλαντικό, που αντιστοιχεί σε μια σχετική αύξηση της θερμοκρασίας περί τα έτη 950 με 1250. Καθώς προσωπικά δεν έχω την απαραίτητη γνώση της ιστορίας για να κρίνω την ιστορική πληροφορία, την αναφέρω ως πρόσθετη πληροφορία που αφορά τη γενική προσέγγιση της ιστορικής γνώσης.

Ωστόσο, αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι το δίκτυο των σχολείων που φτιαχνόταν επί 3 αιώνες, αποτελούσε πλέον ένα θεσμό με μεγάλη κοινωνική και οικονομική σημασία. Ήταν τόσο μεγάλη η σημασία του που όρισε μέσα από τη διαδικασία διάδοσης της γνώσης, την ίδια την ιστορία μερικών τόπων.

Μπολόνια

Ένας τέτοιος τόπος ήταν και μία πόλη που άρχισε να αναπτύσσεται στο σταυροδρόμι των βασικών οδικών αρτηριών της Ιταλικής χερσονήσου. Η ετρουσκική Φελσίνα, που είχε ονομαστεί από τους Βόιους Κέλτες με το όνομά τους: Μπονόνια, αποτελούσε ένα σημείο με μεγάλη στρατιωτική σημασία και άρα έναν τόπο εγκατάστασης στρατού. Στα τέλη της πρώτης χιλιετίας οι δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα σ’αυτόν τον τόπο ήταν μικρής σημασίας. Ένας λόγος ήταν ότι μέχρι τότε δεν είχε ξεκινήσει η μεγάλη διαδικασία αστικής οικιστικής ανάπτυξης και ζωής και η παραγωγή ήταν διασπαρμένη στη μεγάλη και εύφορη ύπαιθρο της κοιλάδας του Πάδου. Όμως η αλλαγή τρόπου ζωής τον 11ο αιώνα, άλλαξε και την πολιτισμική πορεία τόπων που βρίσκονταν σε νευραλγικές γεωγραφικές θέσεις, όπως το σταυροδρόμι της Ιταλικής.

Η ανάπτυξη της Μπονόνια, που σήμερα τη γνωρίζουμε ως Μπολόνια, βοήθησε ή βοηθήθηκε – σε κάτι που είναι ανοιχτό ερώτημα και για τους ιστορικούς – από την παράλληλη άνθηση των σχολείων που δίδασκαν τον νόμο του θεού, το κανονικό δίκαιο, κατά τον 11ο αιώνα. Ωστόσο, ένα ακόμα γεγονός ήρθε να αλλάξει την ποιότητα αυτής της προόδου και να τη μετατρέψει σε επαναστατική αλλαγή για την εξέλιξη μετάδοσης της γνώσης, όχι μόνο για τη Μπολόνια, ούτε μόνο για το Μεσαίωνα, αλλά για όλο τον κόσμο, κυριολεκτικά όλο τον πλανήτη, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.

Το έτος 1070 ανακαλύπτεται στη Ραβέννα, που απέχει 75 χιλιόμετρα από τη Μπολόνια, ένα αντίγραφο του Κώδικα του Ιουστινιανού, του λεγόμενου Corpus Juris Civilis, που ίσως βρισκόταν εκεί από την εποχή του Εξαρχάτου της Ραβέννας, μεταφερμένος σύμφωνα με τους ιστορικούς από μια πρώιμη νομική σχολή της Ρώμης. Η σύμπτωση της εποχής ήταν θαυμάσια, καθώς η επιστροφή στα επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα της αρχαιότητας δημιουργούσε τη βάση για την ανάπτυξη ενδιαφέροντος της μελέτης ενός τέτοιου νομικού κειμένου. Έτσι, με τη μεταφορά του κειμένου στη Μπολόνια μεταφέρεται και μια σειρά από νομικούς που θέλουν να μελετήσουν το κείμενο, οι οποίοι διδάσκουν τη γνώση τους και σε μαθητές που συρρέουν από κάθε γωνιά του δυτικού ευρωπαϊκού κόσμου.

Οι μαθητές αυτοί μετατρέπονται σε σπουδαστές μιας ανώτερης κλίμακας εκπαίδευσης, καθώς βρίσκονται σε ένα θεαματικά προνομιακό περιβάλλον για την εποχή, για να διδαχθούν την ανάλυση του ιστορικού κειμένου ενός κοσμικού δικαίου από τους πιο ειδικούς. Για το λόγο αυτό οργανώνουν τα σχολεία που πλέον μοιάζουν περισσότερο με ακαδημαϊκές σχολές και πληρώνουν τους ειδικούς για τη μεταλαμπάδευση αυτής της μοναδικής και δυσεύρετης γνώσης.

Η αναφορά στην πρώιμη ακαδημαϊκότητα αυτής της διαδικασίας δεν είναι τυχαία. Οι ειδικοί, οι λεγόμενοι glossatori, είναι αυτοί που σχολιάζουν το ίδιο το νομικό κείμενο με μια διαδικασία που καταγράφεται, ενώ παράλληλα καταγράφουν και συστηματοποιούν τη διαδικασία που εξηγούν την ανάπτυξη αυτού του σχολιασμού στους μαθητές τους, τους σπουδαστές των σχολών.

Η σημασία των σχολείων είναι τεράστια για την πόλη της Μπολόνια που γνωρίζει οικονομική άνθηση από τη συρροή της διανόησης και της μελλοντικής διανόησης της εποχής. Για το λόγο αυτό δημιουργούνται όλες οι απαραίτητες συνθήκες για διευκόλυνση του έργου των σχολών αυτών.

Πολύ γρήγορα, οι σπουδαστές των σχολών, αποφασίζουν να οργανωθούν οι ίδιοι και να οργανώσουν αντίστοιχα και τη διαδικασία της μάθησης. Οι λόγοι που οργανώνονται είναι κατά βάση κοινωνικοί, καθώς η ιδιότητα του φοιτητή ενός ενιαίου θεσμού τους δίνει προνόμια απέναντι στον νόμο και τους τοπικούς άρχοντες, γιατί πλέον αντιμετωπίζονται ως κοινότητα με δικαιώματα και ισχυρή επιρροή στην πόλη και όχι ως αλλοδαποί πολίτες, εκτεθειμένοι στην πολύπλοκη μεσαιωνική τοπική άσκηση της κάθε εξουσίας. Για παράδειγμα, ένα κοινό γνώρισμα στην αντιμετώπιση ξένων εθνικοτήτων εκείνη την εποχή είναι το γεγονός ότι αν γινόταν ένα έγκλημα από ένα μέλος μιας εθνοτικής κοινότητας, τότε δεν τιμωρούνταν μόνο ατομικά ο εγκληματίας, αλλά όλοι οι ομοεθνείς του. Αυτή η πρακτική βρήκε ιστορικά ένα πρώτο εμπόδιο από την οργάνωση εκείνων των σπουδαστών.

Αν η οργάνωση των σπουδαστών προκλήθηκε κυρίως λόγω κοινωνικών αιτιών, πολύ μεγαλύτερος είναι ο ιστορικός αντίκτυπος της στην ιστορία της ακαδημαϊκής γνώσης και της γνώσης γενικότερα. Η οργάνωση αυτή, πέρα από οργάνωση ατόμων, γίνεται και οργάνωση των σχολών, που συγκροτούν έναν ενιαίο θεσμό που υπό τη σκέπη του λειτουργούν όλες οι διαδικασίες της ανώτατης πλέον εκπαίδευσης στα πεδία του κανονικού και κοσμικού δικαίου, της θεολογίας και των τεχνών, που περιλαμβάνουν μια σειρά από σημερινές επιστήμες. Γεννιέται έτσι το πρώτο στην ιστορία πανεπιστήμιο, με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα, σε μια ημερομηνία που στα τέλη του 19ου αιώνα αποφασίστηκε να είναι το 1088. Το λεγόμενο Studium, είναι γεωγραφικά διασκορπισμένο σε ολόκληρη την πόλη, αλλά λειτουργεί με ενιαία δομή και ξεκινάει ένα από τα πιο εντυπωσιακά ταξίδια της ανθρωπότητας που συνεχίζεται ως τις μέρες μας, αποτελώντας δείκτη ανάπτυξης του πολιτισμού της κάθε εποχής.

Με την εγκαθίδρυση του Studium, όπως ήταν το όνομα που είχε τότε αυτό που μετεξελίχθηκε ονομαστικά σε Alma Mater Studiorum, Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία και μια σειρά από διαδικασίες, όπως η απονομή διπλώματος ολοκλήρωσης σπουδών, η αναγνώριση της φοιτητικής ιδιότητας ως κοινωνικής κατάστασης, η ακαδημαϊκή ανάδειξη των διδακτόρων, εκείνων που αποτελούν το σώμα των πιο ειδικών, με το δικαίωμα να διδάσκουν το αντικείμενο τους στο ανώτατο επίπεδο της εκπαίδευσης. Η ιδιότητα του μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι μάλιστα τόσο σημαντική, που πολλοί σπουδαστές δεν ολοκληρώνουν καν τις σπουδές τους, όχι λόγω οκνηρίας, αλλά γιατί ο στόχος τους δεν είναι η απόσπαση του τίτλου σπουδών. Η συμμετοχή στη διαδικασία της ανώτατης εκπαίδευσης προσδίδει τεράστιο κύρος σε κάθε κοινωνό της και αυτό μεταφράζεται σε βελτίωση της κοινωνικής θέσης των συμμετεχόντων ως σπουδαστών σε αυτήν, σε όποιο σημείο και αν τελείται η διακοπή των σπουδών τους.

Η ακαδημαϊκή κοινότητα εμφανίζεται ως συντεχνία μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα, ανάμεσα σε άλλες συντεχνίες που αναπτύσσουν τα μέσα χειρωνακτικής και πνευματικής παραγωγής, για να διεκδικήσουν αρκετούς αιώνες αργότερα το μετασχηματισμό των κοινωνιών σε ένα σύστημα όπου οι ίδιες, ως ενιαία αστική τάξη, έχουν την εξουσία. Όμως είναι αυτό το συντεχνιακό χαρακτηριστικό μόνιμο προσόν της ακαδημαϊκής κοινότητας; Ίσως ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αρκετά απλοϊκό και βεβιασμένο, διότι κατά το πέρασμα των αιώνων αλλάζει η ταξική προέλευση των ίδιων των φοιτητών αλλά και των ακαδημαϊκών δασκάλων. Η διαφορά που έχει η ακαδημαϊκή συντεχνία σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες είναι ότι στα χέρια της κρατάει ένα εργαλείο που είναι πολύ εύκολο να εκδημοκρατιστεί όταν δε βρίσκεται κάτω από τον αυστηρό έλεγχο της κάθε εξουσίας. Έτσι, αν στο φεουδαρχικό σύστημα η θέση του κομματιού αυτού ήταν πλάι στα κομμάτια της κοινωνίας που κυοφορούσαν το σπόρο για την κοινωνική εξέλιξη, προς τον καπιταλισμό, το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε άλλες συνθήκες, σε πιο προηγμένους κοινωνικούς και οικονομικούς σχηματισμούς.

Αυτές οι καινοτομίες, ωστόσο, χρησιμεύουν περισσότερο για τον ορισμό του ίδιου του Πανεπιστημίου. Μια σειρά από άλλες εξελίξεις που αφορούν εκείνο τον πρώτο στην ιστορία ακαδημαϊκό κόσμο, έχουν ιδιαίτερο περιεχόμενο έμπνευσης ακόμα και στις μέρες μας.

Καθώς οι φοιτητές αποτελούν ουσιαστικά τους ιδρυτές του Πανεπιστημίου, αποτελούν ταυτόχρονα και εκείνους που το στηρίζουν οικονομικά και το διοικούν. Το Κράτος και η Εκκλησία, αν και αργότερα υποστήριξαν την ακαδημαϊκή διαδικασία και το πανεπιστημιακό ίδρυμα, δεν έχουν ακόμα ρόλο στις εξελίξεις που το αφορούν, κατά το τέλος του 11ου και αρχές του 12ου αιώνα. Οι φοιτητές φροντίζουν οι καθηγητές τους να έχουν μισθό, απολαβές που θα τους κρατήσουν εντός των πλαισίων του νεοϊδρυθέντος θεσμού και οργανώνουν και τη διοίκησή του, οργανώνοντας τη δική τους συντεχνία.

Αρχικά στο Studium υπήρχαν 3 μεγάλες συντεχνίες, που η καθεμία είχε το καθόλου άγνωστο στις μέρες μας όνομα Universitas. Οι πρώτες 2 ήταν των φοιτητών της νομικής, μία εκείνων που προέρχονταν από περιοχές της Ιταλικής χερσονήσου, η Universitas citramontanorum και μία για όσους έρχονταν από άλλες περιοχές της Ευρώπης, η Universitas ultramontanorum. Η τρίτη συντεχνία ήταν εκείνη των φοιτητών των τεχνών και της ιατρικής, η λεγόμενη Universitas artisarum et medicorum. Οι συντεχνίες αυτές εξέλλεγαν ένα μέλος τους, δηλαδή έναν φοιτητή, που αποτελούσε τον Πρύτανη και εκπροσωπούσε αυτό που στα ελληνικά θα μεταφράζαμε ως “πανεπιστήμιο”. Οι πρώτοι πρυτάνεις στην ιστορία των Πανεπιστημίων ήταν φοιτητές και ίσως αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει τη σημασία της φοιτητικής κοινότητας στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Πανεπιστήμιο χωρίς φοιτητές δεν υπάρχει και χωρίς τους φοιτητές δε θα υπήρχε πανεπιστήμιο μάλλον ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Με την οργάνωση αυτή το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια θεσπίζει το αρχέτυπο του “Πανεπιστημίου των Φοιτητών”, που ως μοντέλο θα αποτελέσει τη βάση για ίδρυση άλλων θεσμών στη συνέχεια της ιστορικής εξέλιξης της Γηραιάς Ηπείρου.

Οι φοιτητές, με τις συντεχνίες τους και τους Πρυτάνεις τους, ορίζουν τα δικαιώματα της ακαδημαϊκής κοινότητας μέσα στην κοινωνία. Γνωρίζουν ότι η συμβολή της παρουσίας τους στην εξέλιξη της πόλης είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς πλέον ονομάζεται Bologna La Dotta, Μπολόνια η Σοφή, περιγράφοντας έτσι τη βασική δραστηριότητα που συμβαίνει εντός των τειχών της. Μέσα από μια διαδικασία που περιλαμβάνει ουκ ολίγες συγκρούσεις κυρίως με τις αρχές και τους άρχοντες, δημιουργούν ένα πλαίσιο προστασίας της ακαδημαϊκής κοινότητας από το νόμο. Ουσιαστικά ο νόμος τελειώνει εκεί που ξεκινάει η ακαδημαϊκή ιδιότητα, ορίζοντας ένα πλαίσιο που με διακυμάνσεις θα επιζήσει για αιώνες, ως ακαδημαϊκό άσυλο.

Η ισχύς της διανοούμενης νεολαίας είναι τόσο μεγάλη που με τις διεκδικήσεις τους συντάσσεται, πέρα προφανώς από τους διδάσκοντες της εποχής και ο ίδιος ο Πάπας, που αναγνωρίζει τη σημασία που έχει για την επικράτειά του η ύπαρξη ενός τέτοιου ιδρύματος, καθώς δημιουργεί μία νέα γενιά ικανότατων στελεχών για τη διοίκηση, αλλά και αναπτύσσει τη θεωρητική διαδικασία που οδηγεί στην κοινωνική εξέλιξη των καθυστερημένων μεσαιωνικών κοινωνιών, δίνοντας ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες ένα στοιχείο που η δυτική Ευρώπη αρχίζει να προηγείται του Βυζαντίου, “νόμιμου κληρονόμου” της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και του ανταγωνιστικού Αραβικού κόσμου, που από αιώνες είχε σκύψει πάνω από τη γνώση της αρχαιότητας.

Οι διδάσκοντες, από την άλλη, όχι απλά συντάσσονται με τα αιτήματα και τις θέσεις των φοιτητικών συντεχνιών, αλλά χρησιμοποιούν και οι ίδιοι το κύρος τους για να βοηθήσουν την αποτελεσματικότητα εκείνου του πρώιμου φοιτητικού κινήματος. Επειδή μάλιστα η αποτελεσματικότητα κρίνεται στην πράξη, υπάρχει ιστορικό παράδειγμα, που για ένα συγκεκριμένο ζήτημα που ένας φοιτητής βρέθηκε απέναντι στις παραδοσιακές αξίες και τους νόμους της πόλης, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι απείλησαν ότι θα σταματήσουν να διδάσκουν για 6 χρόνια, φεύγοντας παράλληλα για να μετοικήσουν στη Σιένα. Μέσα σε λίγο καιρό το ζήτημα είχε επιλυθεί υπέρ του ξένου φοιτητή, που επέστρεψε στη Μπολόνια για να σπουδάσει και να παντρευτεί την αγαπημένη του ντόπια αρχοντοπούλα.

Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε μια ιδιότυπη κρατικοποίηση της μισθοδοσίας των ακαδημαϊκών δασκάλων, καθώς ο Πάπας κρίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατεύσει την ύπαρξη του Πανεπιστημίου εντός της επικράτειας επιρροής του. Παρόλα αυτά, η διοίκηση και η οργάνωση της ακαδημαϊκής κοινότητας συνεχίζει να ορίζεται από τις φοιτητικές συντεχνίες.

Μπορεί λοιπόν κανείς να παρατηρήσει ότι ένα απαραίτητο συστατικό που συνοδεύει το Πανεπιστήμιο ως θεσμό από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του στην ανθρώπινη ιστορία, είναι η εξασφάλιση ελευθερίας της δραστηριότητας του από τους νόμους που υπάρχουν στην όποια κοινωνία το φιλοξενεί. Στη δραστηριότητα φυσικά περιέχεται και κάθε κοινωνική δραστηριότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Αν και η ελευθερία της σκέψης και της ακαδημαϊκής συζήτησης βρίσκεται ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο, δεδομένου ότι η αντίληψη για το νόμο και το θεό δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε αιρετικούς, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, τα βήματα που γίνονται στη ανάλυση του σχολιασμού του νόμου, αλλά και οι διαδικασίες καταγραφής της ανάπτυξης των άλλων επιστημών, αποτελούν βάση και για μια μεθοδολογία που εξελικτικά θα μεταμορφωθεί στην επιστημονική μεθοδολογία που γνωρίζουμε σήμερα.

Παρίσι

Το “Πανεπιστήμιο των Φοιτητών” της Μπολόνια είναι ένα μοντέλο που σπάνια μπορεί κανείς να ξανασυναντήσει στους αιώνες που ακολουθούν. Όμως γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία και γιατί δεν ήταν απλά μια πρώτη αυθόρμητη κίνηση έμπνευσης της ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά ουσιαστικά ο τρόπος που μπήκε η βάση με την οποία αυτή λειτουργεί ως σήμερα; Η απάντηση δίνεται κιόλας από το δεύτερο πανεπιστήμιο που ιδρύεται, σε ένα άλλο σταυροδρόμι της δυτικής Ευρώπης, το 1150. Τότε ιδρύεται το Πανεπιστήμιο του Παρισιού, αυτό που αργότερα θα ονομαστεί… Σορβόνη.

Στο Παρίσι το λίκνο της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο ίσως δημοφιλέστερος καθεδρικός ναός του κόσμου, η Παναγία των Παρισίων. Περίπου 3 αιώνες πριν από τη χρονολογία που τοποθετείται το μυθιστόρημα του Victor Hugo, το θεολογικό σχολείο της Παναγίας των Παρισίων παίρνει το παράδειγμα της Μπολόνια και οργανώνει τη διαδικασία της διδασκαλίας κατά τα πρότυπα της ιταλικής πόλης. Όλη η οργάνωση είναι μια αντιγραφή εκτός από ένα στοιχείο, το οποίο όμως έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις.

Δεδομένου ότι η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Παρισιού δεν είναι η απάντηση σε μια ιστορική ανάγκη, ώστε να γίνει από το την πρωτοπόρα σκέψη και οργάνωση των φοιτητών, οι ιδρυτές, ιδιοκτήτες και διοικητές του είναι οι δάσκαλοι, οι λεγόμενοι μάγιστροι, που δεν πρέπει να συγχέονται με τους μάγιστρους των οφφικίων και άλλους διοικητικούς ηγέτες διαφόρων εποχών. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι οργανώνονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, σε συντεχνία, που η ίδρυση της ουσιαστικά αντιστοιχεί στην ημερομηνία ίδρυσης του Πανεπιστημίου. 50 χρόνια αργότερα, το 1200, το Πανεπιστήμιο αναγνωρίζεται επίσης ως θεσμός του κράτους με βασιλικό διάταγμα και παπική βούλα.

Οι συντεχνίες των φοιτητών, που διαμορφώνονται επίσης με την ίδρυση, είναι αρχικά 4: η Γαλλική, που περιλαμβάνει και τις περιοχές της Ιταλικής και Ιβηρικής χερσονήσου, λόγω λατινικής συγγένειας, η Αγγλική, που περιλαμβάνει και τη Γερμανία λόγω της σαξονικής συγγένειας και αργότερα ονομάστηκε Γερμανική, η Νορμανδική και η Πικαρδική. Οι συντεχνίες αυτές βρίσκονται σε πολλές περιπτώσεις σε διαμάχες μεταξύ τους, κάτι που δεν καταγράφεται έντονα στη δράση των συντεχνιών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια.

Στο Παρίσι, συναντώνται για πρώτη φορά κάποια άλλα χαρακτηριστικά των Πανεπιστημίων, που ίσως εκφράζουν μια πιο συντηρητική προσέγγιση της ακαδημαϊκής γνώσης και κοινωνίας. Το βασικότερο είναι ίσως ότι εμφανίζονται πολυάριθμα επίπεδα διπλωμάτων, όπως το baccalarius artium, το οποίο λαμβάνει 20 με 40 τοις εκατό των φοιτητών, το μάστερ των τεχνών, που αφορά τις επιστήμες της ιατρικής, της θεολογίας και του δικαίου, το οποίο λαμβάνει το 10 με 20 τοις εκατό των φοιτητών και το ανώτατο δίπλωμα, licentia docendi, το οποίο λαμβάνουν μόνο ελάχιστοι φοιτητές που αποκτούν και το δικαίωμα εν συνεχεία να διδάξουν το αντικείμενό τους στο Πανεπιστήμιο. Οι εξετάσεις για το ανώτατο αυτό δίπλωμα γίνονται μόνο κατόπιν σύστασης του ενδιαφερόμενου φοιτητή από τον ίδιο τον διοικητή του πρώιμου κολλεγίου της Παναγίας των Παρισίων.

Πέρα από τους φοιτητές που λαμβάνουν διπλώματα, οι μισοί που ξεκινούν τις σπουδές τους είτε δεν ενδιαφέρονται, είτε δεν καταφέρνουν ποτέ να πάρουν κάποιο τίτλο σπουδών και χαρακτηρίζονται ως scholaris simplex, σε ελεύθερη μετάφραση “απλοί φοιτητές”. Τέλος, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι και η παρουσία μερικών φεουδαρχών που “εισβάλλουν” στο Πανεπιστήμιο με όλη την κουστωδία της κατά τ’ άλλα ευγενικής τους καταγωγής, καθώς χρειάζονται κάμποσους υπηρέτες για να μπορέσουν αγόγγυστα να παρακολουθήσουν το μάθημα τους.

Αυτή η ενδοακαδημαϊκή κατηγοριοποίηση γίνεται παραδοσιακή αντίληψη στη Γαλλική ανώτατη εκπαίδευση, που στους αιώνες που ακολούθησαν, κάθε φορά αντιμετώπιζε τον εκδημοκρατισμό των Πανεπιστημίων με την ίδρυση νέων ακαδημαϊκών θεσμών για την κοινωνική αφρόκρεμα.

Αν το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια ήταν αυτό που έδειξε το δρόμο, μέσα από την οργάνωση των φοιτητών του, για την απόσπαση κρίσιμων ελευθεριών προς όφελος της ακαδημαϊκής κοινότητας, ακόμα και αντιμετωπιζόμενη ως μεσαιωνική συντεχνία, στο Παρίσι, ο έλεγχος από τους λίγους δασκάλους που ήταν ταυτόχρονα και θρησκευτικοί αξιωματούχοι οδήγησε 3 αιώνες μετά την ίδρυση του, σε ένα από τα πιο μεγάλα σκάνδαλα της γαλλικής ιστορίας. Το γεγονός ότι οι εξουσιάζοντες το Πανεπιστήμιο δεν ήταν εκπρόσωποι μαζικών θεσμών, αλλά λίγοι εκλεκτοί αξιωματούχοι, βοηθούσε στο να δημιουργηθούν ακόμα μικρότερες κλίκες (γιατί δε μπορούν να χαρακτηριστούν συντεχνίες), που υποστήριζαν την εκάστοτε κοινωνική εξουσία. Έτσι, όταν οι αγγλόφιλοι καθηγητές κλήθηκαν υπό αγγλική διοίκηση να εξετάσουν και να δικάσουν ως αιρετική την Ιωάννα της Λωραίνης, έφτασαν πολύ εύκολα σε ένα συμπέρασμα που ήταν ακριβώς το αντίθετο από εκείνο των γαλλόφιλων συναδέλφων τους λίγα χρόνια αργότερα, όταν το Παρίσι είχε απελευθερωθεί. Ουσιαστικά το Πανεπιστήμιο του Παρισιού είχε βάλει τη σφραγίδα του στο κάψιμο της Jeanne D’Arc το 1431, δημιουργώντας ένα χρήσιμο παράδειγμα, που προσφέρεται και για γενίκευση, ειδικά όταν συγκρίνεται με τις εξελίξεις που κυοφόρησε η αυθεντική σύσταση της ακαδημαϊκής κοινότητας στην ανθρώπινη ιστορία.

Μία άλλη μεγάλη συμβολή των πρώτων εκείνων μεσαιωνικών χρόνων του Πανεπιστημίου του Παρισιού ήταν η αναγωγή του νεοαριστοτελισμού σε κυρίαρχη φιλοσοφία του Άνω και Ύστερου Μεσαίωνα. Αν και υπήρχαν σημεία στο σχολιασμό του Αβερρόη, του Άραβα λόγιου που μελέτησε τον Αριστοτέλη και είναι ίσως ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της μεσαιωνικής του αναβίωσης, που δε μπορούσαν να μελετηθούν σε βάθος υπό το φόβο του αιρετισμού, ο νεοαριστοτελισμός μπόρεσε εύκολα να ενταχθεί στην αποδεκτή ιδεολογία της Καθολικής Εκκλησίας – που πλέον μπορούμε να ονομάζουμε Καθολική καθώς αναφερόμαστε σε χρόνους μετά το 1054 – η οποία σε προηγούμενους αιώνες είχε αντίστοιχα αποδεχθεί τη νεοπλατωνική διδασκαλία. Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η απώλεια της αναγκαίας ελευθερίας στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, έριξε πολλούς περισσότερους στην πυρά των αιρετικών για αρκετούς αιώνες, με κορυφαίο παράδειγμα τον Giordano Bruno, που κάηκε στη Ρώμη το 1600. Συνεχίζοντας βέβαια αυτή την ισορροπία μεταξύ των συγκρίσεων και των παραδειγμάτων, ίσως είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι ο Κοπέρνικος απέκτησε την αντίληψή του για το Ηλιοκεντρικό Σύμπαν τα χρόνια που σπούδαζε αστρονομία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπου είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα γραπτά του Πτολεμαίου, τα οποία κατάφερε να μελετήσει αφού πρώτα έμαθε την ελληνική γλώσσα, καθώς δε διδάσκονταν σε κάποιο πρόγραμμα σπουδών.

Το Παρίσι, ως πόλη, ωστόσο, δεν ήταν Μπολόνια, δεν ήταν ένα μικρό στρατιωτικό οχυρό σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Το Παρίσι του Άνω Μεσαίωνα ήταν ήδη μια πόλη με μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη, ενώ ήταν και κατά καιρούς είτε η πρωτεύουσα μεγάλων Βασιλείων, με πρώτη αναγόρευση σε Πρωτεύουσα του Βασιλείου των Φράγκων από τον Clovis το 511, είτε το σημαντικότερο αστικό κέντρο της επικράτειας των κρατικών οντοτήτων στις οποίες ανήκε. Έτσι, το Πανεπιστήμιο, είχε να αντιμετωπίσει μία πολύ πιο ισχυρή κοινωνία απέναντι στην οποία έπρεπε να κερδίσει δικαιώματα αντίστοιχα με αυτά της ακαδημαϊκής κοινότητας της Μπολόνια. Αυτή ήταν μια διαδικασία που ήταν αρκετά επίπονη, με απώλειες και σκληρά πολιτικά παιχνίδια που διαπλέκονταν η τοπική, κρατική και θρησκευτική εξουσία, μέχρι τον ίδιο τον Πάπα. Στην ουσία, η στήριξη της Ρώμης, δηλαδή της Καθολικής Εκκλησίας, ήταν αυτή που έδινε στην πανεπιστημιακή συντεχνία τη δύναμη να αντιμετωπίσει την πολύ ισχυρή παριζιάνικη τοπική εξουσία.

Ωστόσο, η διαδικασία των συγκρούσεων είχε και απώλειες. Μερικές φορές οι απώλειες ήταν φοιτητές που γίνονται θύματα της οργής – και ίσως της κατωτερότητας – των τοπικών αρχών επιβολής της τάξης. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που φοιτητές είχαν σκοτωθεί από αστυνομικούς με πρόσχημα γεγονότα των οποίων η προέλευση και η έμπνευση έμενε αδιευκρίνιστη.

Οξφόρδη

Μία σύγκρουση, της κρατικής με τη θρησκευτική εξουσία, ήταν κατά τον ιστορικό Hastings Rashdall ο λόγος που ένα κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας του Παρισιού αποχώρησε για να φτιαχτεί ένα άλλο μεγάλο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, ωστόσο αυτή η σύγκρουση έγινε μακριά από το Παρίσι. Σύμφωνα μ’αυτή την εκδοχή, ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ερρίκος ο 2ος, είχε έντονες προστριβές με τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury, Thomas Becket, σε μια εξέλιξη που οδήγησε στην απόφαση του βασιλιά να απαγορεύσει τις σπουδές των Άγγλων υπηκόων στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, που θεωρούνταν θεσμός υπό την αιγίδα και επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας.

Αυτή η προσέγγιση δε βρίσκει σύμφωνους όλους τους ιστορικούς, ωστόσο αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι εκείνη τη χρονιά, το 1167, απέκτησε βασιλική προστασία και αναγνώριση και οργανώθηκε με τρόπο αντίστοιχο της Μπολόνια και του Παρισιού, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Για την ακρίβεια, η Οξφόρδη ιδρύθηκε στα πρότυπα του Παρισιού, δηλαδή στα πρότυπα του μοντέλου του “Πανεπιστημίου των Δασκάλων”.

Σήμερα, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αναφέρει ως ημερομηνία ίδρυσης την πρώτη καταγεγγραμένη διαδικασία διδασκαλίας στην αγγλική κωμόπολη, που επισήμως ξεκίνησε το 1096, ίσως για να μην προκαλέσει διεκδικώντας την πρωτιά του αρχαιότερου πανεπιστημίου στον κόσμο. Όμως έρχεται τρίτη σ’αυτή την ιστορική σειρά, ακριβώς για το λόγο ότι υιοθέτησε την οργάνωση του Πανεπιστημίου όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο Παρίσι.

Ο λόγος που η διδασκαλία ξεκίνησε σε μία μικρή πόλη, που το 12ο αιώνα είχε πληθυσμό περίπου 4000, σε σύγκριση με το Λονδίνο των 40000, είναι ότι εκεί βρισκόταν εκείνη την εποχή η έδρα της βασιλικής διοίκησης, καθώς και τα θρησκευτικά δικαστήρια. Έτσι, γύρω από τους κρατικούς και θρησκευτικούς θεσμούς εξουσίας, αναπτύχθηκε ένα δίκτυο σχολών του νόμου, με παρόμοιο τρόπο που είχε συμβεί και στη Μπολόνια, λόγω της εύρεσης του Ιουστιανιάνειου Κώδικα.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να έχει τελειώσει και η αναφορά στην Οξφόρδη αν δεν υπήρχε ένα χαρακτηριστικό που εμφανίστηκε ως καινοτομία και χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα τα αγγλοσαξονικά Πανεπιστήμια και ίσως την αγγλοσαξονική αντίληψη της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι συντεχνίες των φοιτητών ή των δασκάλων, οι Universitas της Μπολόνια και του Παρισιού, στην Οξφόρδη αποκτούν ένα διαφορετικό τρόπο λειτουργίας. Προοδευτικά κάνουν την εμφάνιση τους τα Κολλέγια, τα οποία αναπτύσσουν τους δικούς τους ιδιαίτερους κανονισμούς λειτουργίας, μετατρέπουν την ακαδημαϊκή ζωή εν μέρει σε δραστηριότητα που μοιάζει με αυτή μυστικιστικών οργανώσεων και λειτουργούν πολλές φορές ανταγωνιστικά μεταξύ τους, μα πάνω απ’όλα έχουν φτιαχτεί με ένα τρόπο που να λειτουργεί η αλληλεγγύη μεταξύ των ιδιαιτέρως προνομιούχων μελών τους που αποκτούν μεταφορικά ακαδημαϊκούς δεσμούς αίματος.

Η εισαγωγή της κατηγοριοποίησης των φοιτητών όπως συνέβη μέσω των πολλαπλών επιπέδων διπλωμάτων στο Παρίσι, εξελίσσεται ακόμα περισσότερο ακουμπώντας την ίδια τη διαδικασία της ακαδημαϊκής ζωής, μέσω της αποδοχής στο ένα ή το άλλο κολλέγιο του παλαιότερου βρετανικού και γενικότερα αγγλόφωνου Πανεπιστημίου. Ο όρος του Κολλεγίου, που υιοθετείται και σε άλλα πανεπιστήμια της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και της Μπολόνια και του Παρισιού, μεταλλάσσει σε ένα βαθμό το χαρακτήρα της πανεπιστημιακής συντεχνίας ως κοινωνικής τάξης ή ομάδας. Οι προστριβές με την τοπική κοινωνία δεν βρίσκουν την ακαδημαϊκή κοινότητα μονίμως συσπειρωμένη με συνείδηση των ακαδημαϊκών δεσμών, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αρκούν για να δημιουργήσουν και σχίσματα στους κόλπους της. Μέσα από μια τέτοια σύρραξη μάλιστα, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο σχίσμα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ώστε αρκετά μέλη του να αποχωρήσουν, ιδρύοντας το αιώνια αντίπαλο πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1209.

Μια γνώση της ιστορίας

Αυτό ήταν το κομμάτι της γνώσης της ιστορίας, που αφορά την ιστορία της γνώσης, που χρειαζόταν να παραθέσω για να μπορέσω να αναπτύξω τις σκέψεις που γεννήθηκαν στο μυαλό μου μέσα από το ταξίδι που έκανα κι εγώ καθώς ερχόμουν σε επαφή με αυτή τη γνώση της ιστορίας. Κάθ’ ό,τι δεν έχω όλη τη σχετική γνώση, παραθέτω μερικά από τα οχήματα που αξιοποίησα γι’αυτή τη διαδρομή στο τέλος του άρθρου, όπου μπορεί κανείς να βρει ακόμα περισσότερη γνώση για την ιστορία από αυτή που μοιράστηκα μαζί σας προκειμένου να αναπτύξω τις επόμενες σκέψεις μου. Ίσως ένα βοήθημα, πέρα από το ταξίδι στην Ιστορία, είναι το κυρίως ειπείν ταξίδι, δηλαδή το γεωγραφικό. Το γεγονός ότι σπούδασα στο Παρίσι, εργάζομαι σε ίδρυμα της λεγόμενης ακαδημαϊκής έρευνας στη Μπολόνια και είχα και την τύχη να μείνω κάποια στιγμή για μία εβδομάδα σε ένα κολλέγιο της Οξφόρδης, βοήθησαν τη σύνθεση των ιστορικών εικόνων μέσα στο μυαλό μου. Όταν περπατάς ένα δρόμο είναι πιο εύκολο να ζωντανέψουν πάνω του οι μορφές που τον περπάτησαν στο παρελθόν. Για το λόγο αυτό θα έλεγα ότι πέρα από το δικαίωμα της γνώσης, πρέπει να έχουμε και το δικαίωμα του ταξιδιού και της μετακίνησης, κι αν αυτό δεν υπάρχει κάποια συντεχνία να το διεκδικήσει με την στήριξη της Καθολικής εκκλησίας, ίσως είναι μια ανάγκη να υπάρξει η αντίστοιχη οργάνωση που θα το μετατρέψει σε καθολικό δικαίωμα.

Μεταφέροντας την ιστορική αναδρομή στα ιστορικά καθ’ημάς, δηλαδή στην πολύ πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία, αφήνω πίσω τον Άνω και τον Ύστερο Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό, τις μεγάλες Επαναστάσεις του 19ου και του 20ου αιώνα και φτάνω στον μεταψυχροπολεμικό ευρωπαϊκό κόσμο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατά την αντίληψη της ίδιας, ως θεσμού, βρίσκει τις πολιτισμικές τις ρίζες εκεί που ξεκίνησε η σημερινή ιστορία μας, στον Καρλομάγνο, δηλώνοντας έτσι με την Ευρωενωσιακή της βούλα ότι πρόκειται για την εξέλιξη της κοινής αντίληψης και κοινής παράδοσης μιας γεωγραφικής περιοχής που περιλαμβάνει τη Γερμανία, τη Γαλλία, το βόρειο κομμάτι της Ιταλίας και βαδίζει χέρι χέρι για πολλούς αιώνες με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Το 1998, δηλαδή 910 χρόνια μετά τη δηλωμένη στο ιστορικό ληξιαρχείο γέννηση του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, ο τότε Υπουργός Ανώτατης Εκπαίδευσης της Γαλλίας, Claude Allegre, καλεί στο Παρίσι τους ομολόγους του από τη Γερμανία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να συζητήσουν τη μεγάλη του έμπνευση, τη διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη.

Στη συνάντηση αυτή συμφωνούν σε μια σειρά από ιδέες που ένα χρόνο αργότερα, το 1999, συμφωνούν στη συνδιάσκεψη που συμμετέχουν με όλους τους υπουργούς με χαρτοφυλάκιο που περιλαμβάνει την ανώτατη εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συνδιάσκεψη αυτή, για λόγους μάλλον συμβολικούς, γίνεται στη Μπολόνια.

Στη συνδιάσκεψη της Μπολόνια συμφωνείται η αντίστοιχη συνθήκη, που αποτελεί χάρτη για κάθε κράτος-μέλος της τότε 15μελούς Ένωσης, για την πολιτική της όσο αφορά την Ανώτατη Εκπαίδευση. Έτσι, με τρόπο ειρωνικό, από το “Πανεπιστήμιο των Φοιτητών” και το “Πανεπιστήμιο των Δασκάλων”, δηλαδή τα 2 μοντέλα της ευρωπαϊκής ιστορίας για την Ανώτατη Εκπαίδευση και άρα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, περνάμε στο “Πανεπιστήμιο των Υπουργών” ή για μεγαλύτερη ακρίβεια: στο Πανεπιστήμιο που σκέφτηκαν 4 Υπουργοί και το συμφώνησαν 15.

Ω του θαύματος, η ιστορία είναι αμείλικτη μερικές φορές απέναντι σε τέτοιες ειρωνίες και απέναντι στο αόρατο χέρι της αγοράς, το ορατό χέρι της ιστορικής ανάγκης ενσαρκώνεται στα κινήματα των φοιτητών που κατά τη δεκαετία 2000-2010, σε μια σειρά χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιτίθενται στη μετάλλαξη των συστημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης όπως αυτή επιχειρείται σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Οι φοιτητές, ωστόσο, πλέον δε χαρακτηρίζονται ως συντεχνία, καθώς ο ίδιος ο τρόπος παραγωγής έχει εξελιχθεί και με τον εκδημοκρατισμό του ή πιο σωστά με τη μαζικοποίηση του, οδηγεί και στη μαζικοποίηση του ακαδημαϊκού σώματος των φοιτητών που ως εκ τούτου έχει εκδημοκρατιστεί.

Η λεγόμενη συνθήκη της Μπολόνια, που μόνο τιμή δεν περιποιεί για το λίκνο του ακαδημαϊκού κόσμου, χρησιμοποιεί μία έμπνευση που διαμόρφωσε το Πανεπιστήμιο του Παρισιού κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του και αργότερα διαμόρφωσε τη γαλλική αντίληψη για την ανώτατη εκπαίδευση: την κατηγοριοποίηση. Χαμηλής ποιότητας ανώτατη εκπαίδευση για τους πολλούς, υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για τους λίγους, στην κυριολεξία για τους εκλεκτούς, ίσως όχι του επικεφαλής της θρησκευτικής διοίκησης της Παναγίας των Παρισίων, αλλά για εκείνους που μπορούν να προσαρμοστούν σε μια σειρά πολιτικών και κοσμικών φιλοσοφικών αντιλήψεων για την επιστήμη και τη λειτουργία της.

Στη Γαλλία βέβαια αυτό είναι παράδοση – και για το λόγο αυτό ίσως δεν αποτελεί και σύμπτωση ότι η ιδέα προέρχεται από έναν Γάλλο υπουργό, γεωχημικό στην ειδίκευση αλλά επί σειρά ετών αρνητή της κλιματικής αλλαγής κατά τ’άλλα. Κατά τη διάρκεια μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων στη Γαλλία, που οδηγούσαν σε εκδημοκρατισμό του συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης, το Κράτος έφτιαχνε νέες ακαδημαϊκές σχολές, ακόμα και στο υπέρλαμπρο Παρίσι και εις βάρος του ιστορικού Πανεπιστημίου του Παρισιού, προκειμένου να φιλοξενήσει εκεί την κοινωνική και μετ’ έπειτα μορφωτική αφρόκρεμα. Το σύστημα των Écoles ήταν μια ιδέα ανάπτυξης υπέρλαμπρων επιστημόνων, πολλές φορές υπό την αιγίδα του ίδιου του γαλλικού στρατού, που αποτελούσαν και αποτελούν τους επικεφαλής του συστήματος εξουσίας του μεγάλου αυτού ευρωπαϊκού κράτους. Στη Γαλλία μάλιστα, ίσως από υπέρμετρο ορθολογισμό του διαφωτισμού, το Κράτος δε δίστασε να διαλύσει το ίδιο το ιστορικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού, χωρίζοντας το σε 13 Πανεπιστήμια διαφορετικών κατηγοριών το 1970, στον απόηχο των γεγονότων του Μάη του ’68 και τη μεγάλης συμβολικής και ιστορικής σημασίας κατάληψη του Montagne Saint-Genevieve, της ιστορικής έδρας της Σορβόνης.

Το γαλλικό σύστημα της δημιουργίας μορφωτικής αφρόκρεμας έχει δημιουργήσει το κοινωνικό φαινόμενο του μορφωτικού νεποτισμού, καθώς ιστορικά φαίνεται ότι τις πύλες αυτών των ανώτατων ανώτατων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων περνούν κατά μεγάλη πλειοψηφία οι απόγονοι των οικογενειών που και οι γονείς τους είχαν κάνει κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν. Στη Γαλλία αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό και προσδιορισμένο με ονομασία, λέγεται “Η Μεγάλη Πόρτα”, από την οποία περνούν οι άτυποι φεουδάρχες της μεταφεουδαρχικής εποχής μας – και μερικοί ακόμα.

Στην Αγγλία των Κολλεγίων, αυτή η εξέλιξη έγινε δεκτή με τυμπανοκρουσίες, ωστόσο χωρίς να αφορά τα Κολλέγια. Μια μεγάλη μάζα ακαδημαϊκών ιδρυμάτων θα μπορούσε να υποδεχτεί εκατομμύρια φοιτητές που αναζητούν έναν τίτλο σπουδών με το ελάχιστο κύρος ανά την υφήλιο και η χρήση της αγγλικής γλώσσας έδινε το μεγαλύτερο αβαντάζ σ’αυτό τον αγώνα δρόμου για την κατάκτηση της μορφωτικής αγοράς.

Στις υπόλοιπες χώρες, κάποια ιδρύματα εξαιρέθηκαν από αυτή τη διαδικασία, σφραγίζοντας έτσι την εκ των άνωθεν εντολή κατηγοριοποίησης, που κάποιοι υπέρμαχοι του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού προτιμούν να ντύσουν με το περιτύλιγμα μιας άλλης λέξης, της αριστείας.

20 και πλέον χρόνια μετά τη συνθήκη της Μπολόνια, η κατανομή των κοινοτικών αλλά και των κρατικών κονδυλίων για την έρευνα, δείχνει με τρόπο αμείλικτο ότι αυτή η κατηγοριοποίηση αποσκοπούσε στην ψηλάφηση και χειραγώγηση εκείνου του περίφημου αόρατου χεριού της αγοράς, που μπορεί να μη φαίνεται μέσα από σχέσεις παραγωγής, αλλά μπορεί ο καθένας να προβλέψει την πορεία του, αντικαθιστώντας το παπικό αλάθητο με το υπουργικό, το προεδρικό, το οποιοδήποτε μη αιρετικό για το παρόν σύστημα οικονομίας και το παρόν σύστημα εξουσίας.

Στις φτωχότερες χώρες, που θα μπορούσαν να ονομαστούν patriae simplex, για να θυμίζουν τους φοιτητές που δεν έπαιρναν πτυχίο στο μεσαιωνικό Παρίσι, ούτε κοινοτικά κονδύλια φτάνουν, ούτε κρατικά κονδύλια υπάρχουνε – κι επειδή ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται, η αριστεία γίνεται σύνθημα στα χείλη των φεουδαρχών που πέρασαν τη Μεγάλη Πόρτα για να γυρίσουν και να γίνουν αφέντες στο μικρό χωριό τους.

Όσο αφορά την ελευθερία και την προστασία της ανώτατης εκπαίδευσης από την κάθε τοπική εξουσία, το “Πανεπιστήμιο των Υπουργών” δεν έχει για πρυτάνεις ούτε φοιτητές, αλλά ούτε και δασκάλους που θα το προστατεύσουν. Οι Πρυτάνεις δίνουν εντολή σήμερα στις αστυνομικές αρχές να εισβάλουν στους χώρους των ακαδημαϊκών ασύλων της γνώσης και των ιδεών, προκειμένου να σύρουν πάνω στο οδόστρωμα τα κεφάλια των φοιτητών που κάνουν τελικά αυτό που είναι το ιστορικό τους καθήκον, όπως το έμαθαν από τη Μπολόνια, το Παρίσι, την Οξφόρδη και όλα τα μεγάλα ιδρύματα κατά την ευρωπαϊκή ιστορία.

Είναι απορίας άξιο, πώς οι υπερασπιστές της αντιδραστικής και στην ουσία προμεσαιωνικής αντίληψης για την ανώτατη εκπαίδευση, που επιθυμούν την επιστροφή της ουσιαστικά στο σχολικό μοντέλο, είναι οι πρώτοι εχθροί του Ακαδημαϊκού Ασύλου και ταυτόχρονα ντύνονται το μανδύα του ευρωπαϊστή, από φόβο μήπως και περάσει ο Πάπας και τους χαρακτηρίσει αιρετικούς. Ίσως το γεγονός ότι η αδυναμία απόσπασης ερευνητικών κονδυλίων που πετυχαίνεται μέσω του Eurospeak, λειτουργεί σε ένα βαθμό και σαν την ιεροεξεταστική πυρά, καθώς μπορεί και να ισοδυναμεί με ακαδημαϊκό θάνατο.

Όμως εμείς δε ζούμε έξω από την ιστορία, για να μπορούμε μόνο να τη σχολιάζουμε και ενίοτε, όταν έχουμε και την απαραίτητη γνώση, να την ερμηνεύουμε. Είμαστε παιδιά της ιστορίας, υποκείμενα που ζούμε μέσα σ’αυτή και είναι υποχρεωμένα να τη διαμορφώνουν. Το πώς θα τη διαμορφώσουμε στα χρόνια μας, είναι κάτι που θα έχουν να συζητάνε στο μέλλον, όπως εμείς έχουμε λόγους να συζητάμε για τα Universitas του Άνω Μεσαίωνα σήμερα.

Στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, τον 11ο αιώνα, διδασκόταν το λεγόμενο trivium και το quadrivium, τα οποία περιελάμβαναν τη ρητορική και τη διαλεκτική. Άραγε ποια διαλεκτική είναι αυτή που δείχνει σήμερα τη θέση που πρέπει να έχει ο ακαδημαϊκός και γενικότερα ο πνευματικός κόσμος, στη δεδομένη κοινωνία; Ποια είναι η οργάνωση, αντίστοιχη της μεσαιωνικής συντεχνίας, που με τις παρούσες οικονομικές, πολιτικές και παραγωγικές σχέσεις, μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική εξέλιξη; Ρητορικό το ερώτημα.

Η ιστορία των πρώτων μεσαιωνικών πανεπιστημίων, ήταν σε προσωπικό επίπεδο μια ανακάλυψη που πρόσφατα με βοήθησε να καταλάβω και να σκεφτώ μια σειρά από δεσμούς μεταξύ των εποχών, των μορφών οργάνωσης θεσμών και ενώσεων ανθρώπων, που αποτελεί πηγή για αστείρευτη έμπνευση την αναζήτησή απαντήσεων. Ίσως το κεντρικό ερώτημα στο θέμα που απασχολεί αυτό το άρθρο να είναι το εξής: το 1088, οι συμμετέχοντες στην ανώτατη εκπαίδευση, οργάνωσαν την ίδια την εκπαίδευση με τρόπο τέτοιο που να καλύπτει τις τότε ανάγκες τους. Ως πρωτοπόροι, δεν είχαν τα εμπόδια της αντίδρασης, που άργησε ίσως μερικές δεκαετίες να αντιληφθεί πώς θα μεταλλάξει αυτή την πρωτοπορία ώστε να την προσαρμόσει στις δικές της ανάγκες της κοινωνικής στασιμότητας. Όμως ο σπόρος είχε μπει και η πρώτη αναγέννηση του 12ου αιώνα έφερε την άλλη, τη μεγάλη Αναγέννηση και το τέλος της Φεουδαρχίας και του Μεσαίωνα. Ποιον πνευματικό σπόρο θα φυτεύατε σήμερα αν ο μοναδικός σκοπός ήταν να καλύψετε της ανάγκες της δικής μας εποχής; Σίγουρα κάποιοι από εμάς μπορούν να κυοφορήσουν τις ιδέες για την επόμενη μεγάλη Αναγέννηση. Αν οργανωθούμε, θα τους εντοπίσουμε!

Με οδηγό τον ευρωπαϊκό πολιτισμό λοιπόν, απέναντι στις θεωρίες και τους θεσμούς που έριξαν τους επιστήμονες στην πυρά, ας φτιάξουμε το απαραίτητο Studium της εποχής μας για να μη μείνουμε σε μια κοινωνική στασιμότητα αντίστοιχη του γεωκεντρικού σύμπαντος.

Alma Mater όλων μας, η ιστορία που ζούμε…


 

Χρησιμοποιήθηκαν οι πηγές:

  • Bonazzi, G., 2011. Bologna nella storia: Volume I – Dalle origini all’unità d’Italia. Pendragon.
  • Haskins, C.H., 2013. The rise of universities. Cornell University Press.
  • Janin, H., 2014. The university in medieval life, 1179-1499. McFarland.
  • de Ridder-Symoens, H. and Rüegg, W. eds., 2003. A history of the university in Europe: Volume 1, Universities in the Middle Ages (Vol. 1). Cambridge University Press.
  • Sarti, N., 2018. Scuole, studium, ateneo: i primi nove secoli dell’Università di Bologna. Bononia University Press.
  • Pedersen, O., 1997. The first universities: Studium generale and the origins of university education in Europe. Cambridge University Press.
  • Rashdall, H., 1886. The origines of the University of Paris. The English Historical Review, 1(4), pp.639-676.
  • Rashdall, H., 1895. The Universities of Europe in the Middle Ages: Salerno. Bologna. Paris (Vol. 1). Clarendon Press.