Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο François Truffaut είχε ήδη κυρήξει τον πόλεμο στον τραντισιοναλισμό του γαλλικού σινεμά, με τη διακήρυξη που άνοιξε επίσημα τις πόρτες της ιστορίας της τέχνης στη νουβέλ βαγκ. Ως κριτικός είχε αποκηρύξει τον εύκολο δρόμο της κινηματογραφικής γαλλικότητας, που αντιγράφοντας την εμπορική συνταγή από την άλλη μεριά του Ατλαντικού πουλούσε τη δική της κουλτούρα μέσω της 7ης τέχνης. Ως δημιουργός, ωστόσο, έπρεπε να βρει την ιστορία εκείνη που θα μπορούσε να αφηγηθεί με το δικό του τρόπο, επικεντρώνοντας τη συμβολή του στην κινηματογραφική αφήγηση.
Η αναζήτηση της ιστορίας που θα αφηγηθεί κανείς είναι μια σύνθετη υπόθεση, ωστόσο μέσα σε όλες τις ιστορίες και τους ήρωές του, ο Truffaut είχε την τύχει να πέσει μπροστά σε μια έτοιμη ιστορία, την οποία αξιοποίησε για να φτιάξει το φιλμ Jules et Jim, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1962. Το πού μπορεί να βρει κανείς τέτοιες ιστορίες, πέρα από σύνθετο, είναι και τυχαίο και διόλου ντετερμινιστικό. Έτσι, η ιστορία που αφηγείται το φιλμ ήταν γραμμένη σε ένα βιβλίο που “χέρι σε χέρι ξέπεσε” και στα χέρια του Truffaut. Το βιβλίο ήταν οι αναμνήσεις ενός Γερμανού που έζησε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και κάποια στιγμή βρέθηκε σε ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο (ή και πολύγωνο) την προπολεμική και μεσοπολεμική περίοδο. Αυτή ήταν και η ιστορία που είπε ο Truffaut στην ταινία, όμως αυτή είναι μόνο η βάση στην οποία έστησε ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα.
Ο ψυχογραφικός ρεαλισμός του νέου κύματος βρήκε εύφορο έδαφος να ανθίσει πάνω σε αυτή την ασυνήθιστη ακόμα και για τα δεδομένα της γαλλικής αριστοκρατίας ερωτική ιστορία. Η ματιά της κοινωνίας σχεδόν απουσιάζει, καθώς ακόμα κι όταν αναφέρεται γίνεται περισσότερο για να μας θυμίσει ότι η ιστορία έχει χρόνο και τόπο, παρά για να ασχοληθούμε περισσότερο μ’αυτήν. Η γρήγορη αφήγηση σε 3ο πρόσωπο “κεντράρει” τους πρωταγωνιστές και την ψυχοσύνθεσή τους, ενώ η κινηματογράφηση δείχνει την επιφάνεια, το εξωτερικό τους περίβλημα. Ξαναπιάνοντας στοιχεία του κλασικού θεάτρου, είτε της αρχαιότητας είτε του Shakespeare, ο Truffaut βάζει τους χαρακτήρες του στο θυσιαστήριο της τραγικής αφήγησης, χρησιμοποιώντας όμως τον ρεαλισμό της εποχής του, που βάζει το θεατή σε θέση δίπλα και μέσα στις συνθήκες εξέλιξης των βασάνων των ηρώων.
Οι ήρωες δεν έχουν πρόδηλα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν την τραγικότητά τους – σε αντίθεση για παράδειγμα με τρίτους χαρακτήρες της ταινίας, όπως η Thérèse, μια νεαρή παρουσία που ζει μακριά από τη συναισθηματική δέσμευση. Σε πολλά σημεία δείχνουν για τους δικούς τους λόγους “μεγαλείο ψυχής”, ίσως προκαλώντας και κομμάτι πιο φονταμενταλιστικών κοινωνιών της εποχής (όχι της παριζιάνικης πάντως, που ίσως ήταν πιο προοδευτική απ’όσο στις μέρες μας). Το “μεγαλείο ψυχής” αυτό όμως είναι που κάνει τους ήρωες ευάλωτους και ουσιαστικά αποτελεί την κλειδαρότρυπα για να κοιτάξουμε – μέσω της κινηματογραφικής αφήγησης – μέσα στην ψυχή τους. Τα μεγάλα διλήμματα των τραγικών ηρώων του κλασικού θεάτρου αντικαθίστανται από αποφάσεις που δε μοιάζουν προφανείς, φέρνοντας έτσι μια νέα ματιά ακόμα και στις αποδεκτές κοινωνικές συμβάσεις των ανθρώπινων σχέσεων.
Το τέλος των ηρώων είναι τραγικό, δε μπορούν να ξεφύγουν από τους δαίμονες τους, δε μπορούν να φτιάξουν τον παράδεισο που ίσως ονειρεύονται ότι είναι εφικτός και ικανός να χωρέσει τις ασυνήθιστες επιθυμίες τους. Στο τέλος ο θεατής έχει πάρει μια γερή δόση ενδοσκόπησης, αλλά μαζί έχει περπατήσει την ίδια δύσκολη γραμμή στο δρόμο της κοινωνικής εξέλιξης που ανάλογα τον τόπο και το χρόνο του μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του μπροστά ή πίσω από τους ήρωες μιας εκκεντρικής ερωτικής ιστορίας.