Press "Enter" to skip to content

Τα αδέλφια της Λέιλα και μια γενιά-θύμα

Το δημιούργημα του Saeed Roustayi, για καλό ή για κακό, είναι αποτύπωμα της εποχής του. Πιο συγκεκριμένα, όχι μόνο της εποχής του, αλλά και μιας γενιάς ολόκληρης που έχει βρεθεί σε έναν κόσμο που δεν ξέρει τι της φταίει και έχει μεγαλώσει αρκετά ώστε να έχει το δικαίωμα, την υποχρέωση, αλλά και το προνόμιο να εκφραστεί μέσα στην κοινωνία, σε κάθε κοινωνία του πλανήτη, και μέσα από την τέχνη. Πρόκειται για μια γενιά-θύμα, που χρησιμοποιεί αυτό το χαρακτηριστικό της σε κάθε έκφραση, σίγουρα όχι για μια γενιά-ήρωα, καθώς δεν προτείνει την αλλαγή, παρά αντιτίθεται σε μια αντιδραστική λαίλαπα που σαρώνει για δεκαετίες το μεγάλωμά της.

Υπάρχουν και μέρη του κόσμου που ο οπισθοδρομικός οδοστρωτήρας είναι κάπως πιο αμείλικτος – αν χρησιμοποιήσει κανείς μια τέτοια “κομψή” έκφραση – σε σχέση με άλλα. Ένα τέτοιο μέρος είναι το Ιράν, τουλάχιστον αν ακολουθήσει κανείς τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, πόσο μάλλον σε σύγκριση με τη δυτική Ευρώπη και γενικότερα το λεγόμενο global north. Το Ιράν είναι η μεγέθυνση της αντίδρασης, καθώς περιλαμβάνει στην απόλυτη υπερβολή τα στοιχεία της οπισθοδρόμησης που προσπαθούν να αναπτυχθούν και στις δυτικές κοινωνίες. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι επίσημη κρατική εξουσία, η πολιτική εξουσία μοιράζεται από θεοκρατικά συμβούλια, τα δικαιώματα των γυναικών δεν επιτρέπουν ούτε το ελεύθερο …ντύσιμο, ενώ η πατριαρχία υπάρχει σε μορφές θεσμικές που από τα μέλη της κοινωνίας θεωρούνται πολιτισμικά θεμέλια.

Τα θέματα αυτά απασχολούν τον Ιρανικό κινηματογράφο, που έχει δώσει μερικές από τις πιο αιχμηρές εκφράσεις της κριτικής της κοινωνίας, σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, αναπτυσσόμενος μέσα σε ένα εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον. Όχι απλά εχθρικό όσο αφορά τον όχλο, αλλά με σαφή και ευθεία λογοκρισία, με διώξεις και φυλακίσεις δημιουργών, μεταξύ των οποίων και του Roustayi, για την ταινία “Η Λέιλα και τ’αδέρφια της”, που δεν έδειχνε να συμφωνεί με τις οδηγίες για τήρηση των χρηστών ηθών και ορθής παρουσίασης του ισλαμικού κράτους.

Πέραν αυτού του γενικότερου κλίματος, ωστόσο, το Ιράν των τελευταίων χρόνων έχει σημαδευτεί, ακόμα μια φορά, από το ξέσπασμα τεράστιων σε όγκο και μαχητικότητα αγώνων που έχουν στο επίκεντρο τη γυναικεία χειραφέτηση και το σπάσιμο του εξαιρετικά στενού πλαισίου της θεοκρατίας και της πατριαρχίας (ή της θεοκρατικής πατριαρχίας), ενός αγώνα που μετράει πολλά θύματα και φυσικά ενός αγώνα που προκαλεί το θαυμασμό, το σεβασμό και τη στήριξη κάθε προοδευτικού ανθρώπου στον πλανήτη.

Υπό αυτό το πλαίσιο, μια Ιρανική ταινία του 2022 που βάζει στο επίκεντρό της τις καταστροφικές συνέπειες που έχει η πατριαρχεία όχι μόνο για την ελευθερία των γυναικών, αλλά για την ευημερία ενός ολόκληρου λαού, καθώς βάζει εμπόδια στην προκοπή του, είναι μια τολμηρή κίνηση, που αξίζει το σεβασμό του θεατή, καθώς και το ενδιαφέρον, δεδομένου μάλιστα ότι είναι δημιούργημα ενός σκηνοθέτη της γενιάς των millennials, που δίνει αυτή τη στιγμή τους συγκεκριμένους αγώνες και μετράει τα θύματά της. Επίσης, το γεγονός ότι η ταινία αυτή χρησιμοποιεί εικόνες που μπορούν να σοκάρουν μια ολόκληρη κοινωνία (όπως το χαστούκι της κόρης στον γέρο πατέρα της που “υποθήκευσε” τη ζωή μιας οικογένειας για την πατριαρχική τιμή του), που μπορούν να χαρακτηριστούν ως και μνημεία ή έστω σημεία αναφοράς, της δίνει μια πολύ μεγάλη αξία κι αυτό είναι τεράστιο επίτευγμα. Αν σκεφτεί κανείς μάλιστα ότι την ίδια στιγμή, πολλοί εγνωσμένης αξίας ευρωπαίοι δημιουργοί προτιμούν να ασκήσουν κριτική στον… 19ο αιώνα (παράδειγμα της περασμένης χρονιάς ο Marco Bellocchio), αυτή η καλλιτεχνική έκφραση στο Ιράν αξίζει και το θαυμασμό μας.

Πέρα από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο έρχεται και αναπτύσσεται η ταινία, αν η ανάλυση στην αφήγηση γίνει με “οικουμενικά” κριτήρια, τότε φαίνεται ότι της λείπει το ίδιο πράγμα που λείπει από τη γενιά του δημιουργού της. Οι millennials έχουν κυρήξει τον πόλεμο στην πατριαρχία (και καλά κάνουν), βάζοντάς την όμως πολλές φορές εξαιρετικά μόνη στο επίκεντρο των εχθρών της, των πηγών που δημιουργούν τα προβλήματά της. Μοιάζει σαν να γίνεται η εκμετάλλευση πιο βιώσιμη όταν αυτή απουσιάζει κι αυτό δεν είναι τίποτ’άλλο παρά η συνηθισμένη αλλοτρίωση που προσφέρει ο καπιταλισμός (είτε με θεοκρατικό, είτε με κοσμικό μανδύα), ότι η απουσία ή παρουσία μίας συνθήκης, η αντικατάστασή της ή η προσθήκη της, μπορούν να κάνουν τη ζωή πιο βιωτή.

Αν και η ιστορία που αφηγείται ο Roustayi περιλαμβάνει μέσα τα πάντα, την καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας, του κράτους, καταλήγει στο να βάλει στο επίκεντρο μόνο τη “στρευλή” ανάπτυξη που αυτή έχει λόγω της ανάπτυξης της πατριαρχίας, την οποία την αναδεικνύει σε αιτία και όχι σε αποτέλεσμα της οργάνωσης της εκμετάλλευσης. Οι τραγικοί ήρωες της ταινίας, που χάνουν τα πάντα λόγω της ύπαρξης της πατριαρχικής οπισθοδρόμησης, θα έχαναν έτσι κι αλλιώς τα πάντα, ακριβώς γιατί ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο ένας παράγοντας που έστησε τα εμπόδια στην προκοπή τους, θα υπήρχαν όλοι οι υπόλοιποι που από τη μια εμποδίζουν τα λαϊκά στρώματα να ζήσουν χωρίς ανέχεια και από την άλλη αφήνουν τον φτωχοδιάβολο να πιστεύει πάντα ότι θα τα καταφέρει. Ένας καλοπροαίρετος θεατής μπορεί να εικάσει ότι η ιστορία τα λέει όλα, όμως πέρα από τις εικασίες του θεατή, έχει σημασία και το μήνυμα του δημιουργού, ακόμα και για λόγους τιμιότητας – και αυτό φτάνει μόνο μέχρι ένα ορισμένο σημείο, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα μηνύματα που χαρακτηρίζουν την “εντός τειχών προοδευτική” ιδεολογία της εποχής.

Όσο αφορά την κινηματογράφηση, υπάρχει μια εντυπωσιακή εισαγωγή, με απίστευτες εικόνες που ακροβατούν μεταξύ της φωτογράφησης της μάζας και του ατόμου, η οποία όμως δε συνεχίζεται στη συνέχεια του φιλμ, καθώς και οι ίδια η αφήγηση αλλάζει και από ευθέως κοινωνική επικεντρώνεται στο πώς θα δείξει την αντανάκλαση των σχέσεων της κοινωνίας μέσα από τις σχέσεις των προσώπων, της οικογένειας, των πρωταγωνιστών.

Ίσως όμως είναι απλά κι ένα βήμα πριν το επόμενο, το μεγαλύτερο.