Press "Enter" to skip to content

Μια “απαγωγή” στο χθες, που δε μιλάει για το σήμερα

Η ιταλική αριστερά, αυτό το συνονθύλευμα ιδεών μιας αμετάκλητης νιότης, τροφοδότης κάθε λογής ιδεολογίας ως και ιδεοληψίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κοντεύει να κλείσει μισόν αιώνα από τότε που έβαλε την ταφόπλακα πάνω στο συλλογικό όνειρο το οποίο πρέσβευε, από τότε που ξεκίνησε την προσπάθειά της να ανασυγκροτηθεί, να αναγεννηθεί, να επανανοηματοδοτηθεί και να επαναπροσδιοριστεί. Έχοντας χάσει κατά κράτος τη μάχη για όλους αυτούς τους στόχους, έχοντας χάσει την κοινωνία που ξαναγίνεται συντηρητική, ξενοφοβική, ως και φασιστική, συνεχίζει το έργο της αμνησίας της, της αποστροφής στον αγώνα που έφερε νίκες για τον κόσμο, καλύτερες συνθήκες ζωής στην καθημερινότητα και φυσικά μια μεγάλη επαναστατική αλλαγή στην τέχνη και μιλώντας για την Ιταλία μία τεράστια σχολή στον κινηματογράφο.

Αν υπάρχει ένας εκφραστής αυτών των παθών της ιταλικής αριστεράς, τότε αυτός είναι ο Marco Bellocchio, που έζησε την εποχή των ρόδων και είναι πια καταδικασμένος να ζει την εποχή των πέτρινων χρόνων, που οι ιδέες έχουν αντικατασταθεί από τη διαχείριση και το συλλογικό όνειρο από μια αόριστη κριτική. Σ’αυτό το πνεύμα μέσα, στις αρχές της 3ης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο Bellocchio αποφάσισε να τα βάλει με έναν από τους πιο παραδοσιακούς εχθρούς της ιταλικής αριστεράς, γενικότερα του προοδευτικού κόσμου, αλλά από αυτούς που κάθονται ιδιαίτερα στο σβέρκο της ιταλικής αριστεράς: την Kαθολική Eκκλησία. Και καλά έκανε. Ή καλά θα ήταν να το έκανε.

Ένα άλλο πρόβλημα της ιταλικής κοινωνίας – και κατ’επέκταση της ιταλικής αριστεράς – είναι ότι αρέσκεται στο να μένει στις δόξες του παρελθόντος. Συγκρίνοντας το χαρακτηριστικό αυτό με την ελληνική κοινωνία, φαίνεται πιο αποδεκτό και φυσιολογικό, γιατί δεν αφορά τα μεγαλεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως γινόταν επί Μουσολίνι, αλλά τα μεγαλεία μιας χώρας και μιας κουλτούρας που δεν υπάρχει πια, που μάλιστα μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ μέσα στο ενιαίο Ιταλικό κράτος που ιδρύθηκε το 1861. Υπάρχει μια μανία να εξυψώνεται η ιταλικότητα από την αναγέννηση μέχρι την παλιγεννεσία, στην αναζήτηση μιας πολιτισμικής υπεροχής που δεν έχει φυσικά συνέχεια στη μετά-Μπερλουσκόνι (μετά-Mediaset) εποχή. Την ίδια ακριβώς αναμασημένη και κουραστική συνταγή για τα δεδομένα του δημόσιο λόγου στην Ιταλία καταφεύγει και ο Bellocchio, αδυνατώντας να τα βάλει με τον μεγάλο αντίπαλο, την Καθολική Εκκλησία και τον Πάπα, στο σήμερα.

Η ιστορία που αφηγείται το φιλμ τοποθετείται ακριβώς σε εκείνη την εποχή που οι Ιταλοί αρέσκονται σήμερα να θυμούνται και να νιώθουν ενωμένοι, μακριά από τα χρόνια του τρόμου, τις μάχες της δεξιάς και της αριστεράς, τους φασίστες και τους παρτιζάνους, σε ένα κλίμα ιδεολογικής σιωπής που με κάποιο διαφορετικό τρόπο φτιάχνεται σε κάθε χώρα. Για το λόγο αυτό είναι μια καλή εποχή να μιλάει κανείς για το Ριζορτζιμέντο και τα καλά που έφερε στον κόσμο, το λαϊκό κράτος, το ενωμένο κράτος, το ρεπουμπλικανικό κράτος – αλλά όσο ενδιαφέρον κι αν φαίνεται αυτό σε κάποιον εξωτερικό παρατηρητή, που είναι εύκολο να θαυμάσει και να ενδιαφερθεί για εκείνο το κομμάτι της ιταλικής ιστορίας, αλλά τόσο μη ενδιαφέρον είναι μπροστά στην ανάγκη να ξαναϋπάρξει φρέσκος λόγος και καλλιτεχνική έκφραση στη χώρα του Γκαριμπάλντι.

Θύτης της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Πάπας, ο οποίος απαγάγει παιδιά εβραϊκών οικογενειών και μεγαλώνοντάς τα υπό την προστασία του τα μετατρέπει σε καθολικούς χριστιανούς. Την ιστορία ενός τέτοιου παιδιού, που απήχθη από την οικογένειά του στη Μπολόνια το 1858, μας λέει η ταινία. Σωστά αναδεικνύει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, την υστερική ανάπτυξη του αντισημιτισμού από όλους τους θεσμούς εξουσίας, μεταξύ των οποίων προεξέχουσας της Εκκλησίας, που οδήγησε και στην αποδοχή της φρικαλεότητας του Ολοκαυτώματος στα μέσα του 20ου αιώνα.

Μέσα στην εξέλιξη της πλοκής βλέπει κανείς έναν πολυπλόκαμο Πάπα, που αξιοποιεί αμόρφωτες μάζες πιστών για να βάζει σε κίνηση το σχέδιο της αργής και συστηματικής κάθαρσης των διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων της επικράτειάς του. Ωστόσο, υπάρχει μόνο ο θύτης, ενώ η λύση του δράματος έρχεται μέσω του από μηχανής θεού, του ριζορτζιμέντο, που δίνει τη ρεπουμπλικάνικη λύση ανατρέποντας την προυγούμενη εξουσία.

Η αφήγηση του Bellocchio αποτυγχάνει ολοκληρωτικά να παρουσιάσει μια ιδεολογική βάση πάνω στην οποία δε μπορεί να χωρέσει η επιχείρηση του εθνοτικού ή θρησκευτικού αφανισμού. Μένοντας περισσότερο στην ανάπτυξη της συναισθηματικής κατάστασης των θυμάτων-πρωταγωνιστών, δηλαδή της οικογένειας των Εβραίων της Μπολόνια, που η Εκκλησία απαγάγει το παιδί της, υποτίθεται ότι εμμένει στον ρεαλισμό, αλλά εύκολα μπορεί να πει κανείς ότι η εμμονή αυτή αφορά το δέντρο και όχι το δάσος. Το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα και το μήνυμα της ταινίας περιέχει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το αίσθημα της εθνικής ή πολιτισμικής υπερηφάνιας του θύματος – στη συγκεκριμένη περίπτωση των Εβραίων – όπως εκφράζεται κυρίως από τη μητέρα του απηγμένου αγοριού, παρά την ίδια την πάλη ενάντια στην κυριαρχία του οποιοδήποτε δυνάστη με βάση τη θρησκεία ή τη φυλή.

Πέρα από την αφήγηση, που φαίνεται να ακολουθεί το δράμα της ιταλικής αριστεράς και της ιταλικής διανόησης, τον ίδιο δρόμο έχει και η κινηματογράφηση, η οποία αν και μπορεί να προκαλέσει δέος από την αντικειμενική ομορφιά που παρουσιάζει, αναλώνεται στο να αναμασήσει την αναγεννησιακή ζωγραφική πάνω στο πανί, να παίξει με τον ίδιο τρόπο με το φως πάνω στο σκοτάδι και να αφήσει τους θεατές να ευχαριστηθούν ένα όντως πανέμορφο ταξίδι στους πύργους και τα κανάλια της Μπολόνια του 19ου αιώνα. Όλα αυτά, για να επιτευχθεί η αντανάκλαση ενός αποτυχημένου επαναπροσδιορισμού, που στον 21ο αιώνα θέλει να ξαναμιλήσει για τις ιδέες του 20ου με τα υλικά του 19ου.