Με ποια υλικά φτιάχνεται μια ζωή; Τι ρόλο παίζει η ωριμότητα, οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις, τα ερεθίσματα για να χτίσει κανείς έναν κόσμο μέσα στον οποίο θα περάσει τα χρόνια που του δίνονται; Πώς γίνεται η επιλογή εκείνου που αξίζει μέσα από τις άπειρες πιθανότητες των εμπειριών; Μέχρι πού φτάνει ο φόβος και η ανασφάλεια για την όποια ματαίωση μίας πιθανότητας, που ισοδυναμεί με την εκπλήρωση μιας άλλης; Αυτό είναι μόνο ένα γενικό περίγραμμα της θεματολογίας που ανοίγει για περίπου 2 ώρες η κινηματογράφηση μιας πιθανοκρατικής ρουτίνας, στις “Υπέροχες Μέρες” του Wim Wenders.
Ο δημιουργός φτιάχνει έναν κόσμο για να μας μιλήσει, έναν κόσμο κι έναν χαρακτήρα πολύ εύκολο να τους καταλάβουμε, ώστε να μη μπερδευτούμε στα μικρά νοήματα και να επικεντρωθούμε στα μεγάλα μεγέθη. Όσο αφορά τον κόσμο, επιλέγει την κλασική αρμονία, χωρίς όμως να τη γδύνει από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής μας, καταπέφτοντας σε νατουραλιστικά αισθητικά ευφυολογήματα. Πηγαίνει στο Τόκιο, την καρδιά της κλασικής αρμονίας, που βρίσκεται μέσα στη ρευστή μεγαλούπολη, την πιο τιτάνια αυτού του πλανήτη. Βάζει ένα λόγο διαστάσεων 1.37:1 για να δείξει την αρμονία κατά μήκος και των 2 διαστάσεων την προβολής, επιλέγει χώρους που επιτρέπουν το χώρισμα της εικόνας με απόλυτα αρμονικό τρόπο, για να εστιάσει στο περιεχόμενο που με αυτό τον τρόπο έρχεται πιο μπροστά και κοντά στον θεατή.
Μέσα σ’αυτό τον αρμονικό και απαραίτητα απλό κόσμο υπάρχει ο αντίστοιχα απλός πρωταγωνιστής. Προκειμένου να σβήσει τα μη απαραίτητα ο δημιουργός καταφεύγει σε μια αιώνια τεχνική της λογοτεχνικής αφήγησης. Ο ήρωας είναι ένας “κανένας”, ένας άνθρωπος αόρατος στην υπόλοιπη κοινωνία, που ακόμα και η συμβολή του σ’αυτή δε γίνεται αντιληπτή, ζει και προσφέρει σ’αυτήν με έναν τρόπο που θεωρείται μηχανικός. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα δημιουργός καταφεύγει στη λύση αυτής της λύτρωσης για να εστιάσει εκεί που θέλει. Η δημιουργία του “κανένα” είτε ως λύτρωση, είτε ως σωτηρία, είναι γνωστή από τα ομηρικά έπη, όμως είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε λαϊκούς θρύλους, θρησκευτικές ιστορίες και φυσικά σύγχρονα μεγαλουργήματα.
Υπάρχει λόγος να σταθεί κανείς στην επιλογή του “κανένα”, γιατί είναι εύκολο να αποτελέσει αιτία κριτικής της παρουσίασης του θέματος. Αν εξετάσει κανείς κάπως επιδερμικά την αφήγηση της προσωπικής ιστορίας ενός φτωχού ανθρώπου, μπορεί να φτάσει στο βεβιασμένο συμπέρασμα ότι επιχειρείται μια ρομαντικοποίηση της φτώχειας, αποδοχή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου ως εργαλείου στην παραγωγική διαδικασία μιας καπιταλιστικής υπερδύναμης, που ζει μέσα στο αντίστοιχο κοινωνικό εποικοδόμημα. Ωστόσο, ο δημιουργός (σκηνοθέτης μαζί με τον συν-σεναριογράφο) επιλέγει να μας δείξει ότι δεν ασχολείται με το πώς βρέθηκε εκεί ο κεντρικός ήρωας, παρά να δείξει ότι είναι κομμάτι των επιλογών του να ζει σ’αυτόν τον κόσμο που ο ίδιος έφτιαξε, ως μια πιθανότητα, την οποία δεν είναι απαραίτητο ούτε να αποθεώσει, ούτε να κρίνει κανείς. Είναι απλά μια πιθανότητα, δεν είναι το μεγάλο μέγεθος. Το γεγονός ότι μέσα στην ταινία αναλαμβάνει σε σωστό σημείο να δώσει μια ματιά σε αυτή την προσέγγιση, κλείνοντας τη συγκεκριμένη “τρύπα” που μπορεί να αποπροσανατολίσει, αποτελεί στοιχείο αρτιότητας.
Το άλλο μεγάλο στοιχείο της αφήγησης και της σκηνοθετικής ματιάς είναι η αντίθεση ανάμεσα στην αρμονία του κλασικού και τη ρευστότητα του επιφανειακού και οπορτουνιστικού κόσμου. Ο τρόπος που προσφέρεται μέσα από τους χαρακτήρες μπορεί να εννοηθεί εύκολα ως μια αντίθεση γενεών, που χρησιμεύει ασφαλώς, επειδή απαντάει σε ένα από τα διαχρονικά κίβδηλα ιδεολογήματα της ανωτερότητας της νέας γενιάς σε σχέση με τις παραδοσιακότερες προηγούμενες, αλλά αν ακούσει κανείς το δημιουργό τότε καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Η αντίθεση ανάμεσα στον μεγαλύτερο σε ηλικία πρωταγωνιστή και τον συνάδελφό του, δεν είναι μόνο αντίθεση γενεών. Σίγουρα η απουσία της εμπειρίας στον δεύτερο βοηθάει στο να χάνει τον έλεγχο, να θεωρεί μια στιγμιαία ευκαιρία το γεγονός που θα αλλάξει τη ζωή του, σε μια ντετερμινιστική ανάγνωση της διαδικασίας διαβίωσης. Σίγουρα η ίδια απουσία εμπειρίας οδηγεί στην υποτίμηση της αξίας υλικών αγαθών και της ανταλλαγής τους με ένα και μόνο, το χρήμα, το οποίο αποθεώνει ως ρυθμιστή όλων των σχέσεων.
Όμως η αφήγηση δίνει απάντηση και σε αυτή την επιφανειακή ανάγνωση της αντίθεσης. Δεν είναι αντίθεση μεταξύ γενεών, αλλά αντίθεση μεταξύ κόσμων. Σε κάποιο σημείο, σε μία ποδηλατάδα με την ανιψιά του, ο πρωταγωνιστής της εξηγεί ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι που υπάρχουν παράλληλα και πολλοί κόσμοι δε συναντιούνται ποτέ, σε μια στιγμή που η σύνδεση με τη νεότερη γενιά είναι πολύ πιο βαθιά από αυτή που έχει με τη γενιά του, την αδερφή του, που τράβηξε το δρόμο της για να φτιάξει και να ζήσει σε έναν άλλο κόσμο που δε συναντιέται με τον δικό του. Η ανιψιά του πρωταγωνιστή δεν αντάλλαζε τις εμπειρίες της με τα χρήματα, μπορούσε να βγάλει την ίδια φωτογραφία και με το προϊόν της σύγχρονης τεχνολογίας (το smartphone) αλλά και τη φωτογραφική μηχανή με το φιλμ, διάβαζε τις ίδιες ιστορίες στα λογοτεχνικά διέξοδα του θείου της και ταυτιζόταν με τους δικούς του ήρωες, αντιμετωπίζοντας με αυτό, τον δικό της τρόπο τον φόβο και το άγχος που δημιουργεί η απουσία της εμπειρίας.
Ωστόσο, η αντίθεση της κλασικής αρμονίας, που μπορεί και υπερέχει των πιθανοτήτων, σε σχέση με την ακατάσχετη ρευστότητα που αναγκάζεται να στραφεί σε έναν οπορτουνιστικό και συνεπώς κίβδηλο ντετερμινισμό είναι το κεντρικό θέμα της ταινίας. Σε πρώτο πλάνο την αφήγηση βοηθάει το πιο prêt a porter είδος τέχνης, η μουσική – και συγκεκριμένα το pop στερέωμα. Τι είναι αυτό που ορίζει το κλασικό; Στις μέρες μας και στην καθημερινή ζωή πολλοί απαντούν – όχι λανθασμένα – ότι είναι αυτό που αντέχει στο χρόνο. Αλλά αυτό που ορίζεται ως κλασικό στην τέχνη είναι αυτό που περιέχει την αρμονία, εκεί που όλα τα κομμάτια παίρνουν τη θέση τους με τρόπο που φαίνεται “φυσικός” για να συνθέσουν το προϊόν της καλλιτεχνικής έκφρασης. Αυτή την κλασική αρμονία βρίσκει ο πρωταγωνιστής στη μουσική που ενέπνευσε τη γενιά του. Όχι της γενιάς του, έγινε από μια προηγούμενη γενιά, για να εμπνεύσει τη γενιά του. Η Patty Smith, η Nina Simone, ο Lou Reed, οι Rolling Stones, οι Animals είναι τα υλικά με τα οποία εμπνεύστηκε και διαμορφώθηκε στην εφηβεία, στο πλάσιμό της, η γενιά του πρωταγωνιστή. Αυτά τα κλασικά υλικά είναι ικανά να εμπνεύσουν πάντα, μέχρι και να γκρεμίσουν τον κόσμο της ρευστής βεβαιότητας της νεότερης γενιάς που ξαφνικά ανακαλύπτει το κενό της μέσα από την ανακάλυψη του μεγάλο μεγέθους.
Αυτή η ανάδειξη της κλασικής αρμονίας, που φαίνεται μέσα από την κινηματογράφηση οπτικά και την επιλογή της μουσικής ακουστικά στην ταινία, δεν είναι η αποθέωση του παλιού. Κάθε γενιά έχει τα δικά της υλικά. Η δική μου γενιά, οι millennials, αν βάλουμε να ακούσουμε το κλασικό ροκ της δεκαετίας του 90 και των αλλαγών του αιώνα, σήμερα θα καταλάβουμε τα ίδια πράγματα, με τον απόλυτα αρμονικό ρυθμό των 4/4, με τη μελωδική γραμμή που είναι εισαγωγή, βαρυτονία, γέφυρα και συνοδεία του ρεφρέν. Ό,τι είναι οι παραπάνω για τον πρωταγωνιστή μιας ταινίας μπορούν κάλλιστα να γίνουν οι κασέτες με Nirvana, R.E.M., Red Hot Chili Peppers, Cranberries, …και βάλτε ό,τι άλλο θέλετε. Είναι το κλασικό αποτύπωμα της κάθε εποχής που αποτελεί ένα μεγάλο μέγεθος.
Αυτό είναι ένα απαραίτητο επίπεδο που χρειάζεται να αντιληφθεί κανείς κατά τη θέαση ώστε να περπατήσει μαζί με το δημιουργό στο κεντρικό ερώτημα: με ποια υλικά φτιάχνεται μια ζωή; πού βρίσκονται τα μεγάλα μεγέθη; Στην ταινία αυτά είναι αναγκαίο να απομονωθούν σε λογοτεχνικά βιβλία του ενός δολαρίου και κασέτες προσεχτικά στοιβαγμένες σε μια υλική playlist που προσπαθεί να μιμηθεί η σύγχρονη τεχνολογία. Όμως στην καθημερινή ζωή το ερώτημα είναι αν με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της διαβίωσης έχει αυτό το μεγάλο μέγεθος που οδηγεί στο συναίσθημα, στο γέλιο απέναντι στη ζωή, εκείνου που γνωρίζει πως να περάσει μέσα σ’αυτή και πώς να την αντιμετωπίσει, εκείνου που ακόμα και το τέλος της, το μεγαλύτερο φιλοσοφικό αδιέξοδο της ανθρωπότητας, είναι πηγή για να πάρει αποφάσεις και όχι για να κρυφτεί πίσω από τη δυσκολία του άγνωστου αποτελέσματος της μοναδικής γνωστής πιθανότητας.
Η ζωή πλάθει τα όνειρα και οι εμπειρίες διαμορφώνουν τη συνέχεια αυτής της έμπνευσης. Η εργασία μπορεί να αλλοτριώσει και να πάρει πίσω την έμπνευση, την επαφή με τα μεγάλα μεγέθη, την ίδια την ουσία της ζωής. Για το λόγο αυτό, όταν ο χρόνος δε φτάνει για τη λογοτεχνία, για τη φωτογράφηση, ο πρωταγωνιστής πρέπει να αντιδράσει, ώστε να μην περάσει ακόμα μια μέρα με θολά τα όνειρά του. Αυτή είναι όλη του η περιουσία, μια περιουσία που λείπει όμως από πολλούς άλλους, που χάνονται μέσα στη ρευστότητα της αναζήτησης μιας ευκαιρίας για είσοδο σε έναν κόσμο που δε γνώρισαν και δε θα γνωρίσουν μάλλον ποτέ.
Η ζωή είναι να παρατηρείς τον κόσμο των άλλων όταν έρχεται σε επαφή με τον κόσμο τον δικό σου και να μπορείς να κάνεις κάθε κομμάτι του κόσμου σου να έχει μια αξία που φτιάχνει το επόμενο κομμάτι του. Αυτή είναι η απάντηση στο υπαρξιακό δίλημμα που ίσως χρειάζεται κανείς να γίνει “κανένας” για να βρει την αιτία ύπαρξης όλων των πραγμάτων γύρω του, που στην πραγματικότητα συνθέτουν τη δική του αιτία ύπαρξης και τον οδηγούν στο να είναι κάποιος.