“Υπέροχες Μέρες”, ένα συνονθύλευμα ημερών κι εμπειριών στη ζωή ενός ανθρώπου που επέλεξε να αφεθεί στο ρου των γεγονότων από αφέλεια, οκνηρία ή γενναιότητα; Είναι αυτός ο άνθρωπος μία σκιαγράφηση του καθενός μας, ή πλάστηκε με πολλή παραπάνω δύναμη από αυτή ενός ανθρώπου που χαίρεται με τις μικρές χαρές της ζωής, χωρίς να διεκδικεί να βελτιώσει τη δική του; Χρειάζεται ο θεατής να συντονιστεί με την προσέγγιση του πρωταγωνιστή, και τι έχει να κερδίσει ή να χάσει; Αυτές ήταν λίγες μόνο από τις ερωτήσεις που μου γεννήθηκαν παρακολουθώντας το πιο πρόσφατο δημιούργημα του Wim Wenders ένα κρύο απόγευμα σε μία από τις χώρες στις οποίες οι προϋποθέσεις για διαβίωση κάνουν τα ερωτήματα αυτά όχι μόνο επίκαιρα, αλλά και προσωπική υπόθεση του καθενός που επιδιώκει να περνά υπέροχες μέρες.
“Komorebi” ήταν ο αρχικός τίτλος του φιλμ, “η λιακάδα που διαπερνά τα δέντρα” στα Ιαπωνικά, αναφορά στη συνήθεια του πρωταγωνιστή κ. Hirayama να στρέφει το βλέμμα του προς τις φυλλωσιές του πάρκου στο οποίο παίρνει το μεσημεριανό του κάθε μέρα. Ένα πάρκο στο οποίο οι περαστικοί ξαποσταίνουν, μη δίνοντας σημασία στον κ. Hirayama, ενώ αυτός αναγνωρίζει την παρουσία τους με ένα φιλικό χαμόγελο. Και ακόμη και αν είναι η μοναξιά του πρωταγωνιστή που τον ωθεί να ανοίξει την καρδιά του στους περαστικούς, η ίδια μοναξιά δεν τον εξαπατά να ξεπουλήσει όσα είναι σημαντικά για εκείνον προκειμένου να εξασφαλίσει την παρέα ή την αναγνώριση. Ο κ. Hirayama έχει όρια, δεν είναι αφελής. Σίγουρα δεν είναι και οκνηρός, ώστε να έχει παραδοθεί στο ρεύμα της ζωής που τον άγει και το φέρει κατά το δοκούν. Απόδειξη, η επιμελής ρουτίνα καθαριότητάς του και η ανάγκη του να διατηρεί το χώρο του τακτοποιημένο. Θα έλεγε κανείς, τόσο τακτοποιημένο σα να περιμένει νέες ιδέες να γεννηθούν και να το γεμίσουν. Άρα ο πρωταγωνιστής είναι ένας γενναίος που κάνει επιλογές και τις στηρίζει.
Διεκδικεί ή όχι τη βελτίωση της ζωής του; Μόνιμα. Διαβάζει βιβλία, προσέχει τον εαυτό του, κοσμεί το χώρο του με ερεθίσματα, είναι φιλότιμος και εργατικός. Θέλει να είναι πρώτα καλά με τον εαυτό του, και προκειμένου να το καταφέρει αυτό, θέτει τα όριά του πριν ανοίξει την καρδιά του ή τις προσδοκίες του στο γύρω κόσμο. Ταυτόχρονα όμως, γνωρίζει και την αξία της ζωής του ως έχει. Χαίρεται με τα βιβλία του ενός ευρώ, όχι γιατί κάποιος άλλος μπορεί να μην τα έχει, αλλά γιατί ο ίδιος μπορεί να τα έχει. Ο Hirayama έχει σχεδιάσει ένα χάρτη για τη ζωή του που περιλαμβάνει ό,τι θα του φέρει ευτυχία, και, σε αντίθεση με πολλούς από εμάς, γνωρίζει τι είναι αυτό, με ή χωρίς την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων. Η αυτάρκειά του δεν έγκειται απλά σε μία στωικότητα να υπομένει, αλλά αποτελεί κινητήριο δύναμή του. Ωμά θα ρωτούσε κανείς τι έχει να περιμένει από τη ζωή ένας άνθρωπος μόνος, φτωχός, παραμελημένος από την κοινωνία, χωρίς όσα θεωρούμε παράσημα επιτυχίας στο δυτικό κόσμο.
O Hirayama μας απαντά ότι έχουμε να ζήσουμε την ίδια τη ζωή. Παράσημο δεν είναι το κοινωνικό στάτους, η περιουσία, ακόμα και η εκπαίδευση. Είναι ο χαρακτήρας που μας επιτρέπει να ανταποκρινόμαστε στις συνθήκες της ζωής μας με προσαρμοστικότητα, καθώς μαχόμαστε να τις βελτιώσουμε. Πριν παρακολουθήσω την ταινία, θα έλεγα ότι παράσημο είναι η αντοχή στις δυσκολίες. Ωστόσο αυτή κατακτιέται πιο εύκολα και συχνά μας αφήνει μετέωρους απλά να αντέχουμε. Η ταινία με κάλεσε να εξετάσω το ενδεχόμενο η ζωή να είναι κατά μέρος ένας διάδρομος συνθηκών που φαίνονται σκληρές, δίνοντάς μας το περιθώριο ωστόσο – εάν το θελήσουμε – να βρούμε τη χαρά. Και αν δεν τη βρούμε, να τη φτιάξουμε. Η ζωή του Hirayama είναι μία πάλη, όπως και των περισσότερων από εμάς. Ποτέ του όμως δεν αναρωτήθηκε γιατί έτυχαν σε αυτόν οι συγκεκριμένες συνθήκες και πάντα έβγαζε το καλύτερο από κάθε περίσταση, ξεπερνώντας ανθρώπινα όρια πολλές φορές. Και αν κρατώ ένα πράγμα από αυτήν την ταινία, είναι το ότι ο Hirayama δεν πούλησε μία παλιοκασέτα του όσο και αν αυτό θα επέφερε οφέλη που ένας αδύναμος θα ζήλευε.