Στις 4 Ιούλη του 1954, διεξήχθη στη Βέρνη της Ελβετίας ο τελικός του 5ου Παγκοσμίου Κυπέλλου της FIFA. Στον αγωνιστικό χώρο και υπό τα βλέματα 62,500 θεατών, παρατάχθηκαν δύο ομάδες που είχαν τους δικούς τους λόγους για να πανηγυρίσουν την κατάκτηση της κορυφής του ποδοσφαιρικού Έβερεστ.
Από τη μια μεριά η Ουγγαρία, σε μια μυθική εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας αποτελούσε αναμφίβολα ό,τι πιο σύγχρονο και πιο ισχυρό υπήρχε στο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Οι Ούγγροι είχαν κερδίσει 2 χρόνια νωρίτερα το ποδοσφαιρικό τουρνουά της Ολυμπιάδας του Ελσίνκι, που ακόμα τότε θεωρούνταν μία από τις μεγάλες διοργανώσεις του σπορ. Όμως δεν είναι ότι απλά κέρδιζαν, οι Ούγγροι εκείνης της εποχής, που είχαν χτιστεί πάνω στις βάσεις που έθεσε ο Jimmy Hogan προπολεμικά και μεσοπολεμικά, ήταν μια μηχανή καινοτομίας, την οποία είχε πλέον αναλάβει ο Gusztáv Sebes.
Από την άλλη μεριά, η Δυτική Γερμανία είχε μια μοναδική ευκαιρία, μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να κατακτήσει μια μεγάλη νίκη σε ένα διεθνές τουρνουά, απαραίτητη ως γόητρο για την ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας.
Οι Ούγγροι που είχαν τότε μια γενιά που διέπρεψε στα ευρωπαϊκά γήπεδα και σε διασυλλογικό επίπεδο και αργότερα ως προπονητές, είχε αναπτύξει ένα αρκετά ελκυστικό παιχνίδι που βασιζόταν στις γρήγορες πάσες σε απόσταση περίπου 15 μέτρων, οι οποίες κάλυπταν όλο το χώρο του γηπέδου. Είχαν περάσει περίπου 30 χρόνια από την αλλαγή του κανονισμού για το offside, που είχε εξελίξει το 2-3-5 σε 3-2-5 (ή WM) και ο Sebes έκανε μια ακόμα καινοτομία. Ουσιαστικά ήταν ο πρώτος τεχνικός που εφάρμοσε μια τακτική υποχώρησης του σέντερ φορ, προκειμένου να παίξει με 2 προωθημένους εσωτερικούς επιθετικούς, φτιάχνοντας κάτι που έμοιαζε με ΜΜ ή 3-2-3-2. Έτσι ο Hidegkuti, το 9 της Ουγγαρίας, αγωνίστηκε ως προωθημένος μέσος με τους Puskás και Kocsis να αναλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη ευθύνη στο σκοράρισμα.
Αυτό το πλάνο απέδιδε καρπούς και η Ουγγαρία θριάμβευσε μέχρι τον τελικό. Στον όμιλο επιβλήθηκε της Νότιας Κορέας με 9-0 και της Δυτικής Γερμανίας (που ξανασυνάντησε στον τελικό) με 8-3. Στα νοκ-άουτ βρήκε τις 2 φιναλίστ του προηγούμενου Μουντιάλ, αρχικά τη Βραζιλία και μετέπειτα την Ουρουγουάη, τις οποίες κέρδισε με το ίδιο σκορ, 4-2, την πρώτη στην κανονική διάρκεια του παιχνιδιού και τη δεύτερη στην παράταση.
Από την άλλη μεριά, η Γερμανία πέρα από τη βαριά ήττα απέναντι στην Ουγγαρία έπαιξε 2 αγώνες πρώτου γύρου με την Τουρκία, κερδίζοντάς την αρχικά με 4-1 και μετ΄έπειτα με 7-2. Στον προημιτελικό επιβλήθηκε της φιναλίστ του Ολυμπιακού τουρνουά Γιουγκοσλαβίας με 2-0 και στον ημιτελικό διέλυσε την Αυστρία με 6-1.
Αντίθετα με το πολύ ελκυστικό σύστημα της Ουγγαρίας, η Γερμανία είχε ήδη υιοθετήσει την φυσιολογική εξέλιξη του metodo, δηλαδή του συστήματος του Pozzo, που είχε κυριαρχήσει στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά τον μεσοπόλεμο. Έτσι, αγωνιζόταν με το 4-2-4 και ένα υπερενισχυμένο κέντρο με ένα ιδιότυπο τετράγωνο όπου ο δεξιός εσωτερικός επιθετικός αγωνιζόταν πιο προωθημένος από τον αριστερό (όντας ένας από τους 4 επιθετικούς) και ο αριστερός ήταν ένας από τους 2 μέσους, λίγο πιο μπροστά από τον δεξί χαφ που έπαιζε μπροστά από την αμυντική γραμμή.
Το παιχνίδι του τελικού δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνο του ομίλου. Η καταρρακτώδης βροχή που είχε πέσει στο γήπεδο της Βέρνης δυσκόλευε πάρα πολύ τις συνεχείς πάσες του παιχνιδιού των Ούγγρων. Αν και στην αρχή βρέθηκαν να προηγούνται 2-0 με γκολ των Puskás και Czibor, στο 6ο και 8ο λεπτό αντίστοιχα, ισοφαρίστηκαν επίσης γρήγορα με γκολ που πέτυχαν οι Morlock και Rahn στο 10′ και 18′. Στην επανάληψη ο αγωνιστικός χώρος βρίσκονταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, ευνοώντας το παιχνίδι της λιγότερο τεχνικής ομάδας, δηλαδή της Δυτικής Γερμανίας, που ευτύχησε με τον Rahn να σκοράρει ξανά στο 84ο λεπτό για να γράψει το τελικό σκορ της αναμέτρησης.
Η νίκη αυτή, η επονομαζόμενη και ως “Θαύμα της Βέρνης” άνοιξε τεράστιες συζητήσεις για τη φυσική κατάσταση των Γερμανών παιχτών, ωστόσο αυτό που ακόμα κι αν δε συζητήθηκε πολύ έμεινε ως παρακαταθήκη είναι η σημασία του σχηματισμού και του τρόπου ανάπτυξης του παιχνιδιού ανάλογα όχι μόνο με τις ικανότητες των παιχτών, των αντιπάλων και την αντίπαλης τακτικής, αλλά και συνθηκών όπως οι κλιματικές και άλλες εξωτερικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του αγώνα ενός σπορ που είναι φτιαγμένο για να παίζεται σε ανοιχτό γήπεδο.