Στις 5 Ιούλη του 1982, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, οι εθνικές ομάδες της Βραζιλίας και της Ιταλίας θα βρίσκονταν αντιμέτωπες στο Estadi de Sarrià της Βαρκελώνης (τότε έδρα της Espanyol) προκειμένου να διεκδικήσουν την πρόκριση τους στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το παιχνίδι εκείνο, που έχει καταγραφεί στις ποδοσφαιρικές βίβλους με διάφορα ονόματα, αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο του σπορ.
Ο τρόπος που διεξαγόταν τότε το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε 2 φάσεις των ομίλων. Αρχικά οι 24 ομάδες χωρίζονταν σε 6 ομίλους από τους οποίους προκρίνονταν οι 2 πρώτες, για να δημιουργηθούν 4 νέοι όμιλοι των 3 ομάδων, με την πρώτη κάθε ομίλου να αγωνίζεται στα ημιτελικά. Έτσι, αν και η αναμέτρηση της Ιταλίας και Βραζιλίας είχε χαρακτήρα προημιτελικού, καθώς όποιος κέρδιζε θα προκρινόταν στην επόμενη φάση, στην πραγματικότητα ήταν το 3ο παιχνίδι του 3ου ομίλου του 2ου γύρου, στον οποίο συμμετείχε επίσης η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Αργεντινή, στην παρθενική συμμετοχή του Diego Armando Maradona σε Μουντιάλ.
Η Βραζιλία, μετά την επίδειξη της απόλυτης υπεροχής της στο Μουντιάλ του 1970, που μπόρεσε να συμβεί και λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του μεγάλου υψομέτρου στο Μεξικό και τους μεγαλύτερους χώρους που η συνθήκη αυτή δημιουργούσε στο γήπεδο, έμεινε προσκολλημένη σε ένα παιχνίδι που περιείχε πάρα πολλές ατομικές ενέργειες και εμπνεύσεις, με την συμπερίληψη πολλών ταλαντούχων παιχτών, κυρίως στη μεσαία γραμμή. Παίζοντας με ένα σύστημα που ήταν 4-2-2-2, η γενιά του Zico, του Sócrates, του Falcão και του Cerezo είχε τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει ένα εξαιρετικά όμορφο παιχνίδι, με την ανάπτυξη τριγώνων και έμφαση στην επιθετική δημιουργία.
Αυτή η διάταξη είχε κάνει θραύση στα γήπεδα της Ισπανίας και έχριζε τη Βραζιλία ένα από τα μεγάλα φαβορί για την κατάκτηση του κορυφαίου ποδοσφαιρικού τίτλου. Αρχικά, στον 6ο όμιλο, η Σελεσάο πέτυχε 3 νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια, ξεκινώντας με ένα 2-1 που προήλθε από ανατροπή του σκορ απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, ένα ευρύ 4-1 απέναντι στη Σκωτία και ένα ακόμα πιο ευρύ 4-0 απέναντι στη σαφώς υποδεέστερη Νέα Ζηλανδία. Στον όμιλο του 2ου γύρου, απέναντι στους Παγκόσμιους Πρωταθλητές της Αργεντινής και τον Maradona που αποβλήθηκε στο 86ο λεπτό, οι Βραζιλιάνοι “έκαναν πλάκα” κερδίζοντας με 3-1, με το γκολ της τιμής να έρχεται στο 87ο λεπτό από τον Ramón Diaz που τότε αγωνιζόταν στη Napoli. 12 χρόνια μετά το έπος του Μεξικό και με την επικράτηση του Total Football στα 70s, εκείνη η γενιά των Βραζιλιάνων έδειχνε ότι μπορεί να επαναφέρει το jogo bonito στην κορυφή.
Από την άλλη μεριά, η Ιταλία βρισκόταν σε μια εποχή που είχε αρχίσει να ξεφεύγει από το αποκρουστικό catenaccio, που εγκαθιδρύθηκε από τα χρόνια του Helenio Herrera στην Inter, αναπτύσσοντας έναν τρόπο παιχνιδιού που ήταν γνωστός ως zona mista (στην Ιταλία) ή gioco all’italiana στον υπόλοιπο κόσμο. Η τακτική αυτή, που ξεκίνησε από τους Gigi Radice και Giovanni Trapattoni, ήταν στην ουσία ένα ασύμμετρο 4-4-2, με έναν fullback να παίζει πιο προωθημένος σε μια ανοιχτή πτέρυγα, ως πρόσθετος σε 2 κεντρικούς αμυντικούς και έναν libero που ήταν η σταθερή γραμμή άμυνας, ενώ παρόμοια συνθήκη πιο μπροστά στο γήπεδο είχε ο αντιδιαμετρικός μέσος που παίζοντας δίπλα από το δεκάρι (regista) πλαισίωνε τις ενέργειες στα πλευρά της αντίπαλης περιοχής.
Αυτή η διάταξη είχε αποφέρει μεγάλες επιτυχίες στους ιταλικούς συλλόγους από τα 70s, αλλά κυρίως στα 80s, δημιουργώντας τα μεγάλα 10άρια του ιταλικού ποδοσφαίρου της εποχής (ακόμα κι αν αυτοί δεν ήταν Ιταλοί). Ήταν μια προσαρμογή των αρχών του Total Football, με την αλληλοκάλυψη των χώρων και τις αλλαγές θέσεων, πάνω στη βάση του catenaccio.
Η πορεία της Ιταλίας στο Μουντιάλ, ωστόσο, δεν ήταν αντιστοίχως θριαμβευτική. Στον 1ο όμιλο δεν έκανε καμία νίκη, φέρνοντας 3 ισοπαλίες με την Πολωνία (0-0), το Περού (1-1) και το Καμερούν (1-1), προκειμένου να αντιμετωπίσει στο πρώτο παιχνίδι της 2ης φάσης την Αργεντινή, την οποία και κέρδισε με σκορ 2-1, με γκολ των Tardelli και Cabrini.
Το πλαίσιο αυτό έθετε σαφώς ως φαβορί της αναμέτρησης τη Βραζιλία, η οποία μπήκε να παίξει ξανά το όμορφο παιχνίδι της. Ωστόσο, η Ιταλία κατάφερε μόλις στο 5ο λεπτό να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα του Waldir, από τα πόδια του εκπληκτικού εκείνη τη μέρα Paolo Rossi. Η Βραζιλία ισοφάρισε στο 12′ με τον Sócrates, όμως οι Ιταλοί πήραν και πάλι κεφάλι με τον Rossi στο 25′ για να πάνε με προβάδισμα στην ανάπαυλα. Στην επανάληψη ο Falcão σκόραρε για την ισοφάριση στο 68′, ωστόσο την τελευταία λέξη είπε και πάλι ο Paolo Rossi που στο 74ο λεπτό ολοκλήρωσε το hat-trick χαρίζοντας την τεράστια και ιστορικής σημασίας νίκη στην ομάδα του.
Η Ιταλία προκρίθηκε στα ημιτελικά και με ήρωα της διοργάνωσης των Paolo Rossi κατέκτησε το πρώτο της μεταπολεμικό μουντιάλ, έχοντας μια σύνθεση πολύ λιγότερο λατινοαμερικάνικη από τους παίχτες του Pozzo στη δεκαετία του ’30. Αυτό ήταν ένα παράδοξο, καθώς σ’εκείνο το παιχνίδι της 5ης Ιούλη είχαν αναμετρηθεί η πιο θεαματική με την πιο ρεαλίστρια ομάδα της διοργάνωσης. Το γεγονός ότι η Ιταλία αναδείχθηκε νικήτρια στην αναμέτρηση οδήγησε στην ιδεολογική επικράτηση του ποδοσφαιρικού πραγματισμού.
Άλλοι ονομάζουν αυτό το παιχνίδι ως το μεγαλύτερο παιχνίδι της ιστορίας, λόγω της σύγκρουσης των 2 διαφορετικών αντιλήψεων, άλλοι ως το παιχνίδι που πέθανε το ποδόσφαιρο, όπως είπε ο Zico, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι αυτό το παιχνίδι σήμανε την αρχή του μοντέρνου ποδοσφαίρου. Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο αγώνας επηρέασε την ποδοσφαιρική λογική και στη Βραζιλία, που ενώ 12 χρόνια νωρίτερα είχε απορρίψει την ανάπτυξη του Total Football όπως το οραματιζόταν ο João Saldanha, στρεφόταν πλέον σε ένα πολύ πιο αποτελεσματικό και λιγότερο θεαματικό παιχνίδι.
12 χρόνια μετά τον τελικό του Μεξικό οι Βραζιλιάνοι έβαλαν ταφόπλακα στο χαρακτηριστικό τους παιχνίδι, εκείνο το απόγευμα στη Βαρκελώνη. Και 12 χρόνια αργότερα, στην Pasadena το 1994, πάντα απέναντι στον ίδιο αντίπαλο, την Ιταλία, κέρδισαν τον μοναδικό τελικό στην ιστορία που έχει το απόλυτο 0 στο σκοράρισμα, έχοντας υιοθετήσει αυτή τη νέα συνταγή της ποδοσφαιρικής αποτελεσματικότητας. Η ίδια συνταγή τους έφερε σε 3 συνεχόμενους τελικούς Μουντιάλ, εκ των οποίων κέρδισαν τους 2, που τους κατατάσσουν ως και σήμερα πολυνίκεις του θεσμού.
Θα έπρεπε να περάσουν αρκετά ακόμα χρόνια, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’10, όταν μια άλλη ποδοσφαιρική σχολή, με γεωγραφικές ρίζες στο ίδιο μέρος που έλαβε χώρα εκείνο το ποδοσφαιρικό μνημείο, θα έφερνε ξανά την ομορφιά στην κορυφή του ποδοσφαίρου και την υπεροχή στο παιχνίδι της επιθετικής πολυφωνίας και δημιουργίας.