Press "Enter" to skip to content

Το πρώτο κύπελλο των Εθνών της Ευρώπης

Στις 10 Ιούλη του 1960, στο κατάμεστο Parc des Princes του Παρισιού, διεξήχθη ο παρθενικός τελικός της μεγάλης διοργάνωσης των ευρωπαϊκών εθνών, του τότε επονομαζόμενου Κυπέλλου Εθνών της UEFA, που αργότερα έμεινε να είναι γνωστό με την ονομασία EURO. Θριαμβεύτρια ομάδα στην παρθενική αυτή έκδοση του θεσμού ήταν η Σοβιετική Ένωση, της οποίας η εθνική ομάδα είχε διαχρονικά μεγάλες διακρίσεις στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Αντίπαλός της ήταν η Γιουγκοσλαβία, σε μια αναμέτρηση που φιλοξενούσε 2 ομάδες από την ανατολική Ευρώπη, που κυριάρχησε σ’εκείνο το πρώτο τουρνουά, αφού πέρα από τη διοργανώτρια Γαλλία συμμετείχε και η Τσεχοσλοβακία.

Το γεγονός αυτό δεν ήταν, ωστόσο, τυχαίο. Οι “μεγάλες δυνάμεις” της Γηραιάς Ηπείρου, δεν ήθελαν να δημιουργηθεί αυτός ο θεσμός με τη συμμετοχή όλων των ευρωπαϊκών ομάδων κι έτσι οι Ιταλία, Ολλανδία, Δυτική Γερμανία και Αγγλία ψήφισαν στην UEFA κατά της δημιουργίας του και στη συνέχεια μποϊκόταραν τη διεξαγωγή του. Αυτό είχε ως αποτέλεμα 17 ομάδες να δηλώσουν συμμετοχή στο νεοσύστατο θεσμό, που είχε αργήσει πάρα πολύ να δημιουργηθεί στην Ευρώπη, αν σκεφτεί κανείς ότι το Copa América διεξάγεται από το 1916.

Οι χώρες που έλαβαν μέρος στο 1ο Κύπελλο Εθνών Ευρώπης

Η ιδέα για έναν ευρωπαϊκό θεσμό εθνικών ομάδων είχε εκφραστεί από τον Γενικό Γραμματέα της Γαλλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, Henri Delaunay, ήδη από το 1927, όταν δηλαδή μαζί με τον τότε Πρόεδρο της FIFA, Jules Rimet, οικοδομούσαν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ωστόσο, λόγω της ύπαρξης του πολέμου και διάφορων περιφερειακών διοργανώσεων, το εναρκτήριο λάκτισμα για το πρώτο Κύπελλο Εθνών άργησε περίπου 30 χρόνια. Προς τιμήν του Delaunay τα τελικά εκείνου του πρώτου τουρνουά διοργανώθηκαν στη Γαλλία και το τρόπαιο της διοργάνωσης πήρε το όνομά του.

Η διοργάνωση περιείχε προκριματικά, με τις ομάδες να αγωνίζονται σε διπλούς νοκ-άουτ αγώνες, εντός και εκτός έδρας, και την τελική φάση στη Γαλλία, που περιελάμβανε τα ημιτελικά, τον μικρό τελικό και τον τελικό. Από τις 17 ομάδες που συμμετείχαν, 2 επιλέχθηκαν για να παίξουν προκριματικό γύρο, ώστε να μείνουν οι τελικές 16 για να διαμορφωθεί αποτελεσματικά το ταμπλό. Ωστόσο, οι αγώνες δε διεξάγονταν πάντα με χρονολογική σειρά που αντιστοιχούσε στο επίπεδο εξέλιξης της διοργάνωσης. Ο προκριματικός γύρος έγινε μετά από αρκετά παιχνίδια της φάσης των 16. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Εθνική Ελλάδος να κρατάει ένα ιστορικό ρεκόρ, καθώς στις 3 Δεκέμβρη του 1958 έγινε η πρώτη ομάδα που αποκλείστηκε, χάνοντας με συνολικό σκορ 8-2 (7-1 εκτός και 1-1 εντός), από τη Γαλλία.

Η Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε την πορεία της απέναντι στην Ουγγαρία, η οποία βρισκόταν στα χρόνια αμέσως μετά τη χρυσή εποχή της. Οι Σοβιετικοί κέρδισαν 3-1 και 1-0 και προκρίθηκαν στα προημιτελικά όπου η Ισπανία του Franco αρνήθηκε να τους αντιμετωπίσει, παίρνοντας έτσι κατευθείαν το εισιτήριο για την τελική φάση.

Η Γιουγκοσλαβία από την άλλη πέρασε μέσα από μια βαλκανική μονομαχία, αντιμετωπίζοντας τη Βουλγαρία στους “16”, την οποία κέρδισε 2-0 στο Βελιγράδι και έφερε 1-1 στη Σόφια, για να βρει στα προημιτελικά την Πορτογαλία από την οποία έχασε με 2-1 στη Λισαβόνα, αλλά τη συνέτριψε με 5-1 στο Βελιγράδι, στο γήπεδο της Partizan, στις 22 Μαΐου του 1960.

Το Σοβιετικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να παράγει τις πρώτες ιδιοφυΐες του. Ήταν η περίοδος που ο Viktor Maslov εργαζόταν στην Torpedo Μόσχας και δημιουργούσε σιγά σιγά αυτό που μέσα στην επόμενη δεκαετία θα αποτελούσε τη βάση του σύγχρονου ποδοσφαίρου, με την εγκαθίδρυση του καθολικού προγράμματος προετοιμασίας της ομάδας και το 4-4-2 όσο αφορά την τακτική. Αυτό δε σήμαινε ακόμα πολλά για την εθνική ομάδα, όμως η πορεία αυτή δείχνει ότι υπήρχαν γερές επαγγελματικές βάσεις και η στήριξη του κράτους που είχε την ανάγκη για επιτυχίες από μία ομάδα που αντιπροσώπευε την αντίληψή του για τον αθλητισμό. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία αυτής της ομάδας, βεβαίως, ήταν η κατάκτηση του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου, το 1956 στη Μελβούρνη, όπου αντίπαλος στον τελικό ήταν και πάλι η Γιουγκοσλαβία.

Μεγάλο αστέρι εκείνης της ομάδας ήταν φυσικά ο Lev Yashin, ο τερματοφύλακας της Δυναμό Μόσχας, που είχε αγωνιστεί σε 2 σπορ, ποδόσφαιρο και χόκεϊ επί πάγου, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στη στρογγυλή μπάλα. Εμβληματική φιγούρα, ήταν πάντα ντυμένος μόνο στα μαύρα, αποκτώντας έτσι το προσωνύμιο “Μαύρη Αράχνη” ή “Μαύρος Πάνθηρας”. Μέχρι και σήμερα είναι ο μοναδικός τερματοφύλακας που έχει κερδίσει τη χρυσή μπάλα και ήταν ένας παίχτης που δημιούργησε το μοντέρνο πρότυπο της θέσης, καθώς συνδίασε τις ακροβατικές επεμβάσεις με τη σωστή τοποθέτηση, καθοδήγηση της άμυνας και έλεγχο του αμυντικού 1/3 του γηπέδου.

Στα ημιτελικά η Γιουγκοσλαβία αντιμετώπισε τη διοργανώτρια Γαλλία στο Παρίσι, στην έναρξη της τελικής φάσης – και η Σοβιετική Ένωση την Τσεχοσλοβακίας στη Μασσαλία. Το παιχνίδι του Παρισιού ήταν φαντασμαγορικό, με πολλές εναλλαγές στο σκορ και τους Γάλλους να προηγούνται με 2 γκολ διαφορά μέχρι το 75′. Τότε οι Γιουγκοσλάβοι σκόραραν 3 φορές σε ένα πεντάλεπτο, με τους Knez και Jerković (2), για να πάρουν τελικά τη νίκη με 4-5. Η ΕΣΣΔ είχε πολύ πιο εύκολο έργο απέναντι στην Τσεχοσλοβακία, την οποία και “καθάρισε” με 3-0. Στο μικρό τελικό οι Τσεχοσλοβάκοι κέρδισαν με 2-0 τη Γαλλία, δείχνοντας και τη σχετική δυναμική των ομάδων του τελικού.

Ο μεγάλος τελικός ήταν προγραμματισμένος για τη 10η Ιουλίου του 1960, στο Parc des Princes. Το γήπεδο του 16ου διαμερίσματος του Παρισιού δεν αποτελούσε ακόμα το κεντρικό στάδιο της χώρας, καθώς το Ολυμπιακό Στάδιο στην Colombes είχε τη μεγαλύτερη χωρητικότητα, αλλά και τη μεγαλύτερη ιστορία, καθώς εκεί είχαν διεξαχθεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1924, αλλά και ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1938. Μετά τον πόλεμο ωστόσο, το ποδηλατοδρόμιο που βρισκόταν δίπλα από το γήπεδο Jean Bouin, άρχισε να αξιοποιείται περισσότερο από τις 2 ομάδες του Παρισιού, τη Stade Français – Red Star και τη Racing Club de France, για τους ποδοσφαιρικούς τους αγώνες, φέρνοντας το σπορ εντός των τειχών της γαλλικής πρωτεύουσας.

Φωτογραφία του Parc des Princes (αριστερά) το 1960, στο δεξιό μέρος φαίνεται και το Stade Jean Bouin

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αναβάθμιση του σταδίου, το οποίο είχε ξαναχτιστεί το 1932, για δεύτερη φορά ως ποδηλατοδρόμιο. Έτσι, το 1960, το Parc des Princes είχε αρχίσει να έχει σκέπαστρο στο μεγαλύτερο κομμάτι του και καθώς αποτελούσε την έδρα των ποδοσφαιρικών ομάδων της πόλης (αυτές που ουσιαστικά εξορίστηκαν για να δημιουργηθεί η PSG) επιλέχθηκε και ως έδρα του τελικού της μεγάλης Ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Για τους ίδιους λόγους, 4 χρόνια νωρίτερα στο ίδιο γήπεδο διεξήχθη ο παρθενικός τελικός του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου (ή Κυπέλλου Πρωταθλητριών) ανάμεσα στη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Ρενς (Reims). Η ανακατασκευή του γηπέδου το 1972 το έκανε το κεντρικό στάδιο της Γαλλίας μέχρι το 1998, όταν και παραδόθηκε το Stade de France.

Η ώρα της σέντρας είχε οριστεί για τις 8:30 μμ τοπική και τα καταγεγραμμένα στοιχεία αναφέρουν ότι 17,966 θεατές βρίσκονταν στις εξέδρες για την παρακολούθηση εκείνου του ιστορικού αγώνα. Διαιτητής ήταν ο Άγγλος Arthur Ellis, ο ίδιος που είχε διετητεύσει και τη “μάχη της Βέρνης”, μια αναμέτρηση που χαρακτηρίστηκε για τη βιαιότητα ανάμεσα στις δύο ομάδες, μεταξύ της Ουγγαρίας και της Βραζιλίας για το Μουντιάλ του 1954.

Οι δύο ομάδες παρατάχθηκαν με το κλασικό σύστημα της εποχής, 3-2-5, το λεγόμενο και WM, καθώς οι 2 εσωτερικοί επιθετικοί αγωνίζονταν πιο πίσω από τον σέντερ φορ και τους 2 εξτρέμ.

Η Σοβιετική Ένωση κατέβηκε με τερματοφύλακα τον Yashin, στο δεξί άκρο της άμυνας αγωνίστηκε ο Γεωργιανός Givi Chokheli της Δυναμό Τιβλίδας, ενώ αριστερά έπαιξε ο Anatoli Maslyonkin από τη Spartak Μόσχας, με σέντερ μπακ τον συμπαίχτη του Anatoly Krutikov. Στη μεσαία γραμμή ο Yuriy Voynov της Δυναμό Κιέβου έπαιξε από τα δεξιά, ενώ στα αριστερά αγωνίστηκε ο αρχηγός της εθνικής ομάδας και “σημαία” της Spartak, Igor Netto. Στην επιθετική γραμμή δεξί εξτρέμ ήταν ο Valentin Ivanov και μέσα δεξιά ο Slava Metreveli, αμφότεροι από την Torpedo Μόσχας του Maslov. Σέντερ φορ ήταν ο Viktor Ponedelnik, που τότε αγωνιζόταν στην SKA Rostov-on Don, έχοντας δίπλα του μέσα-αριστερά τον Valentin Bubukin της Lokomotiv Μόσχας και τέλος έξω αριστερά τον “Γεωργιανό Garrincha”, Mikheil Meskhi, εμβληματική μορφή της Δυναμό Τιφλίδας και θρύλο του γεωργιανού ποδοσφαίρου. Προπονητής ήταν ο Gavriil Kachalin.

Η Γιουγκοσλαβία εμφανίστηκε με τερματοφύλακα τον Blagoje Vidinić της Radnički Βελιγραδίου, δεξί μπακ τον Vladimir Durković του Ερυθρού Αστέρα, σέντερ μπακ τον Jovan Miladinović και αριστερά τον Fahrudin Jusufi της Partizan, στο κέντρο δεξιά αγωνιζόταν ο Ante Žanetić της Hajduk Split και αριστερά ο Željko Perušić της Dinamo Zagreb, ενώ στην επίθεση από δεξιά προς αριστερά αγωνίστηκαν οι Željko Matuš της Dinamo Zagreb, Dragoslav Šekularac του Ερυθρού Αστέρα, Dražan Jerković από τη Dinamo Zagreb, Milan Galić από την Partizan και αριστερό εξτρέμ και αρχηγός ο Bora Kostić του Ερυθρού Αστέρα. Προπονητική τριάδα ήταν οι Lovrić, Nikolić και Tirnanić.

Το σκορ άνοιξε στο 43ο λεπτό, όταν ο Jerković έκανε μια χαμηλή σέντρα την οποία προσπάθησε να αποσοβήσει ο Yashin, με τη μπάλα να καταλήγει σε ένα μέρος που μάχονταν οι Igor Netto με τον Galić πριν καταλήξει στα δίχτυα. Τελικά το γκολ κατοχυρώθηκε στον Γιουγκοσλάβο επιθετικό. Στην επανάληψη οι Σοβιετικοί δεν άργησαν να απαντήσουν, καθώς στο 49ο λεπτό ο Bubukin μπουμπούνισε ένα αριστερό σουτ από τα 23 μέτρα, το οποίο δε μπόρεσε να μπλοκάρει ο Vidinić και ο Mentreveli πήρε το rebound για να ισοφαρίσει. Με ισόπαλες τις δύο ομάδες το ματς οδηγήθηκε στην παράταση, ενώ δεν προβλέπονταν ακόμα penalties κι έτσι αν δεν άλλαζε κάτι θα υπήρχε διεξαγωγή επαναληπτικού αγώνα.

Στην παράταση, το γκολ που έκρινε την αναμέτρηση ήρθε στο 113ο λεπτό, όταν ο Ivanov έκανε τη σέντρα για τον σέντερ φορ Ponedelnik κι εκείνος με κεφαλιά έστειλε τη μπάλα στη γωνία της γιουγκοσλαβικής εστίας γράφοντας το τελικό 2-1 και χαρίζοντας το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο εθνών στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Οι Γιουγκοσλάβοι, ακριβώς 2 μήνες αργότερα, θα κερδίσουν στη Ρώμη το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, μετατρέποντας σε χρυσή χρονιά με 2 τελικούς την πίκρα για την ήττα στο Παρίσι.

Στους κορυφαίους της διοργάνωσης συγκαταλέχτηκαν τελικά 5 Σοβιετικοί και 4 Γιουγκοσλάβοι ποδοσφαιριστές, σε μια εντεκάδα που ήταν στημένη με 2-3-5 προκειμένου να χωρέσει περισσότερους αρτίστες της μεσοεπιθετικής γραμμής.

© Publica 2017 - 2025