Η δεκαετία του 1920 ήταν μια θυελλώδης εποχή, που ακολούθησε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο (τον Μεγάλο Πόλεμο, όπως ονομαζόταν τότε) και ένα γεγονός που σύμφωνα με τα λόγια του John Reed “άλλαξε τον κόσμο”, την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η επικράτηση των κομμουνιστικών ιδεών σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη έφερε αρχικά τη σύγκρουση με τον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά άνοιξε και μία μεγάλη συζήτηση για το ρόλο της φυσικής αγωγής, του αθλητισμού, αλλά και του ανταγωνιστικού αθλητισμού στα πλαίσια μιας νέας κοινωνίας.
Το ποδόσφαιρο ήταν αντικείμενο πολύ μεγάλης αντιπαράθεσης στους κύκλους της ΚΟΜΣΟΜΟΛ και των Σοβιέτ που είχαν πλέον την εξουσία στη Ρωσία. Από τη μια μεριά υπήρχαν υποστηρικτές ενός αθλητικού μοντέλου που δεν προήγαγε τις αθλοπαιδιές που περιλαμβάνουν επαφή – όπως το ποδόσφαιρο -, ενώ ήθελαν να καταργήσουν όλα τα κατάλοιπα της αστικής κουλτούρας, μεταξύ των οποίων και τα παιχνίδια της – όπως το ποδόσφαιρο -. Από την άλλη υπήρχαν εκείνοι, μεταξύ τους και ο ίδιος ο Λένιν, που υποστήριζαν ότι τα πολιτισμικά κατάλοιπα της αστικής εξουσίας είναι η βάση για το χτίσιμο της νέας κοινωνίας, μέσα από τη μετατροπή τους προκειμένου να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εργατικής εξουσίας.
Αυτή η αντιπαράθεση ιστορικά κερδήθηκε από τους οπαδούς της δεύτερης αντίληψης, με αποτέλεσμα την οικοδόμηση του νεαρού σοβιετικού ποδοσφαίρου. Όμως, τα γεγονότα αυτά δεν επηρέασαν μόνο τη Σοβιετική Ρωσία.
Η FIFA δεν αναγνώριζε την εθνική ομάδα του νεοσύστατου εργατικού κράτους (μέχρι και το 1946) και ως εκ τούτου οι Σοβιετικοί έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους για να αγωνιστούν με ομάδες έξω από τα σύνορα τους. Αυτό οδήγησε σε μια ραγδαία ανάπτυξη εργατικών συλλόγων ανά την Ευρώπη, που φιλοδοξούσαν από τη μια να αγωνιστούν με την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης και από την άλλη, μέσω της δημουργούμενης συλλογικότητας, να αξιοποιήσουν το έδαφος για ανάπτυξη του ιδεολογικού τους ρεύματος.
Μία από τις μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής, που κατέρρευσαν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η Αυστροουγγαρία, η οποία κατείχε τα μισά περίπου Βαλκάνια. Τα άλλα μισά ανήκαν στην άλλη αυτοκρατορία που κατέρρευσε, την Οθωμανική, για να δημιουργηθούν πολλά νέα κράτη, μεταξύ των οποίων και το Τουρκικό. Στα δυτικά Βαλκάνια, ωστόσο, το μεγάλο κράτος που δημιουργήθηκε ήταν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, το οποίο αργότερα θα μετονομαζόταν σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας.
Το εργατικό κίνημα και στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας γνώριζε μεγάλη άνθιση, λόγω και του εκσυγχρονισμού και της εκβιομηχανοποίησης που είχε υπάρξει από τις τελευταίες δεκαετίες της Αυστροουγγρικής κυριαρχίας. Μέσα σ’αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε και μία εξέχουσα μορφή του βαλκανικού επαναστατικού κινήματος, ο Veselin Masleša, ο οποίος είχε γεννηθεί στις 20 Απρίλη του 1906 στην πόλη Banja Luca, που τότε ακόμα ήταν κομμάτι της επαρχίας Βοσνίας και Ερζεγοβίνης της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Απόγονος οικογένειας Βόσνιων Σέρβων, ο Masleša σπούδασε νομική στο Zagreb, οικονομικά στη Φρανκφούρτη και πολιτική οικονομία και κοινωνιολογία στο Παρίσι. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εντάχθηκε στο επαναστατικό κίνημα, εμφορούμενος από κομμουνιστικές ιδέες, προσφέροντας και με τη θεωρητική του σκέψη και την παραγωγή των γραπτών του.
Τον Ιούλη του 1926, μέσα σε όλο το προαναφερθέν περιβάλλον, μία ομάδα εργατών συνδικαλιστών από τον κλάδο των σιδηροδρόμων, αποφάσισε να δημιουργήσει έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο στην πόλη Banja Luca. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ανάμεσα στους εμπνευστές αυτής της κίνησης ήταν κι ο ίδιος ο Veselin Masleša, ο οποίος σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες ήταν αυτός που οραματίστηκε και το όνομά της. Έτσι, στις 4 του Ιούλη δημιουργήθηκε ο “Εργατικός Αθλητικός Σύλλογος – Μαχητής” ή όπως είναι η μετάφραση της λέξης στα Σερβικά Borac.
O Masleša σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του αντάρτικου, σε μια επιχείρηση ανακατάληψης εδαφών που ήλεγχαν οι δυνάμεις του άξονα, στις 14 Ιούνη του 1943. Μετά το πέρας του πολέμου αναγνωρίστηκε ως λαϊκός ήρωας του νεοσύστατου Γιουγκοσλαβικού κράτους. Η ομάδα που ίδρυσε όμως, μαζί με τους συναγωνιστές του, συνέχισε να αγωνίζεται και να φέρει το όνομα που αυτός της χάρισε.
Αγωνιζόμενη ως περιφερειακή δύναμη στο Γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα, η Borac Banja Luca κατάφερε για πρώτη φορά να κερδίσει έναν τίτλο το 1988, κερδίζοντας στις 11 Μαΐου τον τελικό απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα, μέσα στο Βελιγράδι, με σκορ 1-0 και σκόρερ τον Lupić, ενώ το 1992, μέσα από τα συντρίμια του πολέμου, ταξίδεψε στη Foggia της Απούλιας για να αντιμετωπίσει τη Vasutas από τη Βουδαπέστη, στον τελευταίο τελικό της ιστορίας του Mitropa Cup. Εκεί επικράτησε στα penalties, προσθέτοντας έναν διεθνή τίτλο στο παλμαρέ της.
Με το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας η Borac αγωνιζόταν στο εθνικό πρωτάθλημα της Republica Srpska, που είναι το σερβικό κομμάτι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ωστόσο από το 2002 πέρασε μαζί με όλες τις υπόλοιπες ομάδες της επαρχίας στο ενιαίο πρωτάθλημα της χώρας. Από τότε έχει κερδίει 3 φορές το Πρωτάθλημα (2010/11, 2020/21, 2023/24) και έχει καταστεί ο μεγάλος αντίπαλος της Željezničar Sarajevo, σε μια αναμέτρηση που έχει πολλά περισσότερα χαρακτηριστικά από ένα απλό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Οι οπαδοί του συλλόγου, πιστοί στις αρχές της ίδρυσής του, χαρακτηρίζονται και σήμερα από τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και την κοινωνική τους δράση. Με τον τρόπο αυτό συνεχίζουν να κουβαλάνε τα χρώματα για τα οποία έδωσε τη ζωή του ο Masleša και αμέτρητοι άλλοι αγωνιστές, μέχρι την απελευθέρωση των Βαλκανίων από κάθε ζυγό.