Ήταν 6 Σεπτέμβρη του 1959 όταν ένα από τα θρυλικότερα ποδοσφαιρικά γήπεδα της ελληνικής επικράτειας άνοιγε της πύλες του. Η Τούμπα, το γήπεδο του ΠΑΟΚ, ξεκινούσε μια ιστορία πολλών δεκαετιών, γεμάτη συγκινήσεις, ενθουσιασμούς και πίκρες, αλλά κουβαλώντας από …τα θεμέλιά της τον ιδρώτα και την αγάπη του κόσμου που συνθέτει το σύλλογο.
Η πρώτη έδρα του ΠΑΟΚ έγινε πραγματικότητα περίπου 2 χρόνια μετά την ίδρυσή του. Με την απορρόφηση της ΑΕΚ Θεσσαλονίκης, για τη δημιουργία στην πράξη ενός ενιαίου Πανθεσσαλονίκιου συλλόγου που φτιάχτηκε από το κομμάτι των Κωνσταντινουπολιτών προσφύγων, περνάει στα χέρια του συλλόγου και το γήπεδο του Συντριβανίου, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Το γήπεδο χρειάστηκε εργασίες μέχρι να είναι σε θέση να φιλοξενήσει τις ανάγκες της ομάδας, κατά τη διάρκεια των οποίων χρειάστηκε η σύσταση ομάδων περιφρούρησης από τους οπαδούς προκειμένου να μη γκρεμίζεται από τους λογής εθνικιστές το οικοδόμημα του συλλόγου των “τουρκόσπορων”. Τελικά το νέο γήπεδο είναι έτοιμο το 1932 και όπως φαίνεται και σε ιστορικές φωτογραφίες γεμίζει ασφυκτικά. Οι μικρές ξύλινες εξέδρες φτάνουν δίπλα στον αγωνιστικό χώρο και το ύψος τους δεν εμποδίζει πολλές φορές τις μπάλες να φεύγουν στο εβραϊκό νεκροταφείο που βρισκόταν παραπλεύρως, ώστε να καθιερωθεί η φράση “την έστειλε στα μνήματα”.
Ο ΠΑΟΚ έχοντας την έδρα του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης εξελίσσεται στη λαοφιλέστερη ομάδα της πόλης και της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα μέσα στις επόμενες δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν έχει κερδίσει κάποιον πανελλήνιο τίτλο. Το γήπεδο του Συντριβανίου ζει μεγάλες συγκινήσεις, καθώς γίνεται το δεύτερο γήπεδο στην Ελλάδα (μετά τη Λεωφόρο) που αποκτά προβολείς και γίνεται δυνατή η τέλεση αγώνων τη νύχτα. Ωστόσο, αυτή η έδρα ήταν μικρή για να χωρέσει ένα σύλλογο που γιγάντωνε.
Η παρουσία δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, του “σιδηρού προέδρου” Δημήτρη Δημάδη και του “πατριάρχη των προέδρων” Γιώργου Χαραλαμπίδη, στην ηγεσία του σωματείου, ήταν αυτή που έφερε εξελίξεις μέσα στη δεκαετία του 1950 για την επίτευξη του θαύματος της μετοίκησης της ποδοσφαιρικής ομάδας.
Το ΑΠΘ αποφάσισε την απαλλοτρίωση των στρεμμάτων γύρω από το τότε κτήριο του, το παλιό κτήριο Ιδαδιέ, που είχε χτιστεί το 1888 επί της οδού Χαμιδιέ και λειτουργούσε ως σχολή Δημόσιας Διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε ότι το γήπεδο του Συντριβανίου θα έπρεπε να γκρεμιστεί προκειμένου να χτιστεί η Θεολογική Σχολή, ενώ το γήπεδο του Ηρακλή, το οποίο είχε παραχωρηθεί στον απόγονο του Ομίλου Φιλομουσών από την Οθωμανική Διοίκηση το 1908, θα έδινε τη θέση του στην πλατεία Χημείου. Αυτό σήμαινε ότι ο ΠΑΟΚ θα έπρεπε να βρει ένα νέο χώρο για να στεγάσει “τη δόξα και τη χαρά” των χιλιάδων οπαδών του, τον παλμό της καρδιάς μιας ολόκληρης πόλης.
Οι ενέργειες των δύο ηγετών του σωματείου εξασφαλίζουν την παραχώρηση από το Ταμείο Εθνικής Άμυνας, με αντίτιμο 1,5 εκατομμύριο δραχμές, οι οποίες πληρώθηκαν σε 20 εξαμηνιαίες δόσεις. Για να γίνει αυτό οι οπαδοί του συλλόγου συνέβαλαν οικονομικά, αγοράζοντας τα λαχεία υπέρ ανεγέρσεως του Σταδίου ΠΑΟΚ, τα οποία πωλούνταν προς 20 δραχμές, ενώ για αρκετά χρόνια πλήρωναν αρκετά ακριβό εισιτήριο (200 δραχμών, που αντιστοιχεί σε 62 ευρώ με βάση τις σημερινές συνθήκες), προκειμένου το 15% των εισπράξεων να εξυπηρετεί την αποπληρωμή της αγοράς του οικοπέδου και της ανέγερσης του σταδίου. Συνέβαλαν, ωστόσο, και υλικά, καθώς δούλεψαν αμέτρητα “ασπρόμαυρα μεροκάματα” προκειμένου να προχωρήσουν οι εργασίες και τελικά το Στάδιο να είναι έτοιμο σε χρόνο ρεκόρ, καθώς ξεκίνησε να κατασκευάζεται την άνοιξη του 1958 και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 1959. Αρχιτέκτονας του Σταδίου ήταν ο Μηνάς Τρεμπέλας, πολιτικός μηχανικός ο Αντώνης Τριγλιανός, ενώ πρόεδρος της επιτροπής ανεγέρσεως ανέλαβε ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης της Κυβέρνησης της ΕΡΕ, πτέραρχος Γιώργος Θεμελής.
Το γήπεδο από την καρδιά της πόλης μεταφέρεται στην καρδιά των προσφυγικών συνοικισμών, δίνοντας έτσι ακόμα μεγαλύτερο νόημα στα χαρακτηριστικά του συλλόγου. Η αρχική μορφή του Σταδίου, το οποίο σε αντίθεση με το Συντριβάνι είχε στίβο και χώρους που μπορούσαν να φιλοξενήσουν και τα υπόλοιπα τμήματα του συλλόγου, είχε χωρητικότητα 20 χιλιάδων θεατών, ενώ σταδιακά αυτή αυξήθηκε μέχρι τις 45000, με το ρεκόρ προσέλευσης να σημειώνεται τη σεζόν 1976-77, όταν στις 19 Δεκεμβρίου καταγράφεται προσέλευση 45252 θεατών, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα, στις 16 Σεπτέμβρη του 1975, 45200 εισιτήρια κόπηκαν για τον ευρωπαϊκό αγώνα με αντίπαλο τη Μπαρτσελόνα του Cruyff, την οποία ο ΠΑΟΚ κέρδισε με σκορ 1-0. Στις ιστορικές βραδιές του γηπέδου συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα ο πρώτος αγώνας υπό το φως των προβολέων, σε φιλικό παιχνίδι με αντίπαλο τη Μίλαν.
Πρώτος αντίπαλος του ΠΑΟΚ στα εγκαίνια του νέου του γηπέδου ήταν η ΑΕΚ, η οποία προσκλήθηκε σε φιλική αναμέτρηση της οποίας το τελικό σκορ ήταν 1-0, ενώ πρώτος επίσημος αγώνας ήταν αυτός απέναντι στον Μέγα Αλέξανδρο Κατερίνης, στις 25 Οκτωβρίου, με το σκορ να διαμορφώνεται 3-2 για τους γηπεδούχους. Αυτή ήταν και η πρώτη σεζόν κατά την οποία διεξήχθη ενιαίο πανελλήνιο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής, με τον ΠΑΟΚ να αποτελεί ως σήμερα μία από τις 3 ομάδες που αγωνίζονται αδιάλειπτα σ’αυτό.
Η χωρητικότητα του Σταδίου, που αυξανόταν τα πρώτα χρόνια, άρχισε να μειώνεται λόγω κανονισμών ασφαλείας. Αρχικά, με το σεισμό του 1978 καταρρέει ένα κομμάτι της Θύρας 8, με αποτέλεσμα η ομάδα να “ξεσπιτώνεται” προσωρινά στο Καυτατζόγλειο, ενώ ως συνέπεια της τραγωδίας του Καραϊσκάκη της 8ης Φλεβάρη του 1981 οι κανονισμοί που εφαρμόζονται ρίχνουν τη χωρητικότητα ακόμα περισσότερο. Το 1998, η τοποθέτηση καθισμάτων σε όλες της κερκίδες διαμορφώνει τη χωρητικότητα στις 28700 θέσεις, κάτι που ισχύει ως σήμερα.
Σε λίγα χρόνια το παρόν γήπεδο θα ονομάζεται “Παλιά Τούμπα” και ένα νέο θαύμα θα πρέπει να επιτευχθεί, με τη συμμετοχή και πάλι όλων (διοίκησης, κόσμου, πολιτικής ηγεσίας) προκειμένου ο μεγαλύτερος σύλλογος της μισής χώρας να αποκτήσει ένα γήπεδο εφάμιλλο με τους σύγχρονους στόχους του. Όσοι έχουν ζήσει στιγμές της ζωής τους στα τσιμέντα αυτής της αυθεντικής Τούμπας, την οποία το πέρασμα του χρόνου καταπονεί, ιδίως στη νότια μεριά της, θα έχουν πάντα τη δικές τους ιστορίες που ευτυχώς, σε αντίθεση με το Συντριβάνι, δε θα μείνουν μόνο σε κιτρινισμένες σελίδες αρχείων και βιβλίων ή σε θαμπές φωτογραφίες, αλλά σε βίντεο που ξαναπαίζουν τη ζωή μιας ολόκληρης ασπρόμαυρης πόλης με τα πιο αληθινά χρώματα.