Το δυτικό Λονδίνο είναι γνωστό αρκετά για τις πλούσιες γειτονιές του, τα στέκια μιας παλιάς και παρηκμασμένης σε αξίες αστικής τάξης, μπερδεμένης με τους αστούς και βλαχοευγενείς από κάθε μεριά του κόσμου που φτάνουν εκεί για να επιδείξουν τα πλούτη τους, προσπαθώντας να μυρίζουν κι αυτοί από το ίδιο άρωμα της παλιάς φεουδαρχίας. Γι’αυτό το λόγο είναι γνωστό το Kensington, γύρω από τους ομώνυμους κήπους, με το ομώνυμο παλάτι, αυτή την “αίγλη” έχει αποκτήσει και το Chelsea τουλάχιστον στον υπόλοιπο κόσμο… και τέτοιου είδους ανθρώπους, με τον διαφημιζόμενο πλούτο τους, είτε πάνω στο σώμα τους, είτε πάνω σ’αυτόν ως όχημα, βλέπει κανείς στις γειτονιές αυτές.
Όμως φτάνοντας στη Holland Road, που συνδέει το Earl’s Court, που πλέον μετά την κατεδάφιση του ομώνυμου εκθεσιακού κέντρου είναι ένας έρημος τόπος περιμένοντας την ανοικοδόμηση, με το Notting Hill, που φτάνουν όλοι οι τουρίστες για τις φωτογραφίες, αρχίζεις να βλέπεις μια άλλη πραγματικότητα. Τα σπίτια που βλέπουν πάνω στο μεγάλο δρόμο δεν είναι τα σπίτια του εσωτερικού, αυτά που βρίσκονται πιο κοντά στο Holland Park. Δεν απέχουν πολύ, μόνο μερικά μέτρα, αλλά τα κτίσματα αυτά δεν έχουν χτιστεί για τους ίδιους ανθρώπους. Ως κομμάτι της “κοινωνικής πολιτικής” στη Μεγάλη Βρετανία οι φτωχοί, η πλέμπα, αυτοί που δε μπορούν να αγοράσουν σπίτια, παίρνουν σπίτια ως εργατικές κατοικίες, μοιρασμένα διάσπαρτα κοντά στις συνοικίες των πλουσίων. Διάσπαρτα μεν, αλλά όχι τυχαία κατανεμημένα. Τα σπίτια των φτωχών είναι ουσιαστικά η μάντρα των πλουσίων, που αντί να τη γεμίσουν με τσιμέντο τη γεμίζουν με ανθρώπους. Αυτοί, με τα κακοσυντηρημένα σπίτια τους, λειτουργούν ως σύνορο για να οριοθετείται η περιοχή των προνομιούχων.
Από τη δυτική πλευρά του δρόμου περνάνε οι γραμμές του τρένου και πέρα από τις γραμμές υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα. Το πολυπολιτισμικό Shepherd’s Bush δεν είναι ακριβώς η ομόνοια των λαών, περισσότερο θυμίζει την Ομόνοια της Αθήνας. Μικρά, παλιά, κακοφτιαγμένα council houses (δηλαδή αυτές οι εργατικές κατοικίες) που εκτείνονται σε μια μεγάλη έκταση που αναβλύζει η κοινωνική παρακμή, προς τα δυτικά, μέχρι το Acton και ακόμη παραπέρα. Ανάμεσα στο Shepherd’s Bush και το Acton, βρίσκεται το White City, που έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και εκεί βρίσκεται το ιστορικό Loftus Road Stadium, η έδρα της Queen’s Park Rangers, γνωστής κυρίως με το ακρωνύμιο QPR.
Η QPR βέβαια δεν είναι γέννημα θρέμα της περιοχής αυτής, μετακόμισε εκεί από λίγο πιο βόρεια. Αποτέλεσμα της ένωσης του συλλόγου St Jude’s και των Christchurch Rangers, με έτος ίδρυσης το 1892 κουβαλάει από τη μια το όνομα εκείνης της εκκλησίας του Kensington, που βρίσκεται νότια των κήπων και του παλατιού, καθώς και μιας άλλης, πιο βόρειας τοποθεσίας, του Queen’s Park, που βρίσκεται βόρεια του Notting Hill και από εκεί προέρχονταν πολλοί ποδοσφαιριστές της. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι κουβαλάει και ένα άλλο αριστοκρατικό όνομα, αυτό της Βασίλισσας Βικτωρίας, που ήταν στο θρόνο όλα εκείνα τα χρόνια που το ποδόσφαιρο, το φουτμπώλ, έκανε τα πρώτα του μεγάλα βήματα στο νησί.
Ξεκινώντας την ιστορική της πορεία ως ομάδα του βορειοδυτικού Λονδίνου, με έδρες μέσα στο Park Royal, αναγκάστηκε να μετακομίσει νοτιότερα, στο White City, το 1917, όταν και χτίστηκε το Loftus Road Stadium. Από τότε, ακόμα και 2 φορές που δεν έπαιξε σ’αυτό το γήπεδο, δεν άλλαξε γειτονιά, αγωνιζόμενη στο White City Stadium από το 1931 ως το 1933 και από το 1962 ως το 1963.
Τα χαρακτηριστικά της περιοχής και η ιδιοσυγκρασία των οπαδών της, έκαναν την QPR ένα αρκετά “φιλικό” σωματείο για όσους βρίσκονται κοντά στην έδρα της. Από τη μια, το γεγονός ότι πάντα αποτελούσε τον μικρότερο από τους μεγάλους συλλόγους του δυτικού Λονδίνου, προσέλκυε κόσμο που αγαπούσε το ποδόσφαιρο και περπατούσε από το Kensington ή το Notting Hill, ενώ από την άλλη, η εισροή μεταναστών κοντά στο γήπεδό της την έκανε μια ομάδα με αρκετά πολυεθνική εξέδρα, προερχόμενη από τα λαϊκά κυρίως στρώματα, σε αντίθεση με την πολυεθνική αριστοκρατία στις εξέδρες άλλων Λονδρέζικων συλλόγων.
Με εξαίρεση μια περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ως το 1995, δηλαδή τα χρόνια ίδρυσης της Premier League, η QPR δεν αποτελεί ομάδα που αγωνίζεται στη μεγαλύτερη κατηγορία. Βρίσκεται κυρίως στην Championship, δηλαδή τη Β’ κατηγορία με τις σημερινές του ονομασίες και μάλιστα τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα την είχαν ρίξει προσωρινά και στην Γ’. Από εκεί δε διεκδικεί συνήθως την άνοδο, όμως ενώ βρίσκεται σταθερά στο δεύτερο μισό του βαθμολογικού πίνακα δεν έχει κινδυνεύσει τόσο πολύ να υποβιβαστεί.
Μια άλλη Λονδρέζικη ομάδα, ίσως λίγο περισσότερο “ασανσέρ”, που όμως μπορεί να χαρακτηριστεί ομάδα της Β’ κατηγορίας πιο εύκολα από κάθε άλλο επίπεδο, με μια μόλις μικρή παρουσία στην ελίτ, είναι η Millwall. Η Millwall, όπως μαρτυρά και το όνομα της, δεν είναι από το δυτικό Λονδίνο, αλλά από την άλλη μεριά, από τις ανατολικές εκβολές του Τάμεση, πέρα από την Tower Bridge, εκεί που τα προάστια κόβονται ουσιαστικά στη νότια και βόρεια όχθη του, καθώς σταματούν οι γέφυρες. Το Millwall είναι το νότιο κομμάτι του Isle of Dogs, ενός νησιού που έχει δημιουργηθεί από παλαιότερο μαιανδρισμό του Τάμεση. Το Isle of Dogs συγκέντρωνε την εργατική τάξη που εργαζόταν στα docks της West India, East India και Millwall, με το τελευταίο να ανοίγει το 1802. Ωστόσο, μεταπολεμικά η αξία των docks σταμάτησε να υπάρχει, με αποτέλεσμα σταδιακά η περιοχή να ερημώσει οικονομικά και ο πληθυσμός της να βρεθεί σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Τελικά, από τα τέλη του 20ου αιώνα στο Isle of Docks έγινε μια τεράστια επιχείρηση gentrification, με την κατασκευή κυρίως μέσα στον 21ο αιώνα υπερσύγχρονων κατοικιών και ουρανοξυστών με γραφεία, για να φτιαχτεί η περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Canary Wharf.
Όπως γίνεται κατανοητό, η ομάδα που ίδρυσαν εκείνοι οι dockers το 1885, δεν έχει καμία σχέση με τον τόπο γέννησής της. Έτσι κι αλλιώς, από το 1910, λόγω περιορισμένου χώρου στο Isle of Dogs η έδρα της είχε μεταφερθεί πιο νότια, στο New Cross, εκεί που φτιάχτηκε το θρυλικό “The Den”, το οποίο επέζησε μέχρι το 1993 προκειμένου να γκρεμιστεί και να ξαναφτιαχτεί το γήπεδο με το ίδιο όνομα που είναι η σημερινή έδρα του συλλόγου.
Η Millwall όμως δεν είναι ένα “φιλικό” κλαμπ. Οι οπαδοί της, προερχόμενοι από την εργατική τάξη και το λουμπενπρολεταριάτο, ήταν η επιτομή των casuals τις δεκαετίες της οργής του βρετανικού ποδοσφαίρου. Αυτό τους άφησε μερικά αξιομνημόνευτα, αλλά και μερικά πολύ προβληματικά – τουλάχιστον – χαρακτηριστικά. Από τη μια, είναι από τα πιο θερμά κοινά συλλόγων που υπάρχουν στην Αγγλία, με το χαρακτηριστικό βρυχθμό του λιονταριού στο Den να αποτελεί μνημείο οπαδικής ηχητικής, μαζί με το Millllllllll που σπάει τύμπανα στη διάρκεια της κάθε αναμέτρησης. Όμως οι οπαδοί της Millwall είναι και η βάση που συγκεντρώνονται και οργανώνονται skinheads, επιθετικοί και δραστήριοι εθνικιστές με αντιμεταναστευτική, ξενοφοβική και γενικότερα φοβική δράση για οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα δεν ανήκει στις παραδοσιακές “προνομιούχες” ομάδες.
Στις 21 του Σεπτέμβρη, η QPR φιλοξενούσε τη Millwall, σε ένα ακόμα τυπικό λονδρέζικο ντέρμπι της Championship, στο Loftus Road. Μετά τα επεισόδια που είχαν συνοδεύσει την περσινή αναμέτρηση, η αστυνομία φέτος είχε αποκλείσει το μισό White City, από τη δυτική μεριά του γηπέδου, προκειμένου να μη μπορούν οι φιλοξενούμενοι οπαδοί να συναντηθούν με τον εντόπιο και συνήθως πολύχρωμο πληθυσμό. Τελικά επεισόδια δεν έγιναν φέτος, ή τουλάχιστον τίποτα που να τράβηξε την προσοχή όσων πήγαν και έφυγαν από το γήπεδο.
Όμως το παιχνίδι, τουλάχιστον στην εξέδρα, μύριζε τις καλύτερες παραδόσεις του Αγγλικού ποδοσφαίρου. Τα συνθήματα εναλλάσσονταν από τη μια και την άλλη κερκίδα, με τους γηπεδούχους να φωνάζουν το “Come on you R’s” και τους φιλοξενούμενους να απαντάνε με το εκκωφαντικό “Millllllll” που ακούγεται σαν ισοκράτημα βγαλμένο από λαρύγγια των χούλιγκανς. Οι δύο ομάδες, λόγω της απόστασης που τους χωρίζει – και του κέντρου της πιο ακριβής πρωτεύουσας της Ευρώπης, δεν έχουν αναπτύξει ιστορική αντιπαλότητα. Όμως έχουν μείνει οι δυο τους να παίζουν στην ίδια κατηγορία, καθώς η Charlton βρίσκεται στην Γ’, η Arsenal έφυγε πολύ νωρίς από τη γειτονιά της Millwall, το 1913, η μεγάλη αντίπαλος στο Ανατολικό Λονδίνο είναι η West Ham, ενώ οι ομάδες του Δυτικού Λονδίνου, η Chelsea και η Fulham, που και οι δύο αγωνίζονται στο Fulham, λίγο πιο νότια από το White City, είναι επίσης σε άλλη κατηγορία. Η συγκατοίκηση στην Championship, ωστόσο, δημιουργεί σιγά σιγά την παράδοση σε αυτό το ντέρμπι, που προς το παρόν παίρνει μορφή στις φωνές και τα συνθήματα, αλλά με την πάροδο των χρόνων μπορεί να αποκτήσει και πιο “κλασσικά” χαρακτηριστικά.
Ο αγώνας έληξε ισόπαλος, με 1-1, με τη Millwall να προηγείται και την QPR να ισοφαρίζει στο πρώτο ημίχρονο. Κανείς δεν είχε λόγο να στεναχωρεθεί πολύ, κανείς και λόγους για να πανηγυρίσει, με μια μικρή ικανοποίηση για όλους στο τέλος, που δεν έχασαν από τον μεγάλο – εντός των τειχών της πόλεως – αντίπαλο.
Ο φθινοπωρινός ήλιος στο Δυτικό Λονδίνο έπαιρνε το δρόμο του έχοντας περάσει το ζενίθ κοντά στην έναρξη του σαββατιάτικου παιχνιδιού – και κάτω από τα πορτοκαλί χρώματα χιλιάδες γαλανόλευκες φανέλες, άλλες με καπέλα, άλλες χωρίς, συνήθως με μια μπύρα ή μια πίτα στο χέρι, έπαιρναν τους δρόμους γύρω από το Loftus Road για την καθιερωμένη συνέχιση του ποδοσφαιρικού σαββατοκύριακου, με τα υπόλοιπα παιχνίδια της Championship να κυριαρχούν στις pubs, καθώς η Premier League απαγορεύεται να προβληθεί στην τηλεόραση σ’εκείνο το ωράριο, στις 3 το μεσημέρι του Σαββάτου.