Σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι της ιταλικής χερσονήσου, εκεί που οι δρόμοι που κουβαλούσαν τους στρατούς έγιναν η αιτία να κουβαληθεί η ανθρώπινη γνώση και να ανοίξει το πρώτο πανεπιστήμιο, το λυκαυγές του 20ου αιώνα, του λεγόμενου “novecento”, σήμαινε μια μεγάλη αλλαγή. Ήδη πολλά είχαν αλλάξει στις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, με την ιταλική ενοποίηση να φτιάχνει μια κρατική οντότητα που έμοιαζε να τη χρωστά η ιστορική μοίρα. Ωστόσο, εκείνα τα πρώτα χρόνια του τελευταίου αιώνα της 3ης χιλιετίας – με όση σημασία έχουν τα νούμερα που τυχαία έχουν οριστεί για να μετράμε το χρόνο – η Μπολόνια θα άλλαζε και εντός αλλά και εκτός.
Η πόλη των δεκάδων πύργων, που θυμίζει σήμερα στις γκραβούρες το skyline αμερικανικών μεγαλουπόλεων, έψαχνε το δρόμο προς τον εκμοντερνισμό. Τα σημάδια της μεγαλειώδους μεσαιωνικής και αναγεννησιακής ταυτότητας δεν ήταν αρκετά για να την κρατήσουν στο επίκεντρο ενός νέου και εκβιομηχανοποιημένου κόσμου. Η Μπολόνια ήταν αυτό το κέντρο και έπρεπε να παραμείνει. Έτσι, τα κανάλια που έζησαν την πόλη για αιώνες, στηρίζοντας τους μύλους και την υφαντουργία της, τα μεσαιωνικά σοκάκια που έδωσαν ζωή σε ένα δίκτυο εκπαίδευσης που έφτιαξε το Alma Mater Studiorum και έφερε ανθρώπους από κάθε γωνιά – τουλάχιστον – της ευρωπαϊκής ηπείρου, έπρεπε να αλλάξουν μορφή.
Μαζί με τη μορφή της πόλης, όμως, που θα άλλαζε, άλλαζαν και οι συνήθειες όσων έμεναν σε αυτή. Στη Μπολόνια ποτέ δεν ήταν πρόβλημα να έρθουν και να κυριαρχήσουν ιδέες και συνήθειες από αλλού, η εξωστρέφεια της πόλης που “μεγαλώνει προς τα μέσα” με τα χιλιόμετρα των portici, ήταν και θα είναι η μοναδική αέναη ταυτότητά της. Μία από τις συνήθειες εκείνων των χρόνων αφορούσε και την κοινωνικοποίηση του αθλητικού περιβάλλοντος, με την επικράτηση και εξάπλωση ενός παιχνιδιού που δεν γιγαντώθηκε επειδή ήταν το πιο σημαντικό βάσει κάποιων κριτηρίων, αλλά επειδή ήταν εκείνο που μετέτρεψε τον αθλητισμό από σωματική άσκηση σε κοινωνική δραστηριότητα και φαινόμενο.
Ο ξένος πληθυσμός στη Μπολόνια υπήρχε από τον 11ο αιώνα, όταν και άνοιξαν οι πρώτες σχολές στην πόλη. Μέσα σε περίπου 1000 χρόνια είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της αυτή η επαφή με τους ερχόμενους από μακριά πολίτες που γίνονταν κομμάτι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Ήταν αναπόφευκτο αυτοί να φέρουν και τον σπόρο για την καινούρια συνήθεια που θα έβαζε έναν νέο οργανισμό στην τοπική κοινωνία, ένα σύνδεσμο ανθρώπων που θα έγραφε την ιστορία του γράφοντας την ιστορία της πόλης.
Το έδαφος για να συμβεί κάτι τέτοιο υπήρχε. Ένας σύλλογος, ο Circolo Turistico Bolognese, έφερνε στην πόλη όλες τις “ξενόφερτες” ασχολίες, τις οποίες είχαν ανάγκη κυρίως οι μορφωμένοι και με υψηλό οικονομικό υπόβαθρο μέτοικοι. Αρχικά ήταν το ποδήλατο, η μεγάλη εφεύρεση του 19ου αιώνα, στη συνέχεια ήταν η αυτοκίνηση και οι αγώνες και με τα δύο μέσα. Ο Circolo δεν είχε την έδρα του σε κάποια δικά του γραφεία. Όπως συνηθιζόταν τότε, αυτοί οι σύλλογοι είχαν διευθύνσεις μέσα σε δημόσιους χώρους, σε εστιατόρια, σε μπαρ, σε μπυραρίες. Μία τέτοια μπυραρία, με το όνομα Birreria (ή Birraria στα μπολονιέζικα) Ronzani, βρισκόταν στη via Orefici νούμερο 2. Βρισκόταν εκεί τουλάχιστον μέχρι τις 3 του Οκτώβρη του 1909, γιατί εκείνη η ημερομηνία την έβαλε σε πολλά ιστορικά βιβλία. Όλη η πολεοδομία της περιοχής άλλαξε τα επόμενα χρόνια, από το 1910 ως το 1912, προκειμένου να χτιστεί μια πόλη που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής, αντικαθιστώντας τους πύργους με μοντέρνα palazzi και κρατώντας μόνο τα απαραίτητα κτίσματα για την ιστορική της συνοχή.
Σε τέτοιους χώρους φαίνεται ότι σύχναζαν από τότε και όσοι αγαπούσαν το ποδόσφαιρο. Στις μέρες μας, πηγαίνουν εκεί για να μοιραστούν τη σύνδεση τους με έναν σύλλογο μαζί με άλλους, να μαλώσουν, να κοροϊδέψουν, ακόμα και μερικές φορές να κλάψουν ή απλά να παρατηρήσουν άλλους συλλόγους σε μια τηλεοπτική οθόνη. Στις μέρες μας, επίσης, όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο και μετοικίζουν βρίσκουν καινούριο σπίτι και καινούρια σύνδεση στον τόπο που φτάνουνε, “ξαναπαντρεύονται” μια νέα ομάδα που παίρνει χώρο στην καρδιά τους μαζί με εκείνη από το σπίτι τους. Τότε όμως εκείνοι που αγαπούσαν το ποδόσφαιρο, που το έμαθαν σε κάποιο κολλέγιο, σε κάποιο αγγλικό κλαμπ, σε κάποιον από τους πρώτους μεγάλους συλλόγους της Ευρώπης, δεν έβρισκαν νέο σύλλογο για να “ξαναπαντρευτούν”. Αντιθέτως, έπρεπε “να γεννήσουν” αυτό που θα γινόταν η σύνδεση για χιλιάδες άλλους στο μέλλον.
Ένας τέτοιος μέτοικος ήταν και ο Louis Rauch. Γεννημένος στο Fribourg της Ελβετίας, ο Rauch είχε φτάσει στη Μπολόνια ως οδοντίατρος, για να συνεργαστεί με τον φημισμένο τότε καθηγητή οδοντιατρικής Arturo Beretta. Έχοντας παίξει ποδόσφαιρο στην ομάδα της γεννέτηράς του, Fribourg FC, που είχε ιδρυθεί από το 1900, δε βρήκε κάποιον ποδοσφαιρικό σύλλογο στην πόλη που έγινε το νέο του σπίτι, μια πόλη αρκετά μεγάλη – ειδικά με τα δεδομένα της εποχής – που αριθμούσε περί τους 150.000 με 200.000 κατοίκους.
Ένας ξένος, ο Rauch, μαζί με άλλους ξένους και ντόπιους που είχαν γνωρίσει το φουτμπώλ στο εξωτερικό, έψαχναν να γεννήσουν τη σύνδεση τους με το σπορ στο κοινό τους σπίτι. Το βράδυ της Κυριακής, 3 του Οκτώβρη του 1909, αυτοί οι χαρακτήρες συναντήθηκαν στο μέρος όπου ήταν θαμώνες, στον πρώτο όροφο της μπυραρίας Ronzani, προκειμένου να αποφασίσουν αυτή την ίδρυση. Στο δευτεριάτικο φύλλο της τοπικής εφημερίδας il Resto di Carlino αναφέρονται τα ονόματα αυτών των ιδρυτών, που αποτελούσαν και τη διοίκηση του νέου συλλόγου, της Bologna Football Club. Το όνομα της πόλης ακολουθεί η περιγραφή του συλλόγου στα αγγλικά, όχι μόνο λόγω της πολυεθνικής σύστασης της ιδρυτικής ομάδας – έτσι κι αλλιώς τα αγγλικά δεν είχαν τότε ακόμα το ίδιο διεθνές status που έχουν στις μέρες μας – αλλά κυρίως επειδή το ποδόσφαιρο, το calcio όπως ονομάστηκε αργότερα, είχε μόνο μια γνωστή λέξη για να αναφέρεται την εποχή εκείνη: football, ή στα ελληνικά φουτμπώλ. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις τα δύο συνθετικά του χωρίζονταν, με αποτέλεσμα σε αρκετές από τις πρώτες υπογραφές εκείνου του συλλόγου να εμφανίζεται ως Bologna FBC.
Θέση δίπλα στον Rauch πήρε ως αντιπρόεδρος ο Enrico Penaglia, ως γραμματέας ο Sergio Lampronti, ταμίας ο Leone Vincenzi, καθώς και μια από τις μεγάλες μορφές του συλλόγου, ο Emilio Arnstein, που ανέλαβε και την ηγεσία αργότερα, όταν ο Rauch δε μπορούσε πια, λόγω φόρτου εργασίας, να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του θώκου. Πρώτος αρχηγός της νέας ομάδας ήταν ο Arrigo Gradi, γεννημενος στη Μπολόνια, αλλά με σπουδές στο ινστιτούτο Schönberg του Rossbach, στο καντόνι του Saint Gallen της βορειοανατολικής Ελβετίας. Η σημασία του κολλεγίου αυτού είναι τεράστια για το νεοσύστατο κλαμπ, καθώς όταν έπρεπε να βρεθούν τα χρώματά του και να ραφτούν οι 10 πρώτες εμφανίσεις, ο Gradi έφερε 2 που είχε από τα χρόνια του στην Ελβετία, οι οποίες είχαν μπλε και κόκκινα χρώματα. Έτσι γεννήθηκε και η rossoblu εμφάνιση, με τις ρίγες που πήραν μέρος και δίπλα στον σταυρο του Αγίου Γεωργίου, για να φτιάξουν αργότερα το έμβλημα του συλλόγου. Ανάμεσα στους πρώτους ποδοσφαιριστές της νεοσύστατης ομάδας ήταν και ο νεαρός Antonio Bernabéu, αδερφός του Santiago, ο οποίος σε αντίθεση με τον ομογάλακτό του δεν είχε ηγετικές βλέψεις μέσα από την ενασχόλησή του με το σπορ, παρά μόνο, τα χρόνια που φοιτούσε στο μπολονιέζικο Collegio di Spagna, έναν από τους πιο μυστηριακούς θεσμούς της πόλης ως της μέρες μας, είχε ανάγκη να ξεσκάει εκεί αντιμετωπίζοντας το θρήνο για το χαμό της μητέρας του.
Την ίδια περίοδο στην πόλη ιδρύθηκαν και άλλοι γυμναστικοί σύλλογοι, που έφτιαξαν και ποδοσφαιρικές ομάδες. Η Bologna FC είχε το χρέος να κυριαρχήσει πρώτα εντός των τειχών, προκειμένου να γίνει η εκπρόσωπος της πόλης στο ιταλικό ποδοσφαιρικό σύστημα που τότε σιγά σιγά δημιουργούνταν. Η Virtus και η Sempre Avanti ήταν οι δυο σύλλογοι που μπόρεσαν μόλις να αγωνιστούν απέναντι στη Bologna, η οποία έχοντας όλη την τεχνογνωσία από τις χώρες που το ποδόσφαιρο ήταν πιο αναπτυγμένο, δηλαδή τη Βρετανία και την Αυστροουγγαρία, μπορούσε να κυριαρχήσει.
Ωστόσο, αντίθετα με τις ιδέες της εποχής στο προηγμένο ποδόσφαιρο, ο μοντερνιστής κατά τα λοιπά Rauch είχε έναν πουριτανισμό που αφορούσε τον ερασιτεχνικό χαρακτήρα του σωματείου. Αυτή η άποψη ήρθε σε κόντρα με εκείνη του Guido Nanni, γεννημένου στη Μπολόνια αλλά με ελβετικές ρίζες, που έγινε σημαιοφόρος του επαγγελματισμού. Ο ρεαλισμός του Nanni οδήγησε το σύλλογο γρήγορα ανάμεσα σ’εκείνους που αποτέλεσαν βασικούς πυλώνες του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος της Ιταλίας και φυσικά στην απόλυτη κυριαρχία του στην περιοχή της Emilia-Romagna.
Η πρώτη ενδεκάδα της Bologna FC, που έβαλε αυτή τη σφραγίδα, αγωνίστηκε στις 20 Μαρτίου του 1910, έχοντας στη σύνθεση τον Ούγγρο τερματοφύλακα Koch, και τους Chiara, Pessarelli, Bragaglia, Della Valle, Nanni, Donati, Rauch, Bernabéu, Mezzano και αρχηγό τον Gradi. Είναι γνωστό ότι αγωνίστηκαν με το 2-3-5, που ήταν το σύστημα της εποχής, αλλά δεν είναι γνωστοί οι σκόρερ. Αυτοί πρέπει να ήταν αρκετοί, καθώς την ίδια μέρα η Bologna FC κέρδισε με 10-0 την Sempre Avanti και με 9-1 τη Virtus Bologna για το Campionato Emiliano, κάτι που της επέτρεψε να εγκαθιδρυθεί στην πόλη ως ο ποδοσφαιρικός της εκπρόσωπος.
Το πρώτο γήπεδο του συλλόγου ήταν στα ανατολικά της πόλης, έξω από την Porta San Felice, στα λειβάδια του Prati di Caprara. Την ίδια εποχή, η αλλαγή στην πολεοδομία της πόλης αναγκάζει το σύλλογο να αλλάξει έδρα, από την Birreria Ronzani, στο bar Libertas, που βρισκόταν σε μία στοά με διεύθυνση Ugo Bassi 13 και ενώνει τον κεντρικό δρόμο της πόλης με τη Via Monte Grapa. Σε εκείνη την έδρα έγινε και ο μεγάλος μετασχηματισμός του συλλόγου, το 1911, υπό την ηγεσία του Emilio Arnstein.
Υπό την επιρροή της ποδοσφαιρικής δομής των πρωταθλημάτων άλλων χωρών, το ιταλικό πρωτάθλημα βάζει όρους για τις ομάδες που θα συμμετέχουν στην κορυφαία κατηγορία του. Αυτοί δεν είναι αμιγώς αθλητικοί, καθώς αυτό που προείχε εκείνη την εποχή ήταν να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη διεξαγωγή του θεσμού. Οι όροι είναι κάθε σύλλογος να έχει ταμείο με αρκετούς πόρους για τη φιλοξενία των αντιπάλων, ένα γήπεδο σε καλή κατάσταση με σταθερές θύρες και σαφή όρια, καθώς και μια διορισμένη τεχνική ηγεσία με συγκεκριμένους ρόλους ανά πρόσωπο. Η Bologna τα απέκτησε όλα αυτά υπό την ηγεσία του Arnstein και τη διπλωματία του αντιπροέδρου Domenico Gori στους κύκλους της Ομοσπονδίας. Το πιο δύσκολο αλλά και πολύ σημαντικό βήμα ήταν η απόκτηση του γηπέδου, καθώς τα λειβάδια του Prati di Caprara δε μπορούσαν να ανταποκριθούν σ’αυτές τις προδιαγραφές. Έτσι, από το 1911 η Bologna μετακόμισε στο γήπεδο της Cesoia, πιο κοντά στην Porta San Donato, σε μια έκταση που σήμερα ακόμα δε μπορεί να προσδιοριστεί με τοπογραφική ακρίβεια η θέση της (2 σενάρια απέχουν μεταξύ τους μερικές δεκάδες μέτρα).
Η Bologna ξεκινάει να αγωνίζεται με οδυνηρές ήττες στο πρωτάθλημα του Veneto-Emilia αλλά μεγαλώνει ως σύλλογος συνεχώς. Οι αλλαγές στην ηγεσία της είναι πολύ συχνές, αλλά το ίδιο γρήγορη είναι και η αλλαγή του status του συλλόγου σε κάθε επίπεδο. Μέσα σε 3 χρόνια το γήπεδο της Cesoia έχει γίνει σημείο αναφοράς για την κοινωνική ζωή της πόλης, ενώ πλέον προεδρικά καθήκοντα έχει αναλάβει ένας ντόπιος επιχειρηματίας, ο Rodolfo Minelli. Ο Minelli φτιάχνει για την ομάδα και ένα ακόμα καινούριο γήπεδο, με εξέδρα με σκέπαστρο για τα επίσημα και επικλινές επίπεδο περιμετρικά για το ευρύ κοινό. Αυτό βρισκόταν στα νότια της πόλης, προς τα Colli Bolognesi, την αριστοκρατική συνοικία και ονομαζόταν Sterlino. Εγκαινιάστηκε στις 30 Νοέμβρη του 1913 και σ’εκείνα τα εγκαίνια συμμετείχε πλέον όλη η επιφανής σκηνή της πόλης, που περιελάμβανε πολιτικούς, διανοούμενους, επιχειρηματίες και άλλους παράγοντες.
Με έδρα το Sterlino η Bologna κάνει σταθερά βήματα προς το μέλλον, φτάνοντας σιγά σιγά ένα ιστορικά απαράμιλλο status. Σε μια εποχή που πλησιάζει η πρώτη μεγάλη καταστροφή στην Ευρώπη, με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – και η ουσιαστική αρχή του 20ου αιώνα – οι Σοσιαλιστές κερδίζουν τη δημαρχεία στην πόλη, που εμφορείται πάντα από πιο καινοτόμες ιδέες σε σχέση με την υπόλοιπη Ιταλία. Το πρωτάθλημα του 1914-15, ωστόσο, είναι το τελευταίο που διεξάγεται πριν τον πόλεμο.
Η άνθιση του συλλόγου συνέβη στο Μεσοπόλεμο. Εκείνα τα χρόνια η Bologna γιγαντώθηκε, κυριάρχησε στο ιταλικό ποδόσφαιρο αλλά και διεθνώς και άφησε πολλά αποτυπώματα πάνω στην ποδοσφαιρική ιστορία. Το 1919 κάνει την πρώτη μεταγραφή, πληρώνοντας τη Modena για τα δικαιώματα του δελτίου του Bernardo Perin, ενός φούρναρη, του οποίο το μέλλον εξασφάλισε ανοίγοντάς του φούρνο στην Piazza Malpighi. Ωστόσο η μεγάλη αλλαγή έρχεται με το διορισμό του πρώτου μεγάλου τεχνικού.
Από τις δύο μεγάλες ποδοσφαιρικές σχολές της εποχής, τη Βρετανική και την Αυστροουγγρική, η Bologna είχε σαφώς περισσότερες σχέσεις με τη δεύτερη. Από εκείνη τη σχολή επέλεξε και τον αναμορφωτή της. Ο Hermann Felsner είχε γεννηθεί στη Βιέννη το 1889. Ήταν κι αυτός ένα παιδί του ποδοσφαίρου των καφέ που γέννησε τις μεγάλες αυστριακές ομάδες των αρχών του 20ου αιώνα. Ερχόμενος στην Ιταλία έβαλε πρόγραμμα, εφάρμοσε την απαραίτητη πειθαρχία, ανέπτυξε το αγωνιστικό σύστημα και πλάνο και μεταμόρφωσε τη Bologna σε ομάδα πρώτης γραμμής. Το 1921 έχασε στα τελικά του πρωταθλήματος από την Pro Vecelli με 2-1 στο 128ο λεπτό, με αποτέλεσμα η Bologna να φεύγει από την ομοσπονδία, όμως αντί να βλέπει τους ανταγωνιστές εντός των συνόρων ήθελε να φέρει την ομάδα του στο επίπεδο των μεγάλων αντιπάλων από το εξωτερικό.
Η πρώτη ομάδα που δοκίμασε την ισχύ εκείνης της Bologna, υπό τον Felsner, ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης, που ηττήθηκε στο Sterlino στις 26 Δεκέμβρη του 1920 με σκορ 3-0. Από την άλλη, οι αυστριακές ομάδες φαινόταν ακόμα να υπερέχουν, καθώς η Rapid Βιέννης υπερίσχυσε εκείνης της Bologna με 4-1 ενώ οι Ούγγροι της Budapesti Torna Club έχασαν μόνο με 2-0. Ο Felsner όμως είχε και ένα μεγάλο όπλο εντός του αγωνιστικού χώρου, τον Angelo Schiavio, που ξεκίνησε να αγωνίζεται στη Bologna το 1922 και αποτέλεσε και βασικό στέλεχος της πρώτης Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Ιταλίας, το 1934. Ο Schiavio είναι μέχρι σήμερα ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου με 251 γκολ, έχοντας γράψει με το σύλλογο 364 συμμετοχές. Η Bologna κέρδισε το πρώτο scudetto το 1925 και ένα δεύτερο υπό τις οδηγίες του Felsner το 1929.
To 1926 η Bologna FC μετακομίζει στο Stadio Littoriale, ένα κολοσιαίο δημιούργημα που καμάρωνε ο Mussolini ως το μεγαλύτερο γήπεδο της Ευρώπης, στα δυτικά της πόλης, προς το λόφο του San Luca. Αυτό το γήπεδο, με το εμβληματικό portico και τον Πύργο του Μαραθώνα, αποτελεί μέχρι σήμερα τη σχεδόν αιωνόβια έδρα του συλλόγου, έχοντας αλλάξει φυσικά όνομα.
Η μέρα των εγκαινίων του Littoriale ωστόσο δεν ήταν αναίμακτη. Ο Mussolini, επιστρέφοντας στην πόλη πάνω στο άλογό του μέσω της Via Indipendenza, όδευε προς την Piazza Maggiore, όπου το συγκεντρωμένο πλήθος περίμενε να τον αποθεώσει. Τα μεσοαστικά στρώματα της Μπολόνια, που αργότερα στήριξαν όσο κανείς τις προοδευτικές ιδέες της εποχής, εκείνη την περίοδο είχαν μαζικά επιρρεαστεί από τη λαϊκιστική στροφή του πρώην σοσιαλιστή Mussolini. Ανάμεσα στο πλήθος βρισκόταν και ο 15χρονος γιος ενός τυπογράφου, ο Anteo Zamboni, ο οποίος φέρεται να προσπάθησε να σκοτώσει τον Ντούτσε με το πιστόλι που κρατούσε. Είτε ήταν, είτε δεν ήταν ο Anteo αυτός που τράβηξε εκείνη τη σκανδάλη, ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας, ονόματι Carlo Alberto Pasolini, πατέρας του Pier Paolo, έδωσε εντολή στους μελανοχίτωνες να λιντσάρουν επί τόπου τον έφηβο δράστη, κάτι που οδήγησε στο θάνατό του.
Ο Felsner έφυγε το 1931 για να συνεχίσει την καριέρα του σε μια σειρά από άλλες ιταλικές ομάδες, όμως η Bologna που έχτισε μεγάλωνε και διεθνώς. To 1932 και το 1934 κέρδισε το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης, το λεγόμενο Mitropa Cup, ενώ το 1935 έφτασε στην τεχνική της ηγεσία μία από τις πιο θρυλικές και μαρτυρικές μορφές του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Ο Ούγγρος Árpád Weisz ήταν μέλος της Ολυμπιακής ομάδας της Ουγγαρίας που πήγε το 1924 στο Παρίσι, χωρίς όμως να μπορέσει να αγωνιστεί, λόγω τραυματισμού. Η διεθνής του προβολή τον έφερε στην Ιταλία, όπου αγωνίστηκε ένα χρόνο στην Alessandria και έναν στην Inter, που τότε είχε το όνομα Ambrosiana, για να γίνει ο προπονητής του Μιλανέζικου συλλόγου ένα χρόνο αργότερα. Από την Ambrosiana πήγε και ήρθε στη Bari και έπειτα στη Novara, προκειμένου το 1935 να φτάσει στη Μπολόνια.
Ο Weisz έφτιαξε την ομαδάρα που έκανε όλο τον κόσμο να τρέμει, lo squadrone che tremare il mondo fa. Κέρδισε τα πρωταθλήματα του 1936 και του 1937. Στις 7 Ιούνη του 1937 η Bologna του Weisz κέρδισε έναν ιστορικό τίτλο. Ότας η καλύτερη ομάδα της Ιταλίας αγωνίστηκε στο Κύπελλο Διεθνούς Έκθεσης, στο Παρίσι, όπου πήραν μέρος οι καλύτερες ομάδες της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και η Chelsea από την Αγγλία. Ως τότε οι αγγλικοί σύλλογοι δεν καταδέχονταν να αντιμετωπίσουν ομάδες από την ηπειρωτική ευρώπη, θεωρώντας εαυτούς καταφανέστατα (!) ανώτερους. Η Bologna κλήθηκε να σπάσει αυτή την ιδεοληψία αντιμετωπίζοντας στον τελικό τους Άγγλους και με σκορ 4-1 πήρε το μοναδικό κύπελλο αυτής της διοργάνωσης πίσω στην Emilia-Romagna. Αυτή η νίκη έδωσε διαστάσεις παγκόσμιας υπεροχής σ’εκείνη την ομάδα του Weisz.
Την ίδια εποχή όμως, υπό την επιρροή της γερμανικής ναζιστικής ιδεολογίας, είχαν αρχίσει και οι διωγμοί των Εβραίων στην Ιταλία. Έτσι, ο Weisz αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ολλανδία το 1938, όπου προπονούσε την ομάδα της Dordrecht. Από εκεί δυστυχώς συνελήφθει από τα SS, οδηγήθηκε στο Auschwitz-Birkenau και εκεί πέθανε στις 31 του Γενάρη του 1944, χωρίς να προλάβει την απελευθέρωση.
Τα μεταπολεμικά χρόνια στη Μπολόνια κυριαρχεί η μορφή του κομμουνιστή δήμαρχου Giuseppe Dozza, που κράτησε αυτό το ρόλο από την απελευθέρωση της πόλης, στις 21 Απρίλη του 1945, για περισσότερο από 20 χρόνια, μέχρι τις 2 Απρίλη του 1966, αναμορφώνοντας την πόλη. Εκείνη την εποχή η Μπολόνια μετατρέπεται σε βιομηχανικό κέντρο καινοτομίας, με πολλά εργοστάσια και καινούριες εφαρμογές να δημιουργούνται στα προάστιά της. Αυτό φέρνει στην πόλη νέους μετοίκους, που δεν είχαν το status των παλιών ξένων διανοούμενων. Οι εσωτερικοί μετανάστες από τη φτωχότερη Νότια Ιταλία γίνονται σταδιακά κομμάτι της πόλης, παίρνοντας θέση στα προάστιά της. Την ίδια περίοδο το Πανεπιστήμιο ζει εποχές κοινωνικής δόξας, με τους φοιτητές του να ορίζουν μετά από αιώνες και πάλι τον παλμό της πολιτικής αντιπαράθεσης, σε μια πόλη που έγινε κατακόκκινη όχι μόνο για το χρώμα των κτισμάτων της, αλλά και για την ιδεολογική σημαία των κατοίκων της.
Στη κόκκινη και μπλε Bologna, ωστόσο, κυριαρχεί μια άλλη μορφή, αυτή του Renato Dall’Ara, ενός επιχειρηματία από το Reggio Emilia, που ανέλαβε πρόεδρος του συλλόγου για περισσότερα από 30 χρόνια. Είχε αναλάβει το αξίωμα από το μεσοπόλεμο, το 1934 και το κράτησε μέχρι το θάνατό του, στις 4 Ιούνη του 1964. Ο Dall’Ara ήταν η μορφή που κράτησε τη Bologna στα standards εκείνων των χρόνων του Weisz, κερδίζοντας ακόμα ένα Mitropa Cup το 1961, αλλά και το τελευταίο της πρωτάθλημα λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, στις 7 Ιούνη του 1964. Το Stadio Littoriale μετονομάστηκε προς τιμήν του σε Stadio Renato Dall’Ara.
Μετά την εποχή του Dall’Ara ξεκινάει η πτώση και του συλλόγου. Αν και πρωταγωνιστεί για την επόμενη δεκαετία, κερδίζοντας μάλιστα 2 κύπελλα, το 1970 και το 1974, η πόλη δεν είναι πια το σταυροδρόμι που ήταν σε άλλες εποχές, ενώ στο αθλητικό επίπεδο η μπασκετική κόντρα μεταξύ της Virtus και της Fortitudo φτιάχνει ένα κοινωνικό γίγνεσθαι γύρω από άλλο σπορ. Αν και σε διάφορες εποχές είχε εμβληματικούς παίχτες και καλές ομάδες, η μόνη διάκριση ήταν αυτή που ήρθε το 1999, όταν και αγωνίστηκε στον ημιτελικό του Κυπέλλου UEFA, έχοντας κατακτήσει το Intertoto το προηγούμενο καλοκαίρι για να φτάσει εκεί.
Ακόμα κι αυτά τα χρόνια όμως, η Bologna δεν έχασε ποτέ τον κεντρικό της ρόλο στην κοινωνική ζωή της πόλης. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της, όπως ο Lucio Dalla και ο Gianni Morandi κοσμούσαν πάντα την εξέδρα της και ένα αισιόδοξο τραγούδι του πρώτου, το L’Anno Che Verrà συνοδεύει ηχητικά κάθε νίκη της στο Dall’Ara.
Μετά από πολλές περιπέτειες ο ερχομός του ιταλικής καταγωγής Καναδού επιχειρηματία Joey Saputo, άλλαξε ξανά τα δεδομένα για το σύλλογο, ξαναφέρνοντας – και πάλι μέσω ενώς ξένου – την καινοτομία στις τάξεις του. Στα πολύ πιο περίπλοκα και δύσκολα χρόνια του σημερινού βιομηχανοποιημένου ποδοσφαίρου, η ανάπτυξη και η διάκριση χρειάζονται μεγαλύτερη υπομονή. Όμως αυτή έρχεται σιγά σιγά.
Μετά τη μεγάλη περιπέτεια της Bologna με την υγεία του Siniša Mihajlović, που παρέμεινε στο τιμόνι της ομάδας ακόμα και μέσα από το νοσοκομείο, αποδεικνύοντας το μέγεθος του συλλόγου και τα χαρακτηριστικά του, η νέα εποχή έδειξε τα πρώτα αποτελέσματα με την έξοδο στο Champions League της φετινής σεζόν. Αρκετοί παίχτες έφυγαν, αλλά ο σχεδιασμός συνεχίζεται με ορθολογικό πλέον τρόπο και 100 χρόνια μετά από εκείνο το παρθενικό πρωτάθλημα η Bologna σπάει συνεχώς τα στεγανά της παράδοσης για να δημιουργήσει μια δική της μοναδική ιστορία μέσα από την καινοτομία.
Η Μπολόνια, η πόλη της Emilia-Romagna, το σταυροδρόμι της Ιταλίας, είναι η γεννέτηρα του πρώτου πανεπιστημίου, η πρωτεύουσα του ιταλικού φαγητού και η πιο προοδευτική πόλη της Ιταλίας. Για το λόγο αυτό είναι γνωστή ως La Dotta, La Grassa, La Rossa – η Σοφή, η Λιπαρή, η Κόκκινη. Εκείνη την Κυριακή το βράδυ, στις 3 Οκτώβρη του 1909, λόγω και μιας σύμπτωσης των χρωμάτων ενός ελβετικού κολλεγίου φτιάχτηκε και μια άλλη Bologna, La Dotta, La Grassa, La Rossoblu.