Είναι κάποιες μέρες που μοιάζουν φυσιολογικές, μέτριες, ασήμαντες, σαν πολλές άλλες που δε θυμάσαι ποτέ και καθώς οι ώρες περνάνε τίποτα δε φαίνεται να αλλάζει. Αλλά κάτι τέτοιες μέρες, σε μια στιγμή, γίνεται κάτι, αλλιώτικο από αυτό που θα χωρούσε σε οποιαδήποτε πρόβλεψη – και τότε, όλα όσα έχουν γίνει εκείνες τις μέρες αποκτούν διαφορετική αξία, η κάθε στιγμή, πριν και μετά, έχει τη δική της σημασία, γιατί το γεγονός δένεται με όλα όσα σε έφεραν εκεί για να το ζήσεις. Μια τέτοια ημέρα ήταν η 10η του Οκτώβρη, το 2024 στο Λονδίνο…
Η Πέμπτη αυτή έμοιαζε με πολλές άλλες βαρετές Πέμπτες του Λονδίνου. Μπορεί να ήταν ακόμα αρχές Οκτώβρη, αλλά η θερμοκρασία μετά βίας έπιανε τους 11-12 βαθμούς, ο ουρανός γκρίζος και ενίοτε εκείνο το βαρετό ψιλόβροχο, που δεν είναι ούτε βροχή, αλλά ούτε και σε αφήνει σε ησυχία να πας στη δουλειά σου χωρίς να σκέφτεσαι τον καιρό. Το Λονδίνο έχει μια μαγική μετεωρολογική ιδιότητα: χωρίς να έχει ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί να σε κάνει κάθε στιγμή να σκέφτεσαι συνέχεια τον καιρό. Ίσως έχει περισσότερη μετεωρολογική σταθερότητα απ’όσο μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος.
Μετά από μερικές δύσκολες μέρες, με πίεση και ξενύχτια, με το μισό πληθυσμό των 9 εκατομμυρίων να βήχει, να φταρνίζεται και να ρουφάει σιχαμερά τη μύτη του στους δρόμους, αλλά κυρίως μέσα στο μετρό, πήγα στη δουλειά έχοντας στο νου τη βραδινή υποχρέωση. Στις 4 το απόγευμα θα τέλειωνε αυτό το πρόγραμμα της γκρίζας ρουτίνας, θα έπρεπε να τρέξω για την “υποχρέωση” που είχα βάλει στο πρόγραμμα – κι ας μην ήταν καθόλου υποχρέωση, ήταν ακόμα ένα κουραστικό τρέξιμο σε ακόμα μια κουραστική ημέρα.
Οι γραμμές του μετρό ήταν όλες στα όριά τους. Τα βαγόνια κυριολεκτικά έσκαγαν από κόσμο. Ακόμα κι αν το επόμενο τρένο έρχεται σε 2 λεπτά δεν το διακινδυνεύεις, είχε τόσο κόσμο στις πλατφόρμες που θα έπρεπε να κρατιέσαι στην άκρη όσο το πλήθος έσπρωχνε, άλλος για να περάσει δεξιά, άλλος αριστερά, άλλος να μπει μπροστά σου, πέρα από την κίτρινη γραμμή, ένα χάος! Έβρισκα εκείνο το μικρό χώρο δίπλα στην πόρτα που στο 1.60 αρχίζει και αλλάζει κλίση, για να μη χωράει άνθρωπος με μέσο ύψος στην άκρη του, έμπαινα και περίμενα να φτάσω, χωρίς σκέψεις, χρόνος νεκρός.
Στις 4 πήρα την Picadilly να γυρίσω στο σπίτι. Έπρεπε οπωσδήποτε να αφήσω την τσάντα, γιατί τα backpacks απαγορεύονται στο Wembley και δε μπορούσα να πάω στη δουλειά χωρίς τον υπολογιστή. Στις 4:17 ήμουν στη Russell Square, στις 4:47 στο Earl’s Court, στις 5:22 ξανά στο Earl’s Court, χωρίς τσάντα αυτή τη φορά, με μόνο ένα σχέδιο και ένα σκοπό, την παρθενική επίσκεψη στο Wembley.
Πήρα τη District για να φτάσω στο Westminster κι εκεί να αλλάξω στην Jubilee με προορισμό το Wembley Park. Φυσικά, μια τέτοια μέρα, δε θα μπορούσε να μη λειτουργεί η γραμμή που θα βόλευε περισσότερο, από βόρεια και αλλαγή στη Baker Street. Φυσικά, όταν πρέπει να μετακινηθούν προς ένα σημείο περίπου 100.000 άνθρωποι είναι μια κατάλληλη μέρα για να κάνεις έργα συντήρησης και να μειώσεις (βασικά να καταργήσεις) τα δρομολόγια. Αυτή είναι η καθημερινότητα των κανονικών ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στο Λονδίνο. Οι υπόλοιποι είναι εκεί για χόμπι – και είναι κι αυτοί πολλοί.
Μέσα σ’εκείνο το συρμό της Jubillee ζωντάνεψαν όλες οι ιστορίες που έχω διαβάσει από δυστυχήματα σε γήπεδα, με συνωστισμούς και πίεση των ανθρώπινων σωμάτων μέχρι την ασφυξία. Ο κόσμος να πατιέται πάνω στις ίδιες κακοσχεδιασμένες πόρτες που έχουν σχεδιαστεί για σύρραγγες του προπροηγούμενου αιώνα. Οι στάσεις πολλές, δεν έβγαινε σχεδόν κανείς και όταν γινόταν αυτό έμπαιναν οι διπλάσιοι. Όσοι έπαιρναν αυτό το τρένο πήγαιναν στο ίδιο σημείο. Όλος ο συρμός ήταν μονάχα ένα μικρό ποσοστό της χωρητικότητας του μεγαλύτερου βρετανικού γηπέδου, το οποίο ήταν γνωστό ότι θα ήταν κατάμεστο.
Στις 6:12 επιτέλους αέρας, ανάσα, από τους 40 βαθμούς του εσωτερικού του συρμού, έξω στον “καθαρό” αέρα, αλλά εκείνη την ώρα ξεκινούσαν οι εικόνες. Βγαίνοντας από τον προϊστορικό σταθμό του μετρό, λίγα μέτρα πιο πέρα ξεκινάει η υπερσύγχρονη κατασκευή με την περίβολο, αυτή που αντικατέστησε το 2009 το θρυλικότερο ίσως γήπεδο που έχει υπάρξει στον πλανήτη. Μπορεί πλέον να μην υπάρχουν οι δίδυμοι πύργοι του, αλλά αυτό το νέο μεταλλικό “ουράνιο τόξο” δε σε αφήνει να μπερδευτείς όσο αφορά την ταυτότητά του.
Ο πεζόδρομος που ενώνει τη βόρεια κερκίδα του γηπέδου με το σταθμό του Wembley Park μοιάζει με τη μεγαλύτερη ανθρώπινη λεωφόρο κάθε φορά που το στάδιο ανοίγει τις πύλες του. Εγώ έπρεπε να τρέξω όμως, δεν πήγαινα στη βόρεια είσοδο, έπρεπε να πάω στα νοτιοδυτικά, στην κόκκινη ζώνη, εκεί που έπρεπε να μαζευτούν όλοι όσοι είχαν πάρει εισιτήριο στην κερκίδα των φιλοξενούμενων, οι κάτοχοι των ελληνικών διαβατηρίων. Πάνω το εισιτήριο έλεγε αυστηρή είσοδος 6:45 με 7:15, ενώ ο αγώνας άρχιζε στις 7:45. Δεν ήθελα τίποτα να πάει στραβά.
Μέχρι τις 6:30 είχα φτάσει στην είσοδο N, στην κόκκινη περιοχή. Πλέον τα πράγματα ήταν αλλιώς, άκουγες πολλά περισσότερα ελληνικά γύρω σου, ακόμα περισσότερα κι από όσα δυνατά ακούγονταν στην κεντρική “λεωφόρο”, εκεί που πολλοί σταματούσαν για να βγάλουν μια φωτογραφία με τη σημαία, το κασκόλ, το πανό και στο φόντο το θρυλικό στάδιο. Έξω από την είσοδο μίλησα με τους άλλους που είχαμε κανονίσει να πάμε μαζί. Είχαν πάει πιο νωρίς και περνούσαν το χρόνο σε μια pub από τις αμέτρητες που έχουν στηθεί γύρω από το γήπεδο. “Είμαστε White Horse, έλα εδώ”. Εγώ δεν πήγαινα πουθενά, το μόνο που ήθελα ήταν να δω και το από μέσα.
Κάτι τέτοιες στιγμές αγχώνομαι πολύ, νομίζω ότι είναι όλα έτοιμα για να πάνε στραβά. Ανοίγω το κινητό να βρω το αρχείο του εισιτηρίου, το σήμα δεν είναι καλό, δεν κατεβαίνει με τίποτα από το cloud. Το βρήκα τελικά αλλού, το είχα αποθηκεύσει σε τρεις μεριές γι’αυτό το λόγο. Αγχωνόμουν μετά για το αν θα δουλέψει σωστά στο τουρνικέ. Έλεγχα να έχω το διαβατήριο στην τσέπη αν μου το ζητήσουν (δε μου το ζήτησε κανείς). Έφτασα στην πύλη, δεν είχε ουρά, ένας τύπος με γιλέκο μωβ της UEFA μου εξήγησε τη διαδικασία στα ελληνικά (αν τύχαινε και δεν είχα ξαναπάει σε γήπεδο), έβαλα το barcode, άναψε το πράσινο φωτάκι, γύρισε το τουρνικέ, ήμουν μέσα!
Πέρα από τις (αδικαιολόγητες, ομολογουμένως) ανησυχίες μου, φτάνω όμως πάντα νωρίς στο γήπεδο. Μ’αρέσει να περιφέρομαι, να βλέπω το κλίμα που φτιάχνεται σιγά σιγά. Για έναν αγώνα 2 ωρών ξοδεύω συνήθως συνολικά 5 ώρες, το ξέρω, κάποιος μπορεί να πει ότι δε συμφέρει. Και στο Wembley θα περνούσα περισσότερη ώρα έξω αν είχα εμπειρία των αποστάσεων και των συνθηκών, αλλά δεν είχα ξαναβρεθεί σε γήπεδο με 90.000 κόσμο, θυμόμουν κι από τη Γαλλία το πανδαιμόνιο στο Stade de France (με 80.000 θεατές) που είχε ουρές και συνωστισμό παντού τριγύρω – και στο συγκεκριμένο παιχνίδι δεν ήθελα να χάσω ούτε στιγμή από την “ιεροτελεστία” του. Γιατί δε με απασχολεί μόνο το γύρω-γύρω, αλλά και το μέσα. Μ’αρέσει να μπαίνω στο γήπεδο όταν είναι άδειο – κι επίσης να φεύγω όταν έχει αδειάσει. Να βλέπω τους τερματοφύλακες να μπαίνουν για προθέρμανση, να παρακολουθώ όλα τα drills που κάνουν στο σταδιακό τους ζέσταμα, μέχρι να αρχίσουν τις κανονικές αποκρούσεις. Μ’αρέσει να γυρίζω σε διάφορα σημεία της εξέδρας, να βλέπω την οπτική από διάφορες γωνίες, όσο αυτό είναι εφικτό, ανάλογα το γήπεδο και το εισιτήριο.
Όλα αυτά στο Wembley είχαν ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Από μικρά παιδιά μεγαλώνουμε και τα 2 γήπεδα που ακούμε “στην καθομιλουμένη” όταν μιλάει κάποιος για μεγάλα στάδια είναι το Wembley και το Maracanā. Μια μέρα ελπίζω ότι θα πάω και στο Maracanā – εκεί ίσως ξοδέψω πολλή περισσότερη ώρα για αυτό το γηπεδικό build-up.
Μπαίνοντας σε ένα γήπεδο αρχίζω και σκέφτομαι τις στιγμές που έχω δει από αυτό στην τηλερόαση. Όταν μπήκα στο Stade de France πρώτη φορά, το 2011, κοιτούσα την εστία που σκόραρε δύο φορές ο Zidane σ’εκείνο τον τελικό της 12ης του Ιούλη. Όταν μπήκα στο Mestalla ξυπνούσαν όλες οι εφηβικές μου αναμνήσεις τα βράδια του Champions League μ’εκείνη την τρομερή Valencia των 90s. Τα καλά χρόνια της Liverpool – αυτά που εγώ έχω ζήσει – είναι πολύ πιο κοντά για να αποκτά τέτοια σημασία αυτή η αναπαράσταση, ενώ η Τούμπα ήταν πάντα κάτι πολύ οικείο και κοντινό. Η Τούμπα περισσότερο με εντυπωσίαζε για το γεγονός ότι μπορούσα να είμαι έναν ωκεανό μακριά και να βλέπω τα καρεκλάκια που είχα μάθει να αναγνωρίζω σαν “σπίτι”.
Στο Wembley όμως δε μπορούσα να σκεφτώ το γκολ του Hurst, τις επελάσεις του Neeskens στον τελικό του 1971. Λίγα πρόσφατα πράγματα ήταν αυτά που μπορούσαν να αναπαρασταθούν, καθώς το παλιό, το θρυλικό γήπεδο, δεν ήταν πια το ίδιο. Αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία, γιατί το νέο Wembley είναι ένα υπόδειγμα αρχιτεκτονικής. Ένα γήπεδο γιγαντιαίων διαστάσεων, που όμως μοιάζει – ειδικά στο χαμηλό διάζωμα – να είναι απλά “κανονικό”. Από παντού βλέπεις τέλεια τον αγωνιστικό χώρο, νιώθεις ότι είσαι κοντά σ’αυτόν. Από πάνω το τεράστιο σκέπασμα και η ημικυκλική μεταλλική κατασκευή δίνουν “βάθος προς τα πάνω”. Οι κερκίδες χάνονται προς τα πάνω διαζώματα, με τους ανθρώπους που τις γεμίζουν να μοιάζουν κουκίδες και τα καρεκλάκια στο απέναντι πέταλο που γράφουν το όνομα του γηπέδου να είναι κυριολεκτικά pixels.
To Wembley είναι ο ορισμός του σύγχρονου γηπέδου – που μπορεί να μην έχει να δώσει τη γλύκα και το ρομαντισμό του παλιού, κλασικού, βρετανικού γηπέδου (βλ. προηγούμενο άρθρο μου από το Loftus Road της QPR) αλλά δίνει το στίγμα της εποχής. Μπορείς πολύ εύκολα να κάτσεις και να το χαζεύεις.
Όσο εγώ χάζευα το Wembley από το καρεκλάκι της θέσης μου – γιατί δεν ήθελα κανείς να με κουνήσει – άρχιζε να δημιουργείται γύρω μου ένας χώρος πολύ οικείος. Μια μικρή Ελλάδα φτιαχνόταν ως κοινωνία σ’εκείνη τη νοτιοδυτική γωνιά του σταδίου. Δεν υπάρχουν ρομαντισμοί σ’αυτό, τα είχε όλα, τα καλά και φυσικά όλα τα κακά της κοινωνίας που γνωρίζουμε. Αυτό σημαίνει βέβαια ότι εκείνη η κερκίδα ήταν αυθεντική και ήταν αντιπροσωπευτική. Ο ματσισμός, η ψευτομαγκιά, τα καφενειακά σχόλια, χέρι-χέρι όμως μαζί με το κοινό στοιχείο, ότι όλοι έχουμε μια ίδια ταυτότητα, ακόμα κι αν δεν την επιλέξαμε, που μας βάζει εκεί στην ίδια κερκίδα, έτοιμους να εκπροσωπηθούμε όλοι εξίσου από την ίδια ομάδα λίγη ώρα αργότερα στο χορτάρι. Αυτό το ετερόκλητο μίγμα της οπαδικής συλλογικότητας είναι κάτι μοναδικό στο ποδόσφαιρο και δε συμβαίνει μόνο σε εθνικές ομάδες.
Γύρω στις 7 παρά βγήκαν πρώτοι οι 3 Έλληνες τερματοφύλακες για προθέρμανση. Το ζέσταμα τους ήταν τόσο χαλαρό που απορούσα αν είχαν πάρει στα σοβαρά το παιχνίδι. Έχω δει προθέρμανση τερματοφυλάκων σχεδόν όσες φορές έχω πάει σε γήπεδο και τολμώ να πω ότι είδα τους τερματοφύλακες πιο κουρασμένους από ποτέ σε ζέσταμα. Το ηθικό τους φαινόταν καλό, αλλά σίγουρα αυτή η ιστορία της προηγούμενης ημέρας είχε παίξει το ρόλο της. Ήξερα ότι οι παίχτες δεν είχαν κοιμηθεί καλά, δεν ένιωθαν καλά, δε μπορούσαν να διαχειριστούν με απόλυτη ηρεμία την κατάσταση. Αυτό ίσως και να επηρέαζε την κρίση μου, αλλά έβλεπα ότι στην προθέρμανση δεν υπήρχε η ένταση που έχω δει αλλού. Από μέσα μου σκέφτηκα “θα κρατήσουν την ένταση για τον αγώνα”, ελπίζοντας αυτή η αβάσιμη πρόβλεψη απλά να επαληθευτεί.
Κατά τις 7 ξεκίνησε το pre-game show και μία DJ είχε αναλάβει να γεμίσει με ήχους το τεράστιο στάδιο για τον κόσμο που σιγά σιγά περνούσε τις πύλες του. Στις 7:22 ένιωσα ότι έγινε το θανάσιμο λάθος για τους Άγγλους. Η DJ αποφάσισε να παίξει το hit των Europa από το 1986, το Final Countdown και φυσικά μέσα στο γήπεδο είχε αρχίσει να μυρίζει τυρινίνη. Επειδή το ποδόσφαιρο και γενικότερα τα σπορ έχουν ένα τεράστιο μεταφυσικό κομμάτι, σ’εκείνο το σημείο άρχισαν να μου μπαίνουν ιδέες ότι μπορεί και να ζήσουμε κάτι ιδιαίτερο εκείνη τη βραδιά και η ανάμνηση να μην αποτελούνταν μόνο από το σκοπό της, που δεν ήταν άλλος από το “είδα την εθνική Ελλάδος στο Wembley”.
Εκείνη την ώρα έφτασαν και οι υπόλοιποι από την παρέα. “Έλα είμαστε έξω στο bar”. Πήγα να τους βρω, σκεφτόντουσαν να βρουνε κάτι να φάνε, εγώ είχα φάει στα γρήγορα στο σπίτι, γιατί ήξερα ότι εκεί είχα άλλη δουλειά. Τους βρίσκω, “ρε κάνει προθέρμανση ο Βλαχοδήμος, πάω μέσα, έλατε τα λέμε εκεί” και γύρισα στη θέση μου.
Το γήπεδο άρχισε να γεμίζει. Έδειχνε λίγο απίστευτο το sold out που είχε γραφτεί σε όλα τα μέσα, αλλά το πάνω (3ο) διάζωμα γέμιζε αρκετά πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα. Η ελληνική εξέδρα επίσης. Άλλοι είχαν ταξιδέψει από την Ελλάδα, άλλοι από τις γύρω χώρες, άλλοι από αγγλικές πόλεις, πολλοί από διάφορες μεριές του Λονδίνου. Όσοι υποστήριζαν ομάδες με γαλανόλευκα είχαν έρθει με τις φανέλες τους, Απόλλων Σμύρνης, Ανόρθωση Λευκωσίας, ΠΑΣ Γιάννινα… καθώς και μερικοί ακόμα. Εγώ πήγα με πολιτικά, τη φανέλα του ΠΑΟΚ άλλωστε τη φοράω σε κάθε αγώνα που παίζω εδώ στο Λονδίνο (τα προνόμια του τερματοφύλακα, μπορεί να φοράει όποια χρώματα θέλει). Οι σημαίες έπαιρναν κι αυτές τη θέση τους, ανάμεσα στις οποίες μία Σκωτσέζικη και μία …του ΠΑΣΟΚ!
Κάποια στιγμή εμείς ήμασταν έτοιμοι, η ιεροτελεστία μπορούσε να ξεκινήσει, θα βλέπαμε την εθνική Ελλάδος στο Wembley. Αυτό από μόνο του έφτανε. Όμως θα ήμασταν εκεί και σε μια μέρα που έπρεπε να βρίσκεται κόσμος γύρω από τους ποδοσφαιριστές που βρίσκονταν υπό ένα τεράστιο σοκ – και ήμασταν εκεί περίπου 5000, ένα μεγάλο ελληνικό χωριό, που είχε ποδοσφαιρικές φανέλες, εργάτες, φοιτητές, πλούσιους, κυρίες με τα παλτό και τις τσάντες τους, στην κυριολεξία ένα μεγάλο ελληνικό χωριό. Δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα στις υπόλοιπες 80.000 θέσεις που γέμισαν στο γήπεδο, αλλά εκείνη η γωνιά ήταν το σπίτι μας.
Με την είσοδο των ομάδων ξεκίνησε το τελετουργικό με τους εθνικούς ύμνους. Εκεί επιβεβαίωσα την κρίση μου ότι είμαστε ίσως ο πιο άμουσος λαός του κόσμου (υπερβολή, αλλά είμαστε απαράδεκτοι). Παρέλειψα ως τώρα να πω ότι αυτός δεν ήταν μόνο ο πρώτος αγώνας που έβλεπα στο Wembley, αλλά και ο πρώτος αγώνας που έβλεπα την εθνική Ελλάδος. Δεδομένης αυτής της “πρώτης”, δεν ήμουν σίγουρος αν αυτό που παρατηρούσα πάντα στην τηλεόραση γίνεται λόγω κακής μετάδοσης ή όντως είναι έτσι και στην πραγματικότητα. Αν βρει κανένας ειδικά τα βίντεο από την Πορτογαλία το 2004 θα το διαπιστώσει: δεν ξέρουμε να τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο, ή τουλάχιστον δε μπορούμε να το κάνουμε μετά μουσικής. Το ελληνικό κοινό για κάποιο λόγο που δυσκολεύομαι να εξηγήσω τραγουδάει τον εθνικό ύμνο (βασικά δεν τον τραγουδάει, ούτε τον ψέλνει, τον φωνάζει για να είμαι ακριβής) κάπως πιο …γρήγορα από τη μουσική υπόκρουση. Ο ήχος στο στάδιο ήταν πεντακάθαρος, αυτό δεν εμπόδισε βέβαια να πηγαίνουν οι στροφές μπρος πίσω, χωρίς να συμβαδίζουν με τη μουσική ανάκρουσή του.
Αυτό ήταν και το τελευταίο περιστατικό που δεν αφορούσε το ποδόσφαιρο όμως. Γιατί το επόμενο ήταν η ενός λεπτού σιγή για τον George Baldock και αυτό αφορούσε το ποδόσφαιρο, γιατί αφορούσε τους ποδοσφαιριστές, τη ζωή τους, τη ζωή που διαμορφώνει ένα σύστημα που τους παρουσιάζει ως άτρωτους αστέρες χωρίς προβλήματα και μερικές φορές παράγει τέτοιες τραγικές ιστορίες που όποια λόγια και να χρησιμοποιήσει κανείς είναι λίγο δύσκολο να μην ακουστούν γελοία. Κάποιοι βέβαια κατάφεραν να γίνουν πιο γελοίοι και από αυτά τα λόγια, ευτυχώς αυτοί δεν ήταν στο Wembley, αλλά σε ένα τηλεοπτικό στούντιο.
Και το ματς ξεκινάει και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, πώς θα σταθεί η ελληνική ομάδα εκεί μέσα, μια ομάδα που την τελευταία δεκαετία, παρά τα θετικά της βήματα πιο πρόσφατα, δε μας έχει συνηθίσει σε μεγάλες εμφανίσεις και συγκινήσεις.
Ο Bellingham μπαίνει με αυτοπεποίθηση, πάει να καθαρίσει το ματς μόνος του. Μία ντρίμπλα, δύο, στα αριστερά όπως επιτίθεται η Αγγλία, στην άκρη της περιοχής, ένα ωραίο σουτ, μεγάλη απόκρουση από τον Βλαχοδήμο. Καλό ζέσταμα! 2-3 λεπτά μετά, ο Κουλιεράκης του κατεβάζει τη μπάρα στα πόδια, παίρνει την κίτρινη κάρτα, αλλά μαζί και τον τσαμπουκά του μεγάλου σταρ των αντιπάλων, που καταλαβαίνει ότι θα πρέπει να βρει πολλά ψυχικά αποθέματα για να τα βγάλει πέρα απέναντι σ’αυτή την άμυνα.
Οι Άγγλοι μπορεί να πιέζουν από νωρίς, η εξέδρα να ζητάει “διώξτη ρε”, αλλά η άμυνα να ξεκινάει το buildup από το πρώτο μέτρο του γηπέδου. Ο Ρότα να κερδίζει μπάλες, να ντριμπλάρει, να αλλάζει μέσα στο Μαυροπάνο, αυτός στον Βλαχοδήμο, αυτός στον Κουλιεράκη, στα 5 μέτρα από την τελική γραμμή και το σχέδιο να μη χαλάει – κι ας πιέζουν οι Άγγλοι. Εκεί καταλαβαίνουμε ότι η εθνική πήγε στο Wembley να παίξει μπάλα. Ήμασταν ήδη ευχαριστημένοι, αφού η εθνική πήγαινε να παίξει, ας χάναμε και με όσα χάναμε. Σεβάσου το ποδόσφαιρο για να σε σεβαστεί.
Αλλά η εθνική δεν έκανε μόνο buildup, έδειξε ότι ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από τους αντιπάλους της. Αμυντικά έκλεινε τις πόρτες και όταν αυτές δεν κλείνανε καλά έκανε τα απαραίτητα φάουλ για να μην κινδυνεύσει. Όμως είχε και transition, εκπληκτικό transition, με τον Τζόλη σε τρομερή μέρα και τον Παυλίδη να έχει ντυθεί σούπερμαν. Η μεσοεπιθετική γραμμή έμοιαζε με τις καλύτερες εθνικές που έχουμε δει στα γήπεδα, ήταν επικίνδυνη κάθε φορά που περνούσε το κέντρο. Έτσι παραλίγο να πανηγυρίσουμε και το πρώτο γκολ, όταν είδαμε τη μπάλα να φεύγει πάνω στη γραμμή. Εμείς βέβαια από εκεί που ήμασταν δεν είδαμε τη γραμμή, απλά δεν είδαμε τα δίχτυα να κουνιούνται. Λίγα λεπτά μετά όμως το είδαμε και πανηγυρίσαμε το πρώτο οφσάιντ της βραδιάς, πού να ξέραμε πόσα θα έρχονταν ακόμα!
Στο 25ο με 30ο λεπτό περίπου (στην κερκίδα χάνεις και λίγο την αίσθηση του χρόνου) άρχισε η πίεση, μια πίεση φλύαρη, αλλά με κατοχή για τους Άγγλους που δε μας έκανε να αισθανόμαστε και πολύ καλά. Εκεί η κερκίδα όμως έδειχνε ότι σκαμπάζει από μπάλα. Μπορεί κάποιοι να ζητούσαν γιόμες και διωξίματα, αλλά οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα ήταν πολύ περισσότερα όταν κρατούσαμε τη μπάλα και αρχίζαμε ορθολογικά την κάθε ανάπτυξη, ακόμα κι αν αυτή τέλειωνε νωρίς. Ευτυχώς βγήκε το ημίχρονο, υπήρχε ο χρόνος για να μπουν τα πράγματα στην κανονική τους βάση. Η εθνική Ελλάδος έπαιζε καλύτερο ποδόσφαιρο από την Αγγλία. Ήταν μια κανονική ομάδα, που έπαιζε με ένα κανονικό σύστημα, απέναντι σε ένα παράδοξο 4-6-0 των Άγγλων, που γινόταν 4-2-4, ή 4-4-2, ή ακόμα και 4-2-2-2 με όποιο τρόπο μπορεί να το φανταστεί κανείς. Το σίγουρο ήταν ότι δεν είχαν επιθετική αιχμή, τον σέντερ φορ που για κάποιο σωστό λόγο οι Ιταλοί αποκαλούνε “πούντα”.
Στο ημίχρονο ήταν η ώρα μιας άλλης ιεροτελεστίας: το χοτ-ντογκ του γηπέδου. Από τα καλύτερα που έχω βρει σε αγγλικά γήπεδα, ένα σάντουιτς με λουκάνικο και μουστάρδα, στις 8.85 λίρες, κάτι περισσότερο από 10 ευρώ δηλαδή. Η εμπορευματοποίηση της αγάπης των μαζών γίνεται βάρος για την τσέπη τους. Αυτό έφτανε όμως, εγώ περίμενα να δω αυτό το πολύ ενδιαφέρον όπως εξελισσόταν παιχνίδι, που είχε μια ισορροπία πολύ διαφορετική από αυτή που περιμέναμε πριν την έναρξή του.
Το δεύτερο ημίχρονο ξεκίνησε και το μισό γήπεδο ήταν άδειο, ο κόσμος ακόμα έπινε τη μπύρα του – που απαγορεύεται στην κερκίδα – και έκανε ουρές στις τουαλέτες. Η Αγγλία έκανε μια προσπάθεια να ανεβάσει το ρυθμό, μπήκε με φούρια παίζοντας τη μπάλα στα πλάγια (από τις λίγες στιγμές του αγώνα) αλλά περιοχή δεν πατούσε ούτε με αίτηση. Και τότε, στο 48ο λεπτό, με την ελληνική κερκίδα σχεδόν γεμάτη και το υπόλοιπο γήπεδο να κοιμάται, ο Κουλιεράκης κάνει μια κίνηση ασυνήθιστη για σέντερ μπακ μπροστά στην αγγλική περιοχή, βρίσκει τον Παυλίδη, κι αυτός λες και έπαιζε στην αλάνα της γειτονιάς του περνάει ανάμεσα από 3 Άγγλους παίχτες και σουτάρει υπό την πίεση άλλων 2 για να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα του Pickford. Αυτή τη φορά δεν ήταν οφσάιντ, ήταν πραγματικότητα, ήμασταν μέσα στο Wembley και ήμασταν μπροστά στο σκορ! Έμοιαζε με ψέμα!
Η παρέα η δική μου δεν το είδε το γκολ, εγκλωβισμένοι όλοι ανάμεσα σε μπύρες και τουαλέτες. Ευτυχώς το μυρίστηκα και το κράτησα σε βίντεο, ένα βίντεο που θα έχω για ανάμνηση μιας ζωής, ένα γκολ όπως το είδα με τα μάτια μου, όπως το έζησα από το σημείο που βρισκόμουν, δίνοντας ένα νόημα σ’αυτή την παράξενη συνήθεια της ψηφιακής εποχής. Σε μια άλλη αντίστοιχη συνήθεια, καθώς το παιχνίδι είχε πολύ δρόμο ακόμα, βγάζαμε και καμιά φωτογραφία τον φωτεινό πίνακα με αυτό το απρόσμενο σκορ για να θυμόμαστε ότι έστω κι αυτό το είδαμε στ’αλήθεια.
Και μετά ήρθε κι άλλο γκολ, αλλά είχε καθυστερήσει λίγο ο (απίστευτος) Τζόλης να κάνει την πάσα και ο Παυλίδης ήταν οφσάιντ. Και μετά ήρθε ακόμα ένα γκολ που το πανηγυρίσαμε όσο τίποτα, ήταν πλέον γεγονός ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι ήθελε μέσα στο Wembley. Μέσα στον αγωνιστικό χώρο 11 έβαζαν το ένα μετά το άλλο τα γκολ στους οικοδεσπότες και στην κερκίδα 5000 άνθρωποι όρθιοι, που δεν έκατσαν ούτε στο ημίχρονο, κέρδιζαν κατά κράτος τους υπόλοιπους 80.000. Ήταν η διαφορά μεταξύ των supporters και των fans, όπως όμορφα περιγράφει κάποια πράγματα η γλώσσα του αντιπάλου. Ο μόνος που μας σταματούσε όλους ήταν το VAR, το οποίο αν και ορθό – όπως φαίνεται σε όλα τα βίντεο – εμείς νιώθαμε εκείνη την ώρα ότι μας στερεί ένα μοναδικό όνειρο.
Το παιχνίδι πήγαινε εκπληκτικά για την Ελλάδα, αυτό δε σήμαινε όμως ότι δεν ήταν και αμφίρροπο. Το λάθος θα μπορούσε να συμβεί κάθε στιγμή. Ευτυχώς η Αγγλία ήταν τόσο κακή που δεν έβρισκε τις ευκαιρίες εκεί που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Από την άλλη η αμυντική λειτουργία της Ελλάδας ήταν τόσο καλή που κάλυπτε και όσα λάθη γινόντουσαν. Αυτό δεν έγινε όμως στο 87′, όταν υπήρξε τεράστια ολιγωρία, για να φτάσει η μπάλα στον Bellingham και εκτός περιοχής (είπαμε, περιοχή δεν πατούσαν) έκανε ένα σουτ που η απόκρουση του Βλαχοδήμου δεν ήταν ικανή να αλλάξει δραστικά την πορεία της μπάλας. Εκεί ακούσαμε για μοναδική φορά το ηχητικό εφέ των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που φωνάζουν γκολ, κάτι που μοιάζει να έχει συχνότητα πολύ υψηλότερη από τη συνηθισμένη της ανθρώπινης λαλιάς. Κάτι που μοιάζει περισσότερο με κρότο παρά με ιαχή.
Εκεί έμοιαζε να μας χτυπάει η πραγματικότητα. ΟΚ, ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, θα ήμασταν ίσως και εγωιστές να θέλουμε να κερδίσουμε την Αγγλία, που δεν έχουμε κερδίσει ποτέ, στο Wembley, ένα γήπεδο στο οποίο δεν είχαμε σκοράρει ποτέ μέχρι πριν από περίπου 40 λεπτά. Και τότε είναι που η ποδοσφαιρική πραγματικότητα αρχίζει τα χαστούκια στον ρεαλισμό.
Το παιχνίδι μπαίνει στις καθυστερήσεις και αυτό που σκεφτόμαστε είναι ότι δεν πρέπει με τίποτα να φύγουμε με την ήττα. Η χαλαρότητα έχει μετατραπεί σε αγωνία και νεύρα. Οι Άγγλοι μπορεί να ξεκίνησαν να φεύγουν από το 80ο και πιο μαζικά από το 85ο λεπτό, σταθερή στη συνήθεια τους να αδειάζουν τα γήπεδα χωρίς λόγο, προσπαθώντας να μιμηθούν ίσως εκείνους τους Αμερικάνους που έφευγαν 2 δευτερόλεπτα πριν τον τερματισμό της κούρσας των 10 δευτερολέπτων του Carl Lewis. Οι 5000 της δικής μας εξέδρας όμως ήταν εκεί – είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό της εκτός έδρας κερκίδας, είναι πάντα εκεί, βρίσκεται σε αποστολή ανεξαρτήτως συνθηκών.
Μετρούσαμε τα λεπτά για να πάρουμε ανάσες, τα κινητά είχαν μπει στις τσέπες και ο καθένας κοιτούσε το γήπεδο και τους διπλανούς του, όλοι σε ένταση, κανένας ακίνητος, κανένας παγωμένος, εκείνη την ώρα που τα νεύρα ξεπερνάνε την αγωνία και η κομμένη ανάσα γίνεται κίνηση σε όλο το σώμα, λες και έτσι θα περάσει ο χρόνος πιο γρήγορα. Και κάπου στις 9:41 έρχεται το αναπάντεχο, το απίστευτο, το τόσο αληθινό.
Τρεις έλληνες παίχτες βρίσκονται μέσα στην περιοχή της Αγγλίας, ανάμεσα σε περισσότερους αμυντικούς και έναν τραγικό τερματοφύλακα. Ήταν σαν να ορκίστηκαν ταυτόχρονα και αυθόρμητα και οι τρεις ότι δε θα φύγουν από εκείνα τα όρια της περιοχής αν δεν τα καταφέρουν. Κωνσταντέλιας και Πέλκας ζορίζουν την αντίπαλη άμυνα, με τον δεύτερο να πέφτει αριστοτεχνικά στη μπάλα για να την στρώσει στον Παυλίδη, ο οποίος σε μία από τις κορυφαίες, αν όχι την κορυφαία νύχτα της καριέρας του, περνάει τη μπάλα ανάμεσα από τα πόδια και τη στέλνει στο βάθος της αγγλικής εστίας. Πανδαιμόνιο, εκεί βγήκανε τα πάθη όλονών.
Πρώτα απ’όλα τα πάθη των Άγγλων από το πάνω διάζωμα που έριχναν ότι πλαστικό μπουκάλι και (πόσιμο) υγρό είχαν στην εξέδρα μας, με τη χαρακτηριστική αδράνεια (!) των security να τους σταματήσουν. Αλλά περισσότερο απ’όλα τα πάθη τα δικά μας, όλων αυτών που έχουν ζήσει σ’αυτή τη χώρα ως ξένοι, ως outsiders, έχοντας δώσει ο καθένας την προσωπική του μάχη για να γίνει κομμάτι μιας πολύ παράξενης και ιδιόρρυθμα κλειστής μητροπολιτικής κοινωνίας. Έκρηξη συναισθημάτων, μερικά δάκρια, χαράς και θυμού, εκδίκησης απέναντι στην καθημερινότητα, ανακούφισης μιας συσσωρευμένης πίεσης, αυτής του outsider, όχι του αγώνα, αλλά του outsider της ίδιας της κοινωνίας. Ο καθένας μας γυρνούσε στην απέναντι κερκίδα για να βγάλει πρώτα τα δικά του προσωπικά πάθη και σε δεύτερο βαθμό τα οπαδικά-ποδοσφαιρικά. Κι αν ήμασταν ο καθένας μία ξεχωριστή ιστορία, είχαμε και ένα κομμάτι ιστορίας που εκείνη την ώρα τη ζούσαμε όλοι μαζί.
Η νύχτα που ζήσαμε στο Wembley, όλοι εμείς, σε εκείνη τη γωνιά του θρυλικού σταδίου, ήταν μία στιγμή για όλη μας τη ζωή. Τι κι αν βρισκόμασταν στην εξέδρα των φιλοξενούμενων μέσα σ’αυτό το ναό του ποδοσφαίρου, παίζοντας απέναντι στον ισχυρότερο αντίπαλο, γνωρίζοντας το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσε η ομάδα μας. Κάποιοι από εμάς, ίσως πολλοί από εμάς, βρίσκαμε την αντιπροσώπευση απέναντι σε μια ομάδα ενός τόπου που μας αντιμετωπίζει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, με περιορισμένα δικαιώματα και την ανάγκη να αποδεικνύουμε καθημερινά ότι έχουμε το δικαίωμα απλά να υπάρχουμε. Αυτός είναι ο λόγος που τα σπορ, κυρίως τα μαζικά σπορ, όπως το ποδόσφαιρο, έχουν αυτή τη μεταφυσική σημασία: επειδή για δύο ώρες παίζαμε εντός έδρας, από την εξέδρα των φιλοξενούμενων. Λίγο μετά γυρίσαμε με το μετρό σε μέρη που είναι μακριά από αυτό που νιώθουμε ως έδρα μας, όμως τουλάχιστον είχαμε ζήσει αυτή την ψευδαίσθηση με τα μάτια ορθάνοιχτα. Γιατί στο ποδόσφαιρο η μοίρα του μετανάστη μπορεί να περιέχει και μερικές λαμπρές στιγμές, ακόμα και κάποιες εμπειρίες πολυτελείας!