Press "Enter" to skip to content

Ο Βασίλης Μόσχος ανοίγει με τα “Θραύσματα” την πόρτα της λογοτεχνίας

Ο Βασίλης Μόσχος γεννήθηκε το Νοέμβρη του 1987 και από τότε ζει στη Θεσσαλονίκη! Έχοντας κάνει τις σπουδές του στο Τμήμα Κινηματρογράφου του ΑΠΘ, απ’όπου αποφοίτησε με την ειδικότητα του σεναριογράφου, διδάχθηκε και δημιουργική γραφή στη Φλώρινα, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Αγαπάει πολλά καλά πράγματα, όπως το σινεμά, τα βιβλία, η μουσική και φυσικά …τον ΠΑΟΚ. Αγαπάει και την πόλη του, την οποία δεν άφησε ποτέ, αν και λατρεύει και την πρωτεύουσα. Έχει την τύχη να λατρεύει και τη δουλειά του, το γράψιμο, για το οποίο μιλήσαμε μαζί του, λίγο μετά την κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής διηγημάτων, υπό τον τίτλο “Θραύσματα”.

Βασίλη, πότε και πώς κατάλαβες την αγάπη σου για το γράψιμο; Ήταν κάτι που είχες από μικρός ή στο “έφερε μπροστά σου η ζωή”;

Λίγο κι απ’ τα δυο! Μια έμφυτη τάση να αφηγηθώ ιστορίες, και δη γραπτώς, προϋπήρχε. Θυμάμαι δυο απόπειρες να λογοτεχνίσω πιτσιρικάς, στο δημοτικό. Στην εφηβεία, εκεί γυμνάσιο-λύκειο, αστειευόμασταν με μια φίλη και θέταμε πολύ υψηλούς στόχους: ότι μέχρι τα 28 μας εγώ θα έπαιρνα το Νόμπελ κι εκείνη θα ήταν αρεοπαγίτισσα! Το καταπληκτικό είναι πως όντως καταλήξαμε δικηγόρος και συγγραφέας!

Όταν πέρασα στο Τμήμα Κινηματογράφου μου το ξεφούρνισε και η ζωή, μιας και οι μικρού μήκους που γυρίζαμε για τα εργαστήρια της σχολής έπρεπε να γραφτούν πρώτα. Κάτι που βαριόμουν, εκεί στα πρώτα έτη,∙ είχα άλλους προσανατολισμούς τότε, αρκετά μακριά από τις εφηβικές ονειρώξεις για συγγραφιλίκια και μεγαλεία. Εν τέλει με κέρδισε το γράψιμο πάνω που ‘μουν έτοιμος να παρατήσω και την σχολή και το “άθλημα”, γενικότερα. Και τότε συνειδητοποίησα πως δεν θέλω να κάνω τίποτε άλλο.

Ποιοι ήταν οι λογοτέχνες και σεναριογράφοι που το έργο τους μπορείς να πεις ότι σε ενέπνευσε, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελούν τις αναφορές σου;

Θα σου αναφέρω μονάχα διηγηματογράφους, ειδάλλως η λίστα θα τελειώσει του χρόνου… Ο Τσέχωφ είναι και θα είναι ο προστάτης άγιος των απανταχού διηγηματογράφων εις το διηνεκές. Έπειτα οι Αμερικανοί του 20ου αιώνα, ο πρώιμος Χέμινγουεϊ, ο Ρέυμοντ Κάρβερ, ο Πωλ Μπόουλς, ο Μπουκόφσκι. Από πιο σύγχρονους εκτιμώ ιδιαίτερα τον Ισραηλινό Έντκαρ Κέρετ, μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση, και τους αδικοχαμένους Ντέηβιντ Φόστερ Ουάλας και Μπρης Ντ. Τζ. Πανκέικ. Από Έλληνες αγαπώ τον Δημήτρη Χατζή και τον Αντώνη Σαμαράκη, κι απ’ τις νεότερες γενιές ξεχωρίζω τον Σωτήρη Δημητρίου, τη Λένα Κιτσοπούλου, τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο, τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη.

Όσον αφορά σεναριογράφους, το πράγμα περιπλέκεται λίγο εξαιτίας των ιδιομορφιών του είδους. Χώρια η ομαδικότητα του όλου πράγματος, το ότι μια κινηματογραφική ταινία αποτελείται από το άθροισμα του μόχθου τόσων πολλών συντελεστών και δεξιοτήτων, που δύσκολα ξεχωρίζει η μία συνιστώσα έναντι των υπολοίπων. Μιλώντας για καλό σινεμά, πάντα. Θα ‘θελα να μπορώ να γράφω διαλόγους σαν του Ταραντίνο -πολύ καλύτερος σεναριογράφος απ’ ότι σκηνοθέτης, αν μου πέφτει λόγος-, να κατέχω την μαεστρία του Αριάγα* στον χειρισμό πολλαπλών χαρακτήρων κι αφηγήσεων, να μετουσιώνω σε δραματουργία το καθημερινό με τον τρόπο του Πισίεβιτς**.

*Γκιγιέρμο Αριάγα, Μεξικανός σεναριογράφος, έχει γράψει μεταξύ άλλων τις ταινίες Βαβέλ, 21 γραμμάρια, Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα
**Κριστόφ Πισίεβιτς, Πολωνός σεναριογράφος, σταθερός συνεργάτης του Κριστόφ Κισλόφσκι

Πόσο μεγάλη διαφορά έχει να γράφει κανείς σενάριο για το σινεμά και διηγήματα; Ποια είναι η διαφορετική ανάγκη έκφρασης που καλύπτουν για το δημιουργό τους;

Η ανάγκη είναι μία και σταθερή: το να αφηγούμαστε ιστορίες. Όλα απορρέουν από ‘κει. Στην λογοτεχνία είσαι ελεύθερος να πειραματιστείς και να ασκηθείς, να ανακαλύψεις τα εκφραστικά σου μέσα μέχρι να τα κατακτήσεις.

Το σενάριο για σινεμά ή τηλεόραση έχει κάποιες ιδιομορφίες, όπως προείπα. Είναι μεν μια αυτόνομη μορφή αφηγηματικού λόγου, αλλά όχι ανεξάρτητη: προορίζεται ως βάση εργασίας για ένα σωρό ανθρώπους, που θα το πιάσουν στα χέρια τους για να το μετατρέψουν σε οπτικοακουστική αφήγηση. Ημιτελές, από μόνο του. Διέπεται από ορισμένους πολύ αυστηρούς τεχνικούς κανόνες, ώστε να περιγράφονται όλα όσα βλέπουμε κι ακούμε σε ένα φιλμ ή μια τηλεοπτική σειρά, εντός των οποίων πρέπει να δομήσεις την ιστορία και την χαρακτηρολογία σου. Χώρια που 9 στις 10 οι σεναριογράφοι καλούνται να γράψουν ιστορίες τρίτων, να αναπτύξουν ιδέες που τις εμπνεύστηκαν άλλοι, να ξαναδουλέψουν έτοιμα σενάρια, να συν-γράψουν με σκηνοθέτη, να ανήκουν σε πολυμελή ομάδα σεναριογράφων που τρέχει το όλο project κλπ.

Εν ολίγοις, ουδεμία σχέση! Γι’ αυτό και σπάνια βλέπεις σενάρια τυπωμένα σε βιβλίο, είναι απίθανο να αντλήσεις την ίδια αναγνωστική απόλαυση με ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Πώς εμπνεύστηκες τη συγγραφή της πρώτης σου συλλογής διηγημάτων; Φαντάζομαι δεν ήταν μια στιγμιαία απόφαση…

Η όλη διαδικασία διήρκεσε περίπου τρία χρόνια. Κάθε μου διήγημα ξεκίνησε από κάποιο ερέθισμα, είτε βιωματικό, της μνήμης, που για κάποιον λόγο με απασχόλησε ξανά, είτε από κάτι παρατηρήσιμο εκεί έξω. Η τελική μορφή αργεί να αποκαλυφθεί. Ενέχει μπόλικη τυχαιότητα όλο αυτό, δεν κάθισα π.χ. να γράψω κάτι εμπνευσμένος από μια αφηρημένη έννοια ή κατάσταση, πρωτίστως χτίζεται το story, λέξη-λέξη, αράδα την αράδα. Είχα ήδη γράψει διάφορα διηγήματα όταν διαπίστωσα ότι έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, πως έχουν πάνω-κάτω ορισμένες θεματικές ή άλλες ομοιότητες. Έγραψα μερικά ακόμα, αφαίρεσα κάποια άλλα που δεν ταίριαζαν, σβήστηκαν και ξαναγράφτηκαν αρκετές φορές, κι έτσι προέκυψαν τα Θραύσματα.

Πώς θα παρουσίαζες σε έναν δυνητικό αναγνώστη τα “Θραύσματα”;

Πολύ καλή και δύσκολη ερώτηση! Ως μια απόπειρα να διερευνηθούν όλες εκείνες οι στιγμές, που ενδέχεται να είναι και φαινομενικά ασήμαντες, και τελικά μας σημαδεύουν με τρόπους που δύσκολα φανταζόμαστε, παρά διαπιστώνουμε στην πορεία. Μια προσπάθεια κατανόησης των απρόσμενων καταστάσεων που μας βγάζουν απ’ την κανονικότητα. Μια τίμια προσπάθεια, θα τολμήσω να πω. Τώρα αν πέτυχε το πείραμα ή όχι θα το κρίνουν (ευτυχώς) οι αναγνώστες!

Πολλές φορές οι συγγραφείς, μέσα από την έκδοση του έργου τους, κάθε συλλογής ή συγγράμματος ξεχωριστά, επιθυμούν να δώσουν κάτι συγκεκριμένο στο κοινό. Για εσένα τα θραύσματα έχουν κάποιο ξεχωριστό στοιχείο που θες να περάσεις στο αναγνωστικό κοινό ή είναι περισσότερο η πρωτόλεια συλλογή με την οποία ξεκινάς το ταξίδι σου στα απέραντα λογοτεχνικά ύδατα;

Κάθε συγγραφέας οφείλει να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι απευθύνεται σε κοινό, ότι γράφει για να διαβαστούν όσα γράφει από αναγνώστες, όχι από την παρέα του ή την οικογένειά του, ειδάλλως δεν γράφει λογοτεχνία αλλά ημερολόγιο! Υπό αυτή την έννοια, και βάζοντας τον εαυτό μου στην θέση του αναγνώστη, θέλησα να “δώσω” κάτι δουλεμένο, ολοκληρωμένο, συμπαγές, όσο μου επέτρεψαν η λιγοστή εμπειρία μου και οι σπουδές στο γράψιμο. Κακά τα ψέμματα, αν διαβάζεις ένα κείμενό σου και βαριέσαι και προσπερνάς τις σελίδες, κατά πάσα πιθανότητα θα βαρεθεί και θα σε προσπεράσει και το κοινό. Αυτή ήταν η κύρια μέριμνά μου. Αν οι αναγνώστες κρίνουν πως οι ιστορίες στα Θραύσματα έχουν λόγο ύπαρξης στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συνεπώς και στις βιβλιοθήκες και τα κομοδίνα και την τσάντα παραλίας τους, τα έχω καταφέρει. Αν όχι δεν πειράζει, η αποτυχία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσω να διεκδικώ το όποιο μερίδιο μπορεί να μου αναλογεί στα “απέραντα λογοτεχνικά ύδατα”!

Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σχέδιά σου;

Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, αν εξαιρέσεις ότι πρέπει κάποτε να γράψω την διπλωματική μου για το μεταπτυχιακό…! Γράφω ορισμένα καινούρια διηγήματα, αλλά όχι με εντατικούς ρυθμούς, πιο χαλαρά. Γενικά περνάω μια περίοδο που όλο σκάνε ιδέες και πιθανές ιστορίες αριστερά-δεξιά που χρήζουν καταγραφής, συμμαζέματος, ταξινόμησης, χαλιναγώγησης, προκειμένου να αποτελέσουν δυνητικό υλικό. Το επόμενο βιβλίο, όποτε κι αν συμβεί αυτό, κατά 99% θα είναι πάλι συλλογή διηγημάτων. Δεν λέω 100%, μην είμαστε και απόλυτοι!

Ο Βασίλης Μόσχος έχει βραβευτεί στον 1ο διαγωνισμό της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος για το Anchor (σενάριο μυθοπλασίας μεγάλου μήκους), ενώ τα “Θραύσματα” ήταν υποψήφια στα φετινά βραβεία του “Αναγνώστη”. Η συλλογή διηγημάτων “Θραύσματα” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.