Οι Jethro Tull είναι ένα από τα συγκροτήματα που στιγμάτησαν το μουσικό είδος του progressive rock. Το prog είχε μια μοναδικότητα στην ποικιλία του ήχου, με κάθε συγκρότημα να χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό μίγμα από είδη και παραδόσεις για να φτιάξει τη μουσική του. Πολλοί διαφορετικοί συνδιασμοί οργάνων, μελωδιών, αρμονίας, ρυθνού, άνθιζαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 για να δώσουν μερικά από τα ομορφότερα μουσικά μνημεία του 20ου αιώνα.
Ωστόσο τα 70s είναι ήδη μακριά, περισσότερο από 40 και ως και 50 χρόνια, μισό αιώνα δηλαδή. Θα πρέπει σύντομα να συνηθίσουμε να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη για μια άλλη δεκαετία, αυτή που θα έρθει στον αιώνα που ζούμε, που είναι πια πιο κοντά χρονικά. Πόσο γερασμένη είναι λοιπόν η μουσική που δημιουργήθηκε τότε; Κατά πόσο ένα τραγούδι των 20s, του 1920 δηλαδή, θα έμοιαζε παλιό τη δεκαετία του 70 και πόσο παλιό μοιάζει εκείνο το ροκ σήμερα; Αυτή είναι μια ιστορία που είπαν οι Jethro Tull, μέσα από τη μουσική και τους στίχους που έγραψε το Ian Anderson, στο δίσκο του 1976 με τίτλο: “Too Old To Rock’n’Roll: Too Young to Die?”.
Τότε το άλμπουμ υποτιμήθηκε πολύ. Είναι αρκετά εντυπωσιακό το γεγονός ότι αποτελεί τον μοναδικό δίσκο των Jethro Tull από εκείνη τη δεκαετία που δεν έγινε “χρυσός”. Οι κριτικές δεν ήταν καθόλου καλές μαζί του. Θεωρήθηκε μια ιστορία χαμηλής ποιότητας, αφηγούμενη πάνω σε μια αρκετά καλή μουσική που παιζόταν από μια από τις πιο ταλαντούχες μπάντες της εποχής. Αυτή άλλωστε ήταν ακριβώς και η “συμβουλή” που ο αρθρογράφους του περιοδικού Rolling Stone έδωσε στους Jethro Tull και προσωπικά στον Ian Anderson: “μείνετε στη μουσική, γιατί έτσι κι αλλιώς [ο Ιάν] δεν είναι μυθιστοριογράφος”.
Περίπου μισό αιώνα αργότερα ο καθένας μπορεί να δει αυτή την ιστορία που είναι μεγαλύτερη από κάθε περιοδικό της ροκ. Από το ροκ’ν’ρολ του ’50, στο κλασικό ροκ του 60, το prog του 70 και αμέσως μετά το πανκ που έσπασε τις σκηνές στα τέλη του 70 και τις αρχές του 80, για να κλείσει το έπος του ροκ ονείρου. Μωρά γεννιούνται σήμερα και ζουν μέσα σ’αυτή τη μουσική, μεγαλώνουν με το ροκ, βάζουν τις ροκ αφίσες στους τοίχους των δωματίων τους και ντύνονται όπως οι ροκ σταρ του 80, του 70, του 60, στην επαναστατημένη εφηβεία τους.
Είναι όλο αυτό ένας κύκλος; Δε θα το έλεγα. Το βλέπω κυρίως ως μια αντίσταση στο χρόνο. Είναι σαν το καλό ασημικό που δεν το χρησιμοποιούμε πια αλλά μετά από κάμποσο χρόνο το βγάζουμε από την αποθήκη για να το βάλουμε στις προθήκες και τις βιτρίνες. Η διαφορά με τη μουσική είναι ότι μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ξανά και ξανά και ξανά… Είναι μια ατέλειωτη απόλαυση, που αντιστέκεται στον πανδαμάτορα χρόνο.
Και τώρα έρχεται το ερώτημα: πώς μπορείς να πεις αυτή την ιστορία αν βρίσκεσαι στη μέση της; Η απάντηση έρχεται μέσα από τη ζωή. Χρειάζεται κανείς να πει, όχι την ιστορία της μουσικής, αλλά την ιστορία των ανθρώπων. Η μοίρα της ροκ δεν είναι μοναδική, είναι η ίδια με εκείνη όλων των μεγάλων έργων που αντιστάθηκαν στο χρόνο και ακόμα περισσότερο είναι η μοίρα εκείνων των ανθρώπων που ζουν τη ζωή τους χτίζοντας προσωπικότητες σε μια ποιότητα που αντέχει στο χρόνο. Έτσι, να πώς μπορεί να πει κανείς μια τέτοια ιστορία: μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου, που είναι πάντα μικρότερος από το χρόνο, αλλά ο χρόνος στο τέλος γίνεται πολύ ευγενικός μαζί του.
Αυτή είναι η ιστορία που ειπώθηκε στον 9ο δίσκο των Jethro Tull, που είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου και έτσι αποφάσισα να τον συμπεριλάβω στα αφιερώματα που κάνω και τα μετατρέπω σε άρθρα. Αυτή είναι μια εκπληκτική λυρική ιστορία, επειδή εκτός από το αλληγορικό της μήνυμα για την “αντίσταση στο χρόνο”, για πράγματα και την ίδια τη μουσική, περιέχει σε μεγάλο βαθμό την εξήγηση ανθρώπινων συναισθημάτων, τα πάνω και τα κάτω των ανθρώπων που μεγαλώνουν και προσπαθούν να ακολουθήσουν την κοινωνική εξέλιξη, να μην ξεχαστούν ή να μείνουν στην αδιαφορία του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Στο τέλος είναι ένα μάθημα για να φροντίζουμε, να προστατεύουμε και να δίνουμε στους νέους και να περιθάλπτουμε και να αγαπάμε τους μεγαλύτερους, από τα εκρηκτικά και επαναστατικά ξεκινήματα στα λυρικά ανκόρ. Επειδή αν κάτι αντέχει στο χρόνο, αυτό είναι η ίδια η ζωή, με τους δικούς της κύκλους βεβαίως, που έχουν τη δύναμη να αναζωογονούν κάθε ανάσα, κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα, επί μακρόν, πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε ότι είναι εφικτό.
Ας πάμε τώρα στην αφήγηση, την ιστορία του Ray Lomas, ενός “γέρου” ροκ σταρ που είναι χαμένος μέσα σε μια μεταβαλλόμενη μουσική και μόδα. Το όνομα Ray Lomas δεν αναφέρεται μέσα στους στίχους και αυτό είναι κάτι σημαντικό για τη μεθοδολογία της εξιστόρησης. Αν κάποιος ακούσει τα τραγούδια, δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβει όλες τις λεπτομέρειες της πλοκής, η οποία εξηγείται παράλληλα σε ένα στριπάκι κόμικ το οποίο ήταν ζωγραφισμένο στο εξώφυλλο του δίσκου.
Προσωπικά βρήκα αυτή τη μέθοδο αρκετά ενδιαφέρουσα, γιατί αν κάποιος αγνοήσει το στριπάκι, μπορεί να εκλάβει το νόημα όλων των τραγουδιών με έναν αρκετά πιο αφαιρετικό τρόπο που οδηγεί σε βαθύτερες σκέψεις για την κεντρική ιδέα της ιστορίας. Τελικά, ίσως εκείνοι οι κριτικοί της δεκαετίας του ’70 θα έπρεπε να το προσπαθήσουν κι αυτό, αν ήθελαν πραγματικά να κρίνουν το περιεχόμενο του έργου σε όλη του την έκταση.
Prelude
Στον δίσκο που πρωτοκυκλοφόρησε το Prelude δεν αναφέρεται και για το λόγο αυτό κάποιες εκδόσεις CD το περιλαμβάνουν ως μέρος του πρώτου κομματιού (του επόμενου δηλαδή). Ωστόσο, εγώ το αντιλαμβάνομαι ως ένα πραγματικό πρελούδιο, που χρησιμοποιεί το πιο δημοφιλές θέμα από το άλμπουν για να κάνει την παρουσίαση του κεντρικού χαρακτήρα. Εκείνη η στιγμή που ο γέρος ροκάς είναι μέσα στην παμπ, είναι η αναγκαία εικόνα για να μάθουμε όλοι τον ήρωα της ιστορίας.
Ακόμα κι αν επιστρέψουμε αργότερα σ’αυτό το στιγμιότυπο, μια αφήγηση χωρίς αυτό στην αρχή της θα στερείται μιας πολύ σημαντικής προσωπογραφίας. Οι επιλεγμένοι στίχοι αφορούν μονάχα τη μουσική που ακούει και τα ρούχα του, σα να μας δίνουν μια φωτογραφία του, ώστε να μπορέσουμε να τον φανταστούμε. Ο ρυθμός της μπαλάντας είναι μια καταπληκτική εισαγωγή και το μοτίβο πρόκειται να μείνει στο μυαλό περνώντας μέσα από την ποικιλία ρυθμικών στυλ που ακολουθούν.
Quizz Kid
Θυμάστε τη μπαλάντα στο πρελούδιο; Ξεχάστε τι. Καλώς ήρθατε στην πραγματικότητα, μια άθλια κανονικότητα με πολλή παραμόρφωση. Το πρώτο τραγούδι του δίσκου αναφέρεται σε μια ευκαιρία υποκουλτούρας που εμφανίζεται στον κεντρικό χαρακτήρα, ώστε να συμμετέχει σε ένα παρακμιακό σόου γνώσεων στην τηλεόραση στο Λονδίνο. Καταλαβαίνουμε ότι δε μένει στην πρωτεύουσα, αφού πρόκειται να μετακινηθεί, σε ένα διαφορετικό κόσμο, όπου θα λάβουν χώρα όλες οι περιπέτειες του.
Το μουσικό στυλ είναι αρκετά Jethrotullian (αυτές είναι τρεις διαφορετικές λέξεις σε μία, για όποιον κατάλαβε) των 70s. Ρυθμικές κιθάρες, βαρύ μπάσο, λίγα ριφάκια από την ηλεκτρική κιθάρα και πολλά περάσματα από σόλο φλάουτο, σα να είναι κομμάτι από προηγούμενους δίσκους, θυμίζοντας αρκετά το Aqualung, με το ομώνυμο τραγούδι να θυμίζει και τη συμπάθια στην αθλιότητα του κεντρικού χαρακτήρα.
Crazed Institution
Το “Crazed Institution” είναι προφανώς το σκηνικό του εγκλήματος αυτής της μιζέριας, το τηλεοπτικό σκηνικό με όλους τους παρακμιακούς τηλεαστέρες, που έγιναν διάσημοι και δημοφιλοίς από το ντελίριο ανοησίας που χαρακτηρίζει κάθε περφόρμανς τους στα στούντιο και όχι από το θαυμασμό των ανθρώπων για το καλλιτεχνικό τους ταλέντο και δημιουργία, όπως συνέβη παλιότερα στον ροκ σταρ που περνάει πλέον στη σκοτεινή πλευρά.
Οι μείζονες κλίμακες της μουσικής προσφέρουν ένα πολύ αδιάφορο χαρούμενο σκηνικό. Είναι αυτό το είδος της γκρίζας χαράς, η ιδέα της άδειας ευτυχίας η οποία δίνεται από αντίστοιχα φαινομενικά αδιάφορες συγχορδίες που επαναλαμβάνονται. Η μελωδία του ρεφρέν αντικατοπτρίζει την αντίστοιχα αδιάφορη μουσική των τηλεοπτικών σόου.Ωστόσο, η σύνθεση είναι άλλη ποιότητας, ώστε να μπορέσει να περιγράψει την αθλιότητα χωρίς να είναι άθλια η ίδια, με μερικά υπέροχα περάσματα στα πλήκτρα, τις κιθάρες και το φλάουτο που γεμίζουν συνεχώς το χαρωπό υπόβαθρο.
Salamander
Η σαλαμάνδρα είναι ένα ζώο το οποίο στο Μεσαίωνα συνδέθηκε με τη μαγεία και στο δίσκο είναι το όνομα της όμορφης γυναίκας που πλησιάζει τον ήρωα. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η προσωπική περιπέτεια μπορεί να θεωρηθεί αλληγορική και αντικατοπτρίζει κάθε στιγμή τη δημοτικότητα της μουσικής, της μόδας, των ιδεών του παρελθόντος. Ο γέρος ροκάς δε χρειάζεται τη δημοτικότητα που μια ιδέα χρειάζεται στην κοινωνία, αλλά ως ετεροφυλόφιλος άνδρας, την αγκαλιά μιας όμορφης γυναίκας, που λάμπει και έρχεται από μια άλλη εποχή με ένα άλλο στυλ. Είναι η τέλεια για να επιβεβαιώσει ότι ο ροκάς είναι ακόμα μέσα στο παιχνίδι, κι έτσι αυτός θα έδινε τα πάντα για να την κερδίσει, καθώς αναπνέει ουσιαστικά μέσα από αυτήν. “Burn for me and I’ll burn for you” της λέει με την ποιητική γραμμή του ερωτικού καλέσματος…
Η μουσική αλλάζει από τη χαρωπή αδιαφορία των πρώτων δύο τραγουδιών. Η γρήγορη ακουστική κιθάρα και η συνοδεία του Martin Barre καθ’όλη τη διάρκεια του τραγουδιού φτιάχνει το χαλί, για μόλις 4 στίχους και ένα μακρύ διάλογο ανέμεσα στο μπάσο και το φλάουτο, τα οποία παίζουν οι John Glascock και Ian Anderson αντίστοιχα. Το στυλ θυμίζει κάτι από την εποχή που το ροκ’ν’ρολ συναντούσε τους πρώτους χίπις.
Taxi Grab
Είναι η ώρα του μεγάλου βήματος στο πολύβουο Λονδίνο. Η απουσία μεταφορικού μέσου που θα πάρει τον έρωτα για τη Salamander σε ένα ασφαλές μέρος αναγκάζει τον Ray να γίνει ήρωας ακόμα μια φορά. Μπαίνουν μέσα σε ένα ταξί που στην ουσία πειρατεύουν και εκείνος οδηγεί μακριά. Τη σκέφτεται συνεχώς αλλά αυτή ζει το εφήμερο όνειρο, ακόμα μια καθημερινή περιπέτεια. Είναι η μάχη μεταξύ των συναισθημάτων και της διασκέδασης, αυτό που είναι αναγκαίο για τον ένα είναι απλά μια τρελά διασκεδαστική κατάσταση για την άλλη.
Το στυλ θυμίζει στιγμές σκληρού ροκ με τη φυσαρμόνικα από τα πρώτα στάδια των Jethro Tull. Η κιθάρα που σχεδόν κλαίει μαζί με τη φυσαρμόνικα ζηγραφίζουν το σκηνικό του ιλίγγου μέσα στη μεγαλούπολη.
From a Dead Beat to an Old Greaser
Το χαρούμενο και εν συνεχεία συναισθηματικό “τρέξιμο” του πρώτου μέρους τελειώνει με αυτή τη μπαλάντα. Είναι η πρώτη εμφάνιση της νοσταλγίας σε ολόκληρο το δίσκο και η πρώτη αφήγηση των σκέψεων του ήρωα για το παρελθόν του. Αυτή η μουσική αντίθεση αντικατοπτρίζει την αντίθεση και στο στυλ της ζωής εκείνης της προηγούμενης εποχής, των μπιτς, του Κέρουακ και της Μαγκρίτ, με τη σύγχρονη μόδα της τηλεόρασης και των γυναικών που μοιάζουν με πλαστικές κούκλες. Ο τίτλος από μόνος του περιγράφει την απόγνωση για τις μέρες που δε θα επιστρέψουν ποτέ ξανά, για το γεγονός ότι ο καινοτόμος μπιτ του 50 θεωρείται 20 χρόνια αργότερα απλά ένας γερασμένος greaser, με τίποτα καινούριο για την τέχνη, τη μόδα, την κοινωνία.
Το τραγούδι είναι μια καθαρή μπαλάντα, πολύ συναισθηματική, που θα μπορούσε να τραγουδηθεί με κάθε ποτό όλων εκείνων των μπιτ, μπίτνικς, χιπς των 50w, της αντικουλτούρας των αγοριών και κοριτσιών που ταξίδευαν γυμνοί των κόσμο, ρεζιλεύοντας το υπερευτυχές μεταπολεμικό περιβάλλον που τους προσφερόταν. Τα συμφωνικά έγχορδα και το σαξόφωνο που παίζει ο David (Dee) Palmer, ζωγραφίζουν σε σκούρα αλλά θερμά χρώματα εκείνη την εποχή της δόξας. Η αρμονία είναι εξαιρετική, ώστε να αποδοθεί μια έντονη αντίθεση σε σχέση με τα απαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα των προηγούμενων τραγουδιών.
Bad-Eyed and Loveless
Οι εσωτερικές σκέψεις του ήρωα δίνουν χώρο στη συνέχεια για σκέψεις που αφορούν το αντικείμενο του πόθου του, τη νεαρή γυναίκα που άλλαξε την έννοια του χρόνου για ένα ροκά. Ψάχνει να βρει ένα τρόπο να την κερδίσει στο μυαλό του, καθώς αντιλαμβάνεται ότι έχει προδοθεί, μέσα στο παλιομοδίτικο όνειρο του. Ο μόνος δρόμος είναι να δώσει χώρο στα πιο αγνά συναισθήματα του, που αποτελούν το μόνο πραγματικό του προτέρημα. Είναι έτοιμος να καταστεί αβοήθητος για χάρη της, επειδή μ’αυτό τον τρόπο θα ελέγχει την ιστορία. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται ότι αυτή δεν είναι τίποτ’άλλο παρά μια αναζωογόνηση του ονείρου του να ζήσει και πάλι τη δόξα του παρελθόντος.
Η μουσική φέρνει τα blues! Εκπληκτική κιθάρα από τον Martin Barre, εξ’ολοκλήρου ακουστική, σε μια unplugged εκτέλεση, χωρίς κανένα άλλο όργανο. Η φωνή του Ian Anderson τραγουδάει γλυκά και τελειώνει σχεδόν μιλώντας, ακολουθώντας τα συναισθήματα που αντανακλούν τις σκέψεις του Ray. Η ποίηση είναι μοναδική, με μερικούς απαράμιλλύς στίχους, που παίζουν με το αγγλικό λεξιλόγιο με έναν καθ’όλα βρετανικό τρόπο.
Big Dipper
Ο ροκάς πρέπει να σταθεί όρθιος, να ξαναβρεί τον εαυτό του, την επιθετικότητα και την αρρενωπή του ποιότητα, καθώς ακόμα και στην ηλικία που βρίσκεται αντιλαμβάνεται ότι δεν του αρμόζει να νικιέται από τα συναισθήματα του για έναν γυναικείο “θησαυρό”. Σκέφτεται το παρελθόν, όταν ήταν ελκυστικός και με τον τρόπο αυτό μπορούσε να κάνει την κάθε μέρα του καλύτερη χωρίς να σκέφτεται το μέλλον.
Το τραγούδι είναι κλασικό ροκ με μερικά στοιχεία από το τυπικό ροκ’ν’ρολ, πολύ καθαρά κυρίως σε φωνητικά περάσματα. Ξεκινάει με ένα άρπισμα από φλάουτο και το ίδιο ακριβώς από το μπάσο του John Glascock να επαναλαμβάνεται καθ’όλη τη διάρκεια του κομματιού.
Too Old to Rock’n’Roll: Too Young to Die
Αυτό είναι το βασικό τραγούδι της ιστορίας, το αποκορύφωμα του δίσκου και φυσικά αυτό που φέρει και τον τίτλο του. Είναι μια σύνοψη όλης της ιστορίας σε μια ποιητική αφήγηση που μπορεί να κάνει κομμάτια τα νοσταλγικά συναισθήματα ακόμα και του πιο ψυχρόαιμου ενήλικα που έζησε κάποιες από αυτές τις ένδοξες μέρες της όποιας “παλιάς σχολής”. Είναι ένας ύμνος σε οτιδήποτε είναι πολύ παλιό αλλά αντιστέκεται στο χρόνο, καθετί είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, ως μια απόλαυση που πάντα επιστρέφει, με σπειροειδή κίνηση γύρω από το βέλος του χρόνου.
Στην ιστορία, είναι η στιγμή που ο ροκάς αποφασίζει να φέρει την παλιά δόξα στο σήμερα, ώστε να απεμπλακεί από όλα τα καταθλιπτικά αισθήματα που τον έχουν κυριεύσει όσο κάθεται και περιμένει μέσα στη λονδρέζικη παμπ. Εξωτερικά είναι όπως και τότε, με τη νεκροκεφαλή στην αγκράφα του, το στενό του παντελόνι και τα μακριά του μαλλιά. Δεν πούλησε ποτέ την ψυχή του και αυτό ήταν που στην ουσία δεν του επέτρεψε να είναι ψευδώς νεανικός, αλλά στην πραγματικότητα τον άφησε να ζει. Όλοι οι φίλοι του αποδέχτηκαν την αλήθεια του χρόνου, παράτησαν τον τρόπο που ζούσαν για να φτιάξουν μια ζωή που περιμένει το τέλος. Αλλά εκείνος βρισκόταν εκεί για να γυρίζει ξανά και ξανά, να παίρνει τις στροφές με 120 στον αυτοκινητόδρομο, χωρίς περιθώρια για φρενάρισμα.
Η ηρωική έξοδος έχει κόστος. Στο αποκορύφωμα των συναισθημάτων πάνω στη μηχανή τα δάκρια στα μάτια του τον κάνουν να πετάει στη σέλα μιας Triumph ή μιας Harley όπως δεν το έκανε ποτέ ξανά. Επειδή το συναίσθημα που επιστρέφει είναι πάντα δυνατότερο από εκείνο που ένιωσε την πρώτη φορά. Ακόμα κι αν το ατύχημα συμβεί, το πέρασμα μέσα από αυτό το συναισθηματικό ζενίθ είναι η απόδηξη ότι όσο γέρος κι αν είναι κανείς, αν δεν τα παρατάει στη ζωή τότε είναι πάντα πολύ νέος για να πεθάνει. And you’re never too old to rock’n’roll if you’re too young to die.
Ο Martin Barre δίνει την εισαγωγή στο κομμάτι, ταραράμ ταραράμ ταραράμ παμ, ταραράμ ταραράμ ταραράμ παμ… Μια έξοχη σύνθεση μπαλάντας με τρομερή ισορροπία στην ενορχήσστρωση, όπου κάθε όργανο είναι ορατό και αναγκαίο. Ο John Evan στα πλήκτρα περνάει από το γλυκό παίξιμο στο γρήγορο ροκ’ν’ρολ στο τέλος. Ο John Glascock παίζει μπάσο αλλά συμβάλει εκπληκτικά στα φωνητικά. Ο David Palmer έβαλε την ορχήστρα στο υπόβαθρο, με τα έγχορδα και πνευστά να δίνουν στο κομμάτι χαρακτηριστικά επικού ύμνου. Ο ρυθμός τα έχει όλα, από τις ακουστικές στροφές με την ταξιδιωτική κιθάρα του Ian Anderson, στο hard rock ρεφραίν και τη ροκ’ν’ρολ εκδοχή του στο τέλος.
Αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, για τη μουσική του, το καθαρό του νόημα, τη συναισθηματική του μετάλλαξη, τις γλυκές νοσταλγικές εικόνες και κάθε αλληγορία που μπορεί να βρει κανείς στα μπλε καστόρινα παπούτσια και τις λέξεις που καθαρίζει ο αέρας στην τελευταία στροφή. Είναι ο ύμνος μου, για κάθε τελευταία στροφή με σπασμένα φρένα, που μπορεί κάποιος να σπάσει την ψυχή του και το σώμα του, αλλά είναι καταδικασμένος να την επαναλαμβάνει, σα να είναι η τελική στροφή, ξανά και ξανά, ώστε να ξανανιώθει εκείνο το πρώτο συναίσθημα των πάντων, κάθε φορά που μοιάζει να είναι η τελευταία. Αλλά δεν θα είναι η τελευταία όσο είναι πολύ νέος για να πεθάνει!
Pied Piper
Το προηγούμενο τραγούδι αφήνει μερικά ανοιχτά ερωτήματα για τη μοίρα του ήρωα. Υπάρχει μια γλυκόπικρη γεύση μετά το ατύχημα. Η κάθαρση έρχεται αμέσως μέσα από το επόμενο κομμάτι, το Pied Piper. Το ατύχημα δεν ήταν τόσο σοβαρό ώστε να δώσει οριστικό τέλος, επειδή ο ροκάς ήταν πολύ νέος για να πεθάνει. Όταν ξυπνάει από το κώμα βλέπει ότι η μόδα που θεωρούσε παλιά έχει ξαναγυρίσει. Στην πραγματικότητα αυτό συνέβει εκείνη την εποχή που η μόδα του πανκ έφερε πίσω τα ρούχα του ροκ’ν’ρολ με τα δερμάτινα τζάκετ να ξαναβγαίνουν από τα πιο σκοτεινά ντουλάπια. Έτσι ο ροκάς ήταν πια ο πιο αυθεντικός ήρωας της εποχής του, ακόμα μια φορά, έτοιμος να ξαναζήσει τη δόξα.
Το τραγούδι είναι γραμμένο σε μείζονα κλίμακα, γρήγορο αλλά σίγουρα πιο η΄Ρέμο από τα πρώτα δύο που προσπαθούν να αντικατοπτρίσουν μια αθλιότητα σε μια παρακμιακή κοινωνία. Έχει ένα αρκετά επαναλαμβανόμενο θέμα και συμβάλει περισσότερο ως σχόλιο στην ιστορία, ένα σχόλιο που λέει: “ε, τελικά, όλα καλά”.
The Chequered Flag
Είναι αδιαμφισβήτητα το πιο συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι του δίσκου, καθώς είναι φορτισμένο με το καθήκον να μας πει γιατί όλη αυτή η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα. Η ζωή δεν τελειώνει ποτέ όταν νομίζεις ότι μια μουσική ή μια μόδα είναι πλέον παρελθόν, ωστόσο υπάρχει μια φυσική καρό σημαία που ορίζει το τέλος της. Ποιο είναι τότε το νόημα, όχι μόνο για αυτόν που τη ζει, αλλά και για όλος γύρω του; Ως αυθεντικός καλλιτέχνης, ο Ian Anderson μιλάει για την αναζήτηση της αιωνιότητας, η οποία είναι το ζητούμενο των ποιητών, των μουσικών, των ζωγράφων, κάθε μεγάλου καλλιτέχνη στην Ιστορία. Κλείνει το μάτι στην ιστορία της μουσικής μιλώντας για “τον κουφό συνθέτη που δε θα ακούσει το ανκόρ”, κάνοντας ευθεία αναφορά στον Μπετόβεν και την πραγματική του ιστορία. Η τελευταία επιθυμία είναι πάντα να σταθείς μια ακόμα φορά στη σκηνή, με κάτι τέτοιο να μοιάζει όλο και πιο μεγαλειώδες εκείνες τις τελευταίες στιγμές. Ωστόσο, εκείνες οι ερμηνείες πάνω στη σκηνή είναι που έκαναν κάθε ζωή, κάθε μουσική, κάθε μόδα, κάθε ιδέα, πραγματικά μεγάλη, όχι μόνο για να μην ξεχαστεί, μένοντας ως ανάμνηση, αλλά και για να μείνει ως έμπνευση για τις γενιές που έρχονται. Αυτές ήταν οι “μόδες” ενός Σέξπηρ και ενός Μπετόβεν.
Η μουσική στηρίζεται στα συμφωνικά έγχορδα, ενώ η ροκ μπάντα παίζει ένα τυπικό στυλ μπαλάντας σε αργό τέμπο. Το άγγιγμα από κάθε όργανο προσθέτει συναίσθημα, καθώς δεν αποτελεί ένα βιρτουόζικο παίξιμο, αλλά εκείνο το είδος παιξίματος που ξεχωρίζει τον μουσικό εκφραστή από τον ταλαντούχο χειριστή. Η εκπληκτική κιθάρα που παίζει ο Martin Barre είναι σ’αυτό το τραγούδι το καλύτερο παράδειγμα αυτής της διαφοράς.
No, you’re never too old to Rock’n’Roll if you’re too young to die!
Comments are closed.