Το 2020 έχει υπάρξει μέχρι στιγμής μία ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλές παθογένειες της κοινωνίας μας έχουν έρθει στο φως και καθιστώντας την ανάγκη για αλλαγή – από την ατομική μας συμπεριφορά μέχρι τη λειτουργία του πολιτισμού μας – επιτακτική. Μεταξύ των ζητημάτων που προέκυψαν είδαμε το ρατσισμό, την ανεπαρκή διαθεσιμότητα του συστήματος υγείας, τον πόλεμο, την κλιματική αλλαγή και το σεξισμό από μία σκοπιά παγκόσμια, όπως φτάνει στους δικούς μας δέκτες από τα μέσα ενημέρωσης. Δεδομένης αυτής της εξαιρετικά δυσχερούς πραγματικότητας και της ορμής που έχουν λάβει τα κινήματα παγκοσμίως, θα έλεγε κανείς ότι η πιο επείγουσα ερώτηση που πρέπει να τεθεί στους ακαδημαικούς κύκλους είναι: “Πώς μπορούν οι επιστήμονες να βοηθήσουν στην ανακατασκευή των χωλών σημείων του πολιτισμού μας;”. Παρά την επιτυχία πολλών γυναικών και μειονοτήτων στην επιστήμη (1), ο αποκλεισμός τους από ίσες ευκαιρίες στην ακαδημία είναι ακόμη υπαρκτός (2). Παρά τη σημαντική μείωση των εχθροπραξιών από την εποχή της φεουδαρχίας μέχρι σήμερα (3), οι στρατιωτικές επεμβάσεις συνεχίζονται με τον αριθμό των προσφυγικών ροών να έχει εκτοξευτεί (4). Παρά το εξαιρετικά θετικό αντίκτυπο της ανάπτυξης της τεχνολογίας στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, οι βιομηχανίες και ο τομέας των μεταφορών παγκοσμίως αποτυγχάνουν να ακολουθήσουν τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος (5). Και παρά το γεγονός ότι συνολικά ως πολιτισμός είμαστε αναμφισβήτητα σε πιο ευνοική θέση σε σχέση με τη ζωή των ανθρώπων το Μεσαίωνα, εμείς οι ίδιοι, αλλά και ο πλανήτης μας υποφέρουμε από την άνιση κατανομή των πηγών. Πώς μπορεί λοιπόν η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, που βρίσκεται στο προσκήνιο των τελευταίων εξελίξεων της καινοτομίας και της έρευνας, να βοηθήσει προκειμένου να οδηγηθούμε σε μία κοινωνία πιο δίκαιη;
Αντίθετα στο δημοφιλές επιχείρημα ότι η επιστήμη πρέπει να είναι ουδέτερη, θα ήθελα να προσεγγίσω την παραπάνω ερώτηση σε φιλοσοφικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, θα μιλήσω για ένα επιχείρημα, το οποίο προτάθηκε γύρω στο 1925, που προτείνει ότι η επιστημονική μέθοδος είναι συμβατή μόνο με μία υλιστική προσέγγιση, το λεγόμενο Διαλεκτικό Υλισμό (6). Ο Διαλεκτικός Υλισμός δεν είναι βέβαια η μόνη ερμηνεία της πραγματικότητας: ο Ιδεαλισμός, ο Αγνωστικισμός, η Καντιανή Φιλοσοφία, ο Πραγματισμός, ο Εμπειρισμός και ο Θετικισμός, μεταξύ άλλων, μελετούνται ακόμα και σήμερα. Ωστόσο, είναι πέρα από τα όρια αυτού του άρθρου να κάνω μία σύγκριση μεταξύ όλων αυτών και επομένως θα επικεντρωθώ στο Διαλεκτικό Υλισμό καθ’ αυτόν, με συχνές συγκρίσεις με τον Ιδεαλισμό, αναθεώρηση του οποίου και αποτελεί. Σε αντίθεση με τον (Επιστημολογικό) Ιδεαλισμό, την άποψη ότι η γνώση μας για τη φύση προέρχεται από τη σκέψη μας καθώς η πραγματικότητα είναι αποκύημα της αντίληψης μας (7), ο Διαλεκτικός Υλισμός προτείνει ότι η φύση της πραγματικότητας είναι ανεξάρτητη της ύπαρξης της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με αυτόν, η ύλη είναι ο πυλώνας της αντίληψης και εφόσον ο ανθρώπινος εγκέφαλος προέρχεται από την ύλη, η ύλη μπορεί να υπάρξει χωρίς το νου, αλλά ο νους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ύλη (8). Η θεωρία του Διαλεκτικού Υλισμού αναπτύχθηκε στη βάση των συγγραμμάτων του Friedrich Engels και του Karl Marx, οι οποίοι θεωρούσαν την υλιστική φύση της πραγματικότητας ως φυσική συνέπεια της Μαρξιστικής Διαλεκτικής, η οποία προσεγγίζει τα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα της κοινωνίας με σημείο αναφοράς την τάξη. Στον αντίποδα της υλιστικής θεώρησης, βρίσκεται η ιδεαλιστική προσέγγιση της φύσης, που αποδίδεται στον Georg Wilhelm Friedrich Hegel και βασίζεται στο έργο του ‘Η επιστήμη της Λογικής’, που του έχει χαρίσει αναγνώριση στους κύκλους της Φιλοσοφίας μέχρι και σήμερα.
Φιλοσοφικές βάσεις
Ο Διαλεκτικός Υλισμός είναι η υλιστική αναθεώρηση (9) των εξής τριών νόμων που διατυπώθηκαν από τον Χέγκελ (10):
1. Ο νόμος του μετασχηματισμού της ποσότητας σε ποιότητα και αντιστρόφως
2. Ο νόμος της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων
3. Ο νόμος της άρνησης της άρνησης
Στο Διαλεκτικό Υλισμό, ο πρώτος νόμος λέει ότι όλες οι ποιοτικές μεταβολές στη φύση προκύπτουν από ποσοτικές αλλαγές και αντίστροφα. Οι χημικές αντιδράσεις είναι ένα γλαφυρό παράδειγμα και των δύο λογικών διαδρομών: κατόπιν αλληλεπίδρασης δύο ή περισσότερων ουσιών (ποσοτική αλλαγή), παρατηρούμε χημική αντίδραση (ποιοτική αλλαγή), δεδομένων κατάλληλων συνθηκών. Από την άλλη, ποιοτικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα η τέλεια καύση, μπορούν να οδηγήσουν σε ποσοτικές αλλαγές. Για παράδειγμα, το οξυγόνο αντιδρά με κάποιο καύσιμο για να παράξει διοξείδιο του άνθρακα που δεν υπήρχε αρχικά (ποσοτική αλλαγή). Στη φύση, συνήθως, όλες οι ποιοτικές αλλαγές είναι αποτέλεσμα τόσο ποσοτικών, όσο και άλλων ποιοτικών αλλαγών, καθώς στην παραπάνω χημική αντίδραση, το καύσιμο μετατρέπεται μερικώς και σε διοξείδιο του άνθρακα. Στην ιδεαλιστική εκδοχή του νόμου, η πραγματικότητα εκπορεύεται από το πνεύμα, το βασικό συστατικό της, σε αντίθεση με το υλιστικό επιχείρημα ότι η ύλη βρίσκεται στα θεμέλια της πραγματικότητας.
Ο δεύτερος νόμος, ο οποίος συχνά αναφέρεται και ως νόμος της ενότητας των αντιθέτων ξεκινάει από τον Ηράκλειτο, ο οποίος πίστευε ότι η ύπαρξη του σύμπαντος βασίζεται στην αλλαγή (‘τα πάντα ρει’), αλλά το ίδιο το σύμπαν παραμένει αμετάβλητο. Αυτή είναι μία αρκετά αφηρημένη έννοια, γι’ αυτό αξίζει να δούμε ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με τον Ιππόλυτο, στο έργο του ‘Φιλοσοφούμενα ή κατά πασών αιρέσεων έλεγχος’ στο εδάφιο 9.10.3, αναφέρεται ότι η ανηφόρα και η κατηφόρα είναι το ένα και το αυτό. Ο Hegel μετέπειτα βρήκε πολλά παραδείγματα τα οποία ο ίδιος ερμήνευσε σαν ενδείξεις της ισχύος του δεύτερου νόμου, μεταξύ των οποίων: η αιτία και το αποτέλεσμα, η δύναμη και η ύλη, αλλά κυρίως η αντικειμενικότητα και η υποκειμενικότητα (Φαινομενολογία του Πνεύματος, 1807). Ο Χέγκελ πίστευε πως η υποκειμενική αλήθεια ταυτίζεται με την αντικειμενική. Στην άλλη όψη του νομίσματος, σύμφωνα με το Διαλεκτικό Υλισμό, η αλήθεια περιέχει την υποκειμενική αντίληψη σαν υποσύνολο της αντικειμενικής πραγματικότητας (11).
Ο τρίτος νόμος, η λεγόμενη ‘άρνηση της άρνησης’, επιχειρεί να εξηγήσει την παρατήρηση ότι στη φύση υπάρχει η τάση για αύξηση των ποσοτήτων. Πέρα από το παράδειγμα της αύξησης της εντροπίας στη Θερμοδυναμική, υπάρχει και μία αναλογία πολύ πιο καθημερινή: Ένας σπόρος μεγαλώνει και γίνεται λουλούδι (άρνηση του σπόρου), το οποίο στη συνέχεια μαραίνεται για να ξαναδώσει σπόρο (άρνηση του λουλουδιού και άρνηση της άρνησης του σπόρου). Ο Διαλεκτικός Υλισμός αναφέρει πως μέσω της άρνησης της άρνησης κλείνει ο κύκλος της εξέλιξης. Στα πλαίσια του Ιδεαλισμού, αυτό το παράδειγμα αντιμετωπίζεται με το νόμο της τριάδας (θέση – αντίθεση – σύνθεση). Η θέση (σπόρος), είναι η αρχική δήλωση, που ακολουθείται από τη δεύτερη ιδέα της αντίθεσης (λουλούδι – σύνθεση), που καταλήγει στη σύνθεση (καινούριος σπόρος), που επιλύει τη σύγκρουση μεταξύ της θέσης και της αντίθεσης τελικώς και αντιβαίνει και στις δύο (12).
Από τη Φιλοσοφία στην κοινωνία
Θα ήταν παράτολμη προσπάθεια να προσπαθήσω να εξηγήσω μόνο μου πώς οι νόμοι του Διαλεκτικού Υλισμού αντικατοπτρίζονται στην κοινωνία, δεδομένου ότι θέλω να κρατήσω το άρθρο μικρό. Επομένως, επέλεξα να δανειστώ την ήδη υπάρχουσα κοινωνική ερμηνεία για να προβληματιστώ περαιτέρω στο πώς μπορούν οι επιστήμονες να συμμετέχουν με την ιδιότητά τους στις συζητήσεις περί όλων αυτών των φλεγόντων θεμάτων που έχουν έρθει στους κύκλους των πανεπιστημίων. Η ερμηνεία του Διαλεκτικού Υλισμού από κοινωνική σκοπιά, ονομάζεται Ιστορικός Διαλεκτικός Υλισμός (13) και προτείνει ότι:
1. η συγκέντρωση ποσοτικών αλλαγών προκαλεί ποιοτικές αλλαγές (14)
2. η πάλη μεταξύ των αντιθέτων είναι μέρος του κύκλου της εξέλιξης (15)
3. η τάση για αύξηση ποσοτήτων στην κοινωνία αφορά το χρήμα (16)
Όπως ανέφερα και πιο πάνω, ο Διαλεκτικός Υλισμός δεν είναι η μόνη ερμηνεία της πραγματικότητας. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως οποιαδήποτε ερμηνεία και αν επιλέξει κανείς, αυτή θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσπάθειά μας να περιγράψουμε τη φύση, δεδομένων των θεμελιωδών φιλοσοφικών διαφορών μεταξύ των προσεγγίσεων. Επομένως, αν και μόνο αν κανείς δεχτεί ότι:
1. η συζήτηση των κοινωνικών παθογενειών πρέπει να υπάρχει στους επιστημονικούς κύκλους
2. οι νόμοι του Διαλεκτικού Υλισμού αποτελούν μία ακριβή εξήγηση της πραγματικότητας
τότε η ανάγκη για συγκέντρωση κέρδους είναι η αιτία για τα δεινά της κοινωνίας και η αλλαγή μπορεί να έρθει, αλλά μέσω της ενότητας και αναπόφευκτα, της πάλης. Η πάλη μπορεί να είναι ακόμα και σε φιλοσοφικό επίπεδο, ιδιαίτερα για τον επιστήμονα: Η αναγνώριση και μόνο της ανάγκης για συγκέντρωση κέρδους είναι εξ’ ορισμού, μη-ουδέτερη. Η ουδετερότητα είναι η επιλογή να μην παίρνει κανείς μέρος σε μία σύγκρουση. Ωστόσο, οποιοσδήποτε έχει κάποια κοσμοθεωρία για το πώς λειτουργεί η πραγματικότητα, αναπόφευκτα δεν είναι ουδέτερος, διότι υπογείως η κοσμοθεωρία του υπακούει σε κάποιους φιλοσοφικούς νόμους. Επομένως, οποιοσδήποτε επιστήμονας δέχεται μία ανθρωποκεντρική ή μη προσέγγιση στην επιστήμη του, είναι εμμέσως, μη ουδέτερος. Σε αυτό το σύντομο άρθρο δε θα επεκταθώ στη λογική συνέπεια ότι ο Διαλεκτικός Υλισμός αποτελεί τη μόνη μη ανθρωποκεντρική προσέγγιση της πραγματικότητας (6), επομένως εάν δεχτείτε το δεύτερο σημείο στην παραπάνω λίστα, εμμέσως έχετε δεχθεί και αυτό. Μετά από αυτήν την εξήγηση, το μόνο θολό σημείο που μένει είναι να συζητήσουμε για πιο λόγο η μη ουδετερότητα αφορά την επιστήμη και όχι τον επιστήμονα. Εάν κανείς θεωρήσει την επιστήμη ως τη μελέτη όλων όσων είναι (δηλαδή της πραγματικότητας), τότε είναι προφανές ότι κάθε έρευνα και επομένως η επιστήμη περιέχει αξιώματα για αυτήν την πραγματικότητα, που όπως ανέφερα παραπάνω στηρίζονται σε φιλοσοφικούς πυλώνες. Η μη ουδετερότητα εξάλλου, δε σημαίνει υποκειμενικότητα, αλλά εξακρίβωση και αναγνώριση των πρωθύστερων φιλοσοφικών αξιωμάτων που δεχόμαστε για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο γύρω μας.
Συμπεράσματα
Σε αυτό το άρθρο, σκεπτόμενο εάν η συζήτηση που έχει φτάσει στους επιστημονικούς κύκλους και αγγίζει τα κοινωνικά θέματα πρέπει να μείνει ουδέτερη, επιχείρησα να συζητήσω γιατί εάν κάποιος επιστήμονας:
1. υιοθετεί μία μη ανθρωποκεντρική προσέγγιση της επιστήμης
2. επιλέγει να διατηρεί την ακαδημαική του ιδιότητα όταν συζητάει κοινωνικά θέματα στον εργασιακό του χώρο
τότε δεν είναι ουδέτερος. Συγκεκριμένα, φυσικές συνέπειες των παραπάνω παραδοχών είναι ότι η αλλαγή στην οποία μπορούν να συνεισφέρουν οι ακαδημαικοί για μία κοινωνία πιο δίκαιη, μπορεί να έρθει μόνο μέσα από α) αναγνώριση του κέρδους ως βάση των κοινωνικών παθογενειών, β) ενότητας και γ) προθυμίας να αποτιναχτεί η ψευδαίσθηση της ουδετερότητας. Αξίζει να αναφέρω ότι ο Διαλεκτικός Υλισμός προωθεί την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών όπως και το ίδιο του το όνομα δείχνει. Τέλος, θα ήθελα να κλείσω αυτό το άρθρο ζητώντας από τον αναγνώστη να προσπαθήσει ο ίδιος να εκτιμήσει που κλίνει η δική του κοσμοθεωρία και πώς αυτή επηρεάζει την ερμηνεία που δίνει στα γεγονότα της κοινωνίας. Θα ήμουν παραπάνω από χαρούμενο να ξεκινήσουμε μία συζήτηση επάνω στην αντίληψή μας για την πραγματικότητα και γιατί όχι, να γράψω ξανά στο μέλλον με βάση τη συζήτηση αυτή για το πώς και άλλες Φιλοσοφίες ερμηνεύουν τη φυσική πραγματικότητα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γράφουμε για προεκτάσεις του Υλισμού στην καθημερινότητα. Κάντε κλικ εδώ για να δείτε πώς ο Διαλεκτικός Υλισμός συνδέεται με την πολιτική σκέψη και τον κινηματογράφο!
[1] Women and Minorities in Science and Engineering, Ellen Spertus, Mills College
[2] Race/ethnicity of college faculty, National Center for Education Statistics
[3] War and Peace, Our World In Data, Global Change Data Lab
[4] Fatalities, United Nations Peacekeeping;
Figures at a Glance, The UN Refugee Agency
[5] The Role of Industrial Emissions Within the EU: Trends and Policy, Climate Policy Info Hub, POLIMP project, EU
[6] Review: Dialectical Materialism and Scientific Method, Loren R. Graham, Social Scientist, Social Scientist, Vol. 4, No. 3 (Oct., 1975), pp. 66-75
[7] Idealism, Stanford Encyclopedia of Philosophy, Stanford Center for the Study of Language and Information, Standford University
[8] Victorian Labor College lecture, Labor College Review, 1990-94, Steve Painter
[9] Friedrich Engels, Dialectics of Nature
[10] Science of Logic, Georg Wilhelm Friedrich Hegel
[11] Conze, E., Dialectical Materialism
[12] Schnitker, Sarah A.; Emmons, Robert A. (2013). “Hegel’s Thesis-Antithesis-Synthesis Model”. Encyclopedia of Sciences and Religions
[13] Marx, Karl (1845), The German Ideology
[14] The transition from quantity to quality: A neglected causal mechanism in accounting for social evolution, Robert L. Carneiro, Proceedings of the National Academy of Sciences Nov 2000, 97 (23) 12926-12931
[15] J. Gurley, The Materialist Conception of History
[16] Dialekticheskii materializm, A. Aizenberg, K. Egorova, M. Zhiv, K. Sedikov, G. Tymianskii, and R. Iankovskii, under the general editorship of A. Aizenberg, G. Tymianskii, and N. Shirokov, Leningrad: ORGIZ-Privoi, 1931
Comments are closed.