Όσο η μοναδική μου ενασχόληση ήταν η σύνταξη της διδακτορικής μου διατριβής και η αποστολή αιτήσεων σε μεταδιδακτορικές θέσεις εργασίας (postdoc), αυτό που έλειπε από τη ζωή μου φάνταζε να είναι η επισφράγιση των κόπων μου μέσω της εξασφάλισης ενός postdoc σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους. Όταν το κατάφερα, όλα άλλαξαν. Με τη μετανάστευσή μου στο Λονδίνο (από άλλη χώρα του εξωτερικού η οποία ήταν η τρίτη στην οποία είχα μείνει πριν την ολοκλήρωση των 27 μου ετών), ήρθαν ριζικές αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου, αλλά και την κατάσταση του κόσμου. Στο παρόν άρθρο με ενδιαφέρει να μιλήσω περισσότερο για την τελευταία αλλαγή. Από τα φοιτητικά μου χρόνια, κατανοούσα ότι η αδικία είναι γέννημα της απληστίας με την οποία λειτουργεί ο καπιταλισμός. Εδώ, σε μία από τις megacities του κόσμου, είδα ότι οι διαφορές με τις οποίες ξεκινάμε όλοι τις πορείες μας στη ζωή δεν αμβλύνονται απαραίτητα αναλογικά με την προσπάθεια που καταβάλλουμε, γιατί το σύστημα εκτός των άλλων, είναι και άναρχο. Οι γονείς μας μάς είχαν μάθει ότι θα προκόψουμε εάν προσπαθήσουμε αρκετά.
Στην τέταρτη δεκαετία πλέον της ζωής μας και έπειτα από δέκα και πλέον έτη σπουδών και προϋπηρεσίας, πολλοί από εμάς όχι μόνο δεν έχουμε καταφέρει να εξασφαλίσουμε μόνιμες θέσεις ως ακαδημαϊκοί, αλλά οι μισθοί μας είναι πενιχροί και η εργασιακή ασφάλεια ανύπαρκτη. Στο Λονδίνο, κάτοχος 3ετούς διδακτορικού με 5ετή προϋπηρεσία σε μεταδιδακτορικές θέσεις παίρνει καθαρό μισθό 3.000 λιρών το 2024 (45.000 λίρες το χρόνο μικτά). Στο Παρίσι μία αντίστοιχη θέση δίνει γύρω στα 2.700 ευρώ. Στην Ιταλία 2.000 ευρώ. Στο Λονδίνο ο απαιτούμενος μισθός για την απόκτηση μιας οικογένειας που θα ζει σε άνετες συνθήκες είναι άνω των 60.000 λιρών το χρόνο κατά γονέα. Στο Παρίσι χρειάζονται 3.000-3.200 ευρώ. Στην Ιταλία τα χρήματα που προσφέρονται είναι αρκετά σε ορισμένες μόνο πόλεις. Και εκεί που θεωρεί κανείς ότι έχει βρει τη χρυσή τομή του βιοπορισμού ως ερευνητής, έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια των ευέλικτων σχέσεων εργασίας: τα συμβόλαια ορισμένου χρόνου.
Ο αριθμός των συμβολαίων ορισμένου χρόνου αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την οικονομική κρίση του 2008, παράλληλα με τη μείωση των μόνιμων θέσεων εργασίας. Αυτό συνέβη κυρίως για δύο λόγους. Αρχικά, η ευέλικτη αυτή σχέση εργασίας έκανε τους εργαζόμενους πιο αναλώσιμους, με τους εργοδότες να αποκτούν περισσότερα δικαιώματα στο πότε μπορούν να απολύσουν και τι προνόμια δίνουν. Αυτό αγγίζει τους ακαδημαϊκούς κυρίως συνταξιοδοτικά. Παράλληλα, οι εργαζόμενοι που υφίστανται αυτήν τη σχέση είναι λιγότερο πιθανό να οργανωθούν για να διεκδικήσουν βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα postdoc σε αγγλικά πανεπιστήμια υψηλού κύρους που διστάζουν να οργανωθούν στο σωματείο τους (από τη στιγμή που ακόμη και το κόστος των 30 λιρών το μήνα είναι υπόθεση) ή να παρευρεθούν σε ανοιχτές συζητήσεις των προβλημάτων στον κλάδο μας υπό την πίεση της παραγωγής δημοσιεύσεων σε περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, λειτουργούν υπό καθεστώς ιεραρχίας, φοβούμενοι ότι θα απολυθούν και αποφεύγουν τη συλλογική οργάνωση.
Η ευέλικτη σχέση εργασίας στην ακαδημία ήρθε όμως και λιγότερο συντονισμένα, ως φυσική απόρροια της ανακατεύθυνσης κεφαλαίων από την έρευνα στην ανάκαμψη από την κρίση και πλέον πιο κατάφωρα, στην πολεμική βιομηχανία. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι ο δραστικός περιορισμός των προγραμμάτων Horizon για απόκτηση πακέτων πολεμικού εξοπλισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι γονείς μου μού έμαθαν ότι εάν αποκτήσω το ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης θα εξασφαλίσω εργασιακή σταθερότητα και έναν ικανοποιητικό μισθό. Μού έμαθαν ότι εάν ακολουθήσω αυτό που με ενθουσιάζει θα είμαι και ανταγωνιστική σε αυτό. Μου υποσχέθηκαν ότι εάν φύγω στο εξωτερικό και λάβω υψηλότατου επιπέδου δεξιότητες θα μπορώ να επιστρέψω στην Ελλάδα. Για τα δεδομένα της εποχής τους μου έλεγαν αλήθεια, αλλά μέχρι να βρεθώ εγώ στην αναζήτηση εργασίας, όλα αυτά είχαν γίνει ψέματα.
Η ιστορική περίοδος που διανύουμε είναι η πρώτη φορά που υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό αντιμετωπίζει μαζικά το ενδεχόμενο της ανεργίας. Παράλληλα, ο τρόπος που προσφέρονται οι θέσεις εργασίας και στον ιδιωτικό τομέα – εάν βαρεθεί κάποιος τις συνεχείς μετακομίσεις στην ακαδημία –, είναι χαοτικός και δεν εξασφαλίζει παραμονή στην εκάστοτε θέση ούτε καν για τη διάρκεια του προσφερόμενου συμβολαίου, εάν οι εταιρίες θεωρήσουν ότι προσέλαβαν περισσότερα άτομα από όσα χρειάζονταν πραγματικά.
Η προοπτική επιστροφής στην Ελλάδα είναι για πολλούς από εμάς ανύπαρκτη. Διδακτορικοί φοιτητές προσλαμβάνονται συχνά χωρίς μισθό και ασφάλεια υγείας (!), ερευνητικά προγράμματα συχνά προσφέρονται με μπλοκάκι (μια άλλη ευέλικτη σχέση εργασίας), εθελοντικά (!) ή για 6 μήνες με μισθό γύρω στα 800 – 1000 ευρώ σε αρκετές περιπτώσεις. Μόνιμες θέσεις εργασίας δεν ανοίγουν σε αναλογία με τον αριθμό των κατόχων διδακτορικού που αναζητούν μονιμοποίηση εντός ή εκτός συνόρων. Ταυτόχρονα, λόγω της απουσίας της Ελλάδας από μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, επιστήμονες οι οποίοι έχουν εργαστεί σε αυτά κατά την εργασία τους στο εξωτερικό χρειάζεται να εγκαταλείψουν την ιδιότητα μέλους τους σε αυτά, που έρχεται με προνομιακή πρόσβαση σε αλγοριθμικά προϊόντα ή δεδομένα, που οδηγούν σε δημοσιεύσεις, ένα από τα κλειδιά για την πολυπόθητη μονιμοποίηση. Τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται για μία οικογένεια ακαδημαϊκών που αναζητά μονιμοποίηση στο ίδιο μέρος γεωγραφικά, μιας και οι επιλογές περιορίζονται στα μέρη όπου υπάρχει προσφορά εργασίας στο θεματικό πεδίο και των δύο.
Παράλληλα, η επικρατούσα πολιτική ατζέντα ευνοεί ιδιαίτερα την αναπαραγωγή της ρητορικής της μεταφοράς δεξιοτήτων από την ακαδημία στον ιδιωτικό τομέα, προσπαθώντας να κάνει το εργασιακό στάτους των ατόμων προσωπική υπόθεση. Αυτό οδηγεί σε ακαδημαϊκούς που παράλληλα με την κύρια ερευνητική τους εργασία, προσπαθούν να αναπτύξουν δεξιότητες που είναι “ελκυστικές” στον ιδιωτικό τομέα για να εξασφαλίσουν ότι σε ενδεχόμενη αποβολή τους από το σύστημα δε θα μείνουν άνεργοι. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων δεν έρχεται χωρίς κόστος, αλλά συμβαίνει προσθετικά στις ήδη υπάρχουσες απλήρωτες υπερωρίες των ακαδημαϊκών και με κόστος ψυχικής υγείας υπό το φόβο της επικείμενης ανεργίας κάθε 2-3 χρόνια. Παράλληλα, κρύβει την πραγματική αλήθεια: ότι οι ακαδημαϊκοί πλέον καλούνται να μάθουν νέα επαγγέλματα μετά από 10ετείς σπουδές και επιπλέον εξειδίκευση. Αυτή η πραγματικότητα πλέον βαφτίζεται κινητικότητα δεξιοτήτων και ευελιξία.
Εντός του χώρου εργασίας, η κατάσταση της υποχρηματοδότησης της έρευνας είναι εμφανής πλέον και στο εξωτερικό μετά τον κορονοϊό με το λεγόμενο employment tertiarisation (εργασιακή τριτογενοποίηση). Ως επέκταση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας, πλέον είμαστε αντιμέτωποι με “ευέλικτες” συνθήκες εργασίας. Βιώνουμε το hot-desking, τη μη συνεχόμενη διαθεσιμότητα γραφείου για να εργαστούμε και την ανάγκη να το κλείσουμε εκ των προτέρων ώστε να να είναι διαθέσιμο τη μέρα που θα πάμε στη δουλειά. Βιώνουμε την υποχρεωτική εργασία πέρα από αυτήν που καθορίζεται από το συμβόλαιό μας, με κοινότατο παράδειγμα τη συχνά απλήρωτη διδασκαλία παράλληλα με την έρευνα. Πολλοί από εμάς συνδυάζουμε πολλαπλές εργασίες για να αντεπεξέλθουμε στο κόστος ζωής, αλλά και τα έξοδα συνεχούς κινητικότητας που συχνά δεν καλύπτονται.
Στα Ευρωπαϊκά ιδρύματα ο ανταγωνισμός για την απόκτηση των ελάχιστων εναπομείναντων θέσεων εργασίας έχει οξυνθεί. Αυτό έχει οδηγήσει σε μία πρωτοφανή κρίση ψυχικής υγείας των νέων επιστημόνων, που συχνά ακολουθεί περιστατικά εκφοβισμού [1]. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί νέοι επιστήμονες είναι υποχρεωμένοι να προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στην πίεση των δημοσιεύσεων υπό καθεστώτα εκφοβισμού. Η κρίση επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες ακαδημαϊκούς, μιας και καλούνται ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν ως επί το πλείστον ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα στα οποία πρέπει να δουλέψουν πολύ πιο σκληρά για να επιτύχουν συχνά λιγότερα αποτελέσματα, καθαρά και μόνο λόγω των συστημικών προβλημάτων της ακαδημίας.
Συνοψίζοντας όσα έγραψα μέχρι στιγμής, διεθνώς εκπαιδευμένοι και υψηλά ειδικευμένοι ακαδημαϊκοί για πρώτη φορά ιστορικά βλέπουν πώς όσα μας είπαν να κάνουμε δεν αποδίδουν καρπούς. Μας μίλησαν για κινητικότητα, το κάναμε, και είδαμε πως δεν αρκεί. Μας μίλησαν για σπουδές σε παγκοσμίου κύρους ιδρύματα, το κάναμε, και είδαμε πως δεν αρκεί. Μας έμαθαν να θυσιάζουμε τον προσωπικό μας χρόνο και ανέσεις για να δουλεύουμε υπερωρίες με μία αόρατη υπόσχεση ότι η σκληρή δουλειά θα ξεπληρωθεί στο μέλλον, και είδαμε πως δεν αρκεί. Μας είπαν να μεταναστεύσουμε, και είδαμε πως δεν αρκεί. Μας είπαν να γίνουμε ευέλικτοι και να μάθουμε κι άλλα “marketable skills” μετά από 10ετείς σπουδές στο δικό μας και είδαμε πως δεν αρκεί, μιας και συνάδελφοί μας απολύονται σωρηδόν στον ιδιωτικό τομέα με τα λεγόμενα redundancies. Γίναμε δηλαδή μέτοικοι [2] χωρίς εγγύηση επιστροφής, έλεγχο επάνω στη ζωή μας και χωρίς πλήρη δικαιώματα στους τόπους που ζούμε, μιας και μεταναστεύουμε συνεχώς.
Πάλεψα αρκετούς μήνες πρώτον για να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι πρέπει να αναθεωρήσω όλα τα παραπάνω που ένα χρόνο πριν θεωρούσα θέσφατα, και δεύτερον για να δω πώς πρέπει να προχωρήσω. Η αποδοχή ήταν το δυσκολότερο μέρος του διπτύχου, μιας και η εργασία σε επισφαλείς συνθήκες χωρίς εγγύηση εξόδου από το τούνελ ανεξάρτητα από τις υπερωρίες, δημιουργεί και τρέφει συνειδήσεις που καθορίζονται και αποφασίζουν με βάση το φόβο [3]. Τότε συνειδητοποίησα πώς το μόνο αντίδοτο στο φόβο είναι η γνώση και η κατανόηση, και ξεκίνησα να επιχειρώ να συνθέσω το παζλ που οδηγεί σε μια ζωή που μετά από τόση πίεση να προσαρμοστώ σε νέα περιβάλλοντα χωρίς εχέγγυα και παρά τις δεξιότητες μου, εξακολουθεί να μη μου προσφέρει καμία ασφάλεια. Αυτό το συναίσθημα που στην αρχή ήταν απόγνωση και φόβος, έμελλε να μετουσιωθεί σε κατευθυμένη οργή.
Για τους συναδέλφους μου, διεθνώς και ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι προσπαθούμε να επιπλεύσουμε σε έναν ωκεανό μειούμενων ερευνητικών κονδυλίων. Γιατί μειώνονται τα κονδύλια; Γιατί απαιτούνται για την κάλυψη άλλων αναγκών. Εάν κοιτάξει κανείς την κατανομή των κονδυλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα διαπιστώσει πλέον ότι κονδύλια ανακατευθύνονται από τα διάφορα θεματικά πεδία (υγεία, κοινωνία, ασφάλεια, βιομηχανία, ενέργεια, περιβάλλον, οικονομικοί πόροι) και τη φοιτητική κινητικότητα στην πολεμική έρευνα [4][5][6][7]. Παρακολουθώντας τις τάσεις των πολεμικών εξόδων ανά χώρα και έτος στη βάση SIPRI [8], τέτοια τάση δεν ήταν ορατή. Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια πίσω από τις πολεμικές προετοιμασίες, τι περιλαμβάνεται σε κάθε προϋπολογισμό και γιατί η κατεύθυνση κονδυλίων στη βιομηχανία του πολέμου δεν αντανακλάται αυστηρά στα νούμερα των στρατιωτικών εξόδων; Η απάντηση είναι πολυσχιδής. Ο πόλεμος πλέον δε γίνεται απαραίτητα στο πεδίο της μάχης και δεν περατώνεται μόνο με πολεμικό εξοπλισμό. Στην ψηφιοποιημένη κοινωνία που ζούμε, παράλληλα με τις βόμβες και τα άρματα μάχης, ενδεικτικά ερευνώνται οι κυβερνοεπιθέσεις [9], η τεχνητή νοημοσύνη [10], δορυφορική τεχνολογία, ενεργειακοί πόροι, αποθέματα, βιολογικά και χημικά όπλα, ψυχολογικές τακτικές [11] και μεταφορές. Η πραγματικότητα της προετοιμασίας για τον πόλεμο λοιπόν είναι πολυδιάστατη, αλλά σίγουρα αντανακλάται στην εργασιακή καθημερινότητα των ακαδημαϊκών.
Δύο ήταν οι ρητορικές που καθόρισαν την αντίληψή μου για τον ακαδημαϊκό κόσμο. Πρώτον, ότι η αριστεία έρχεται ως αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και εγγυάται ασφάλεια. Δεύτερον, ότι ακόμη και σε επισφαλείς συνθήκες θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που έχουμε έστω και συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Εφόσον πλέον έχω αντικρίσει την πραγματικότητα των ακαδημαϊκών θέσεων εργασίας του 2024, στα μέσα χρονικά αυτού που αναμέναμε να είναι το μεγαλύτερο πακέτο επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έρευνα, διαπιστώνω τα εξής. Η αριστεία με τη συμβατική έννοια μπορεί να επιτευχθεί ή μη, ανάλογα με τις συνθήκες από τις οποίες ξεκινάει ο κάθε επιστήμονας. Δε νοείται, ωστόσο, να αποτελεί κριτήριο για την εύρεση ή μη μόνιμης θέσης εργασίας, για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι οι κάτοχοι έγκυρων διδακτορικών τίτλων σπουδών, μετά από 10 έτη υψηλής ειδίκευσης (αυστηρά στα 27-28 έτη) οφείλουν να αποκαθίστανται επαγγελματικά. Δεύτερον, μιας και το δικαίωμα στην εργασία είναι πανανθρώπινο, δε νοείται να μην μπορούν διεθνείς οργανισμοί που χρηματοδοτούν την έρευνα να μας εξασφαλίσουν στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μας, μετά την επίτευξη του υψηλότερου επιπέδου εκπαίδευσης, τη σταθερότητα. Αναρωτιέμαι πώς αναγιγνώσκεται η υπογεννητικότητα στα πλαίσια της εργασιακής ανασφάλειας.
Είναι φυσικά επόμενο να συμβαίνουν όλα αυτά όσο οι κάτοχοι διδακτορικών τίτλων σπουδών πληθαίνουν δυσανάλογα με τις πραγματικές απαιτήσεις της οικονομίας. Και πώς να μην υφίσταται η δυσαναλογία όταν ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται τα λιγοστά κονδύλια και προκηρύσσονται θέσεις υποψήφιων διδακτόρων και postdoc είναι παντελώς άναρχος, χωρίς κανένα κεντρικό σχεδιασμό της ερευνητικής κατεύθυνσης, ο οποίος μόνο στα χαρτιά θέλουν να μας πείσουν ότι υπάρχει. Είναι εφικτός ο βιοπορισμός για τους ακαδημαϊκούς; Προ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 που ακόμη δε φαίνεται να πνέει τα λοίσθια και μάλιστα οξύνθηκε από τον κορονοϊό, οι ακαδημαϊκοί μας μέντορες φαίνονταν αισιόδοξοι. Τώρα που ήρθε η σειρά μας να αναλάβουμε ερευνητικά ηνία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την απεχθή πραγματικότητα της προετοιμασίας για έναν επικείμενο πόλεμο.
Κοντολογίς, όσα μάθαμε ήταν λάθος. Καλούμαστε τώρα να χαράξουμε τη δική μας πορεία εν τη κινήσει, ονειρευόμενοι ένα πιο δίκαιο αύριο για όλους. Το όνειρο όμως δεν είναι αρκετό. Η διεκδίκηση, η οργάνωση και η πάλη δίπλα σε όλους τους εργαζόμενους είναι το όχημά μας για την απόκτηση όσων μας ανήκουν.
Πηγές
[1] Webb, N. A., “Well-being in French astrophysics”, in SF2A-2021: Proceedings of the Annual meeting of the French Society of Astronomy and Astrophysics, 2021, pp. 35–40. doi:10.48550/arXiv.2202.01768.
[2] The Precariat, The Dangerous New Class, Guy Standing, I.B. Tauris, Covid-19 edition
[3] Pedagogy of the Oppressed, Paulo Freire, Modern Classics, Penguin Editions, 2017
[4] https://www.theguardian.com/science/2024/oct/26/uk-scientists-fear-1bn-funding-cut-for-new-research
[6] https://efmc.eu/budget-cut-in-horizon-europe/
[8] https://www.sipri.org/databases/milex
[9] https://eucpn.org/service/funding
[10] https://gjia.georgetown.edu/2024/07/12/war-artificial-intelligence-and-the-future-of-conflict/
[11] https://en.wikipedia.org/wiki/Ro%27im_Rachok