Press "Enter" to skip to content

Amazigh Blues: η ροκ χτυπάει στην καρδιά της βορειοδυτικής Αφρικής

Καθώς γράφω αυτό το άρθρο ακούω το κομμάτι Amtten των Kel Dades, μιας μπάντας που δημιουργήθηκε το 2015 στην πόλη Boumalne Dades του Μαρόκο. Βάλτο να παίζει από πίσω καθώς με διαβάζεις. 

Η μελωδία με ταξιδεύει στο ελληνικό καλοκαίρι όπως θα ήθελα να είναι, μακριά απ’ όπου έχει φτάσει η τεχνολογία, ή σε μία απόδραση στη νυχτερινή έρημο γύρω από μία φωτιά που ανάψαμε για να ζεσταθούμε. Η μουσική που ακούω είναι μία μίξη από παραδοσιακή Βερβέρικη μουσική (Amazigh) σε ένα χαλί ηλεκτρικής κιθάρας. Το κομμάτι αυτό είναι μία πόρτα για να εξερευνήσω ένα μουσικό είδος που φέρει πολλά ονόματα: Amazigh Blues, Desert Rock, Tishoumaren (από το γαλλικό chômeur, “άνεργος”) ή Assouf: είναι η μουσική παράδοση της φυλής Τουαρέγκ και ακολουθεί τη δύσκολη κοινωνικοπολιτική της κατάσταση, τον εκτοπισμό και την εξορία της στη μετα-αποικιακή Αφρική. Σε αυτό το άρθρο, με ενδιαφέρει περισσότερο να εξερευνήσω περισσότερο τις ιστορικές καταβολές αυτής της μουσικής που μιλάει ηχητικά (όχι στιχουργικά) σε κάτι βαθύτερο μέσα μου, παρά να μιλήσω για τις μουσικές επιρροές ή τεχνικές των Desert Blues.

Μετά τη λήξη της γαλλικής αποικιοκρατίας τις δεκαετίες 1950-1960, οι περιοχές στις οποίες κατοικούσαν οι Τουαρέγκ μοιράστηκαν ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Έτσι, οι Τουαρέγκ κατέληξαν να αποτελούν εθνική μειονότητα στο Μάλι, την Αλγερία, το Νίγηρα, τη Λιβύη, τη Μπουρκίνα Φάσο και το Τσαντ. Παράλληλα, με την ερημοποίηση γόνιμων εδαφών λόγω φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, οι Τουαρέγκ, που ήταν νομάδες βοσκοί, φτωχοποιήθηκαν. Έκτοτε, κάποιοι αναμίχθηκαν σε μία σειρά συγκρούσεων και αστικών επαναστάσεων υπό το καθεστώς του Muammar al-Gaddafi, και στα στρατόπεδα εκπαίδευσης του, ορισμένοι εκτέθηκαν σε πιο δημοφιλή δυτικότροπη μουσική, τον παναφρικανισμό και ιδέες ανεξαρτητοποίησης. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι γεννήθηκαν και τα Amazigh Blues. Στην πραγματικότητα, ο Ibrahim Ag Alhabib, ιδρυτής των Tinariwen, της μπάντας που έφερε στο προσκήνιο τη ροκ της ερήμου, έζησε την εξέγερση του 1963 στο Μάλι. Επομένως, οι ιστορικές καταβολές του είδους χάνονται στα βάθη της αποικιακής και μετα-αποικιακής ιστορίας της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής. 

Οι Τουαρέγκ είναι μία μόνο από τις 4 Βερβέρικες φυλές: οι άλλες τρεις είναι οι Καμπύλιοι, οι Τσαουία και οι Μζαμπ, με τους οποίους μοιράζονται επίσης τη μουσική σκηνή των Desert Blues. Ιδιαίτερα οι Καμπύλιοι, πρωτοστάτησαν στον απελευθερωτικό πόλεμο της Αλγερίας κατά της Γαλλίας. Κατά την περίοδο αυτή, οι Γάλλοι έσπειραν μίσος για κάθε αραβικό στοιχείο, ενώ προώθησαν ως “ανώτερο” κάθετι μη αραβικό βερβερικό μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Αυτή η διασπαστική τακτική μπορεί να μην αποτέλεσε τροχοπέδη για τον ενιαίο απελευθερωτικό τους αγώνα, αλλά άφησε κατάλοιπα μεταξύ των δύο λαών που είναι εμφανή και σήμερα. Ενώ οι Άραβες στράφηκαν σε κινήματα αραβισμού, οι Βερβέροι, που ήταν πάλαι ποτέ αποδέκτες της γαλλικής “συμπάθειας”, βρέθηκαν ανάμεσα σε στρατιωτικά καθεστώτα και τον ισλαμικό εξτρεμισμό. Ταυτόχρονα, είδαν τη γλώσσα και την κουλτούρα τους να απειλείται σε μεγάλο βαθμό όταν το 1998 το Αλγερινό Κοινοβούλιο επέβαλε τη χρήση μόνο της αραβικής γλώσσας με απειλή προστίμου. Έτσι οι Καμπύλιοι βρέθηκαν κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά αποκλεισμένοι. Αυτό αποτυπώθηκε μέσα στα Desert Blues των Καμπύλιων, που αναπτύσσονται παράλληλα με αυτά των Τουαρέγκ.

Και εδώ τα πολιτικά όρια των ιδεών που γέννησαν τα Desert Blues θολώνουν: ενώ ο παναφρικανισμός προωθεί την πολιτική και πολιτισμική ενοποίηση των αφρικανικών φυλών και την αντίθεσή τους στην αποικιοκρατία και τον επεκτατισμό, προσωπικότητες που έχουν στηρίξει την κεντρική ιδέα είχαν στην καλύτερη περίπτωση αντικρουόμενες ατζέντες και ερμηνείες: από τον αυτοκράτορα Haile Sellassie, τον al-Gaddafi, τον Nkrumah, στον κοινωνιολόγο Du Bois και σύγχρονα φεμινιστικά Αφρικανικά περιοδικά. Για να εξάγω λοιπόν περισσότερα στοιχεία για την πολιτική ταυτότητα των Desert Blues, πηγαίνω σε μερικούς στίχους.

“[Το] 1963 πέρασε, αλλά θα επιστρέψει, εκείνη η εποχή μάς άφησε αναμνήσεις, σκότωσε τους γέροντες και ένα παιδί που μόλις είχε γεννηθεί, όρμησε στους βοσκότοπους και εξόντωσε τα κοπάδια, η Αμερική μπορεί να το μαρτυρήσει, και ο Λίβανος επίσης, η Ρωσία προμήθευσε τα όπλα που άναψαν τις φωτιές, οι αδερφές μου κυνηγήθηκαν ανελέητα, αυτές που δεν θα αντάλλασσα με τίποτα σε τούτη τη γη. Γιατί η αγάπη είναι δυνατή και ισχυρή, διαπερνά την ψυχή και την φλογίζει.”, –“Soixante Trois”, των Tinariwen

“Αδέλφια μου στη ζωή, η Έρημος μας ανήκει, αδέλφια μου, θέλω να μιλήσω στους ελεύθερους αδελφούς μου, δεν ξεχάσαμε την ιστορία μας, δεν ξεχάσαμε την ιστορία μας. Ο [θεός] ας ελεήσει τους μάρτυρες που θυσιάστηκαν για τη γη μας. Πολεμιστές, χέρι με χέρι, μην χάνετε την ελπίδα. Ενωθείτε, ενωθείτε, ελεύθερα αδέλφια μου. Το κλειδί της ζωής είναι η ελευθερία.” – “Taryet”, των Tarwa N-Tiniri.

 

Θα μπορούσαμε άρα να μιλήσουμε για ένα είδος μουσικής εμπνευσμένο από την επιθυμία για  επανάσταση και αυτοδιάθεση ενός λαού. Μιας επιθυμίας που μέσα στην πολυπλοκότητα της Αφρικανικής ιστορίας ιδεολογικά έχει παραμείνει ανοχύρωτη και επιρρεπής όχι μόνο στον ιδεαλισμό της αναμονής σωτηρίας από ένα ανώτερο ον ή για ένα θεϊκό σκοπό, αλλά και στην αντίδραση της προσπάθειας προσεταιρισμού των απελευθερωτικών τάσεων ενός λαού από τους κατά τόπους και χρόνους δικτατορίσκους. Κλείνοντας με το σχόλιο της Καμπύλιας συγγραφέα Aïcha Lemsine, “όσο δεν αποσαφηνίζονται οι αποικιακές ρίζες […], όσο δε γίνεται πράξη ο πολιτιστικός αλληλοσεβασμός […] το Μάγκρεμπ ντρέπεται για το φανατικό βερβερισμό όσο και το Ισλάμ ντρέπεται για τον φανατικό ισλαμισμό”. Και έτσι ένας λαός μένει ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη να προσπαθεί να συντηρήσει την επιθυμία του για την ελευθερία μέσα απ’ τη μουσική, μιας και στην πραγματικότητα ο πολιτικός του προσανατολισμός φαίνεται να μπάζει.

© Publica 2017 - 2025