Το ταξίδι της ανθρωπότητας πάνω στη Γη μετράει περίπου 200 χιλιάδες χρόνια. Από αυτά, μόλις τα τελευταία 6000 χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη ανθρώπινου πολιτισμού, ενώ τους τελευταίους 4 αιώνες η πορεία αυτή έχει χαρακτηριστεί από μια ασύγκριτη με κάθε προηγούμενο, εκπληκτική εξάπλωση της ανθρώπινης γνώσης και των ορίων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ανθρωπότητα χρωστάει αυτή της την εξέλιξη σε κάποιους ήρωες, όχι κάποιου έθνους ή κάποιας φυλής, αλλά ήρωες του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Στο πάνθεον αυτών των ηρώων σίγουρα την κορυφαία θέση κατέχει ο Giordano Bruno, ένα μυαλό που φώτισε τον κόσμο, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.
Η παρουσία του Bruno στην ανθρώπινη ιστορία αποτελεί ορόσημο στην αλλαγή αντίληψης του κόσμου από τον άνθρωπο, που μέχρι τότε ζούσε στην “επιστημονική προϊστορία”. Ο τρόπος που υπερασπίστηκε τις ιδέες του αλλά και ο τρόπος που τις συνέλαβε αποτελούν σήμερα το παράδειγμα για την επιστημονική μεθοδολογία, ένα σύγχρονο τρόπο σκέψης που οδήγησε στην εκρηκτική εξέλιξη των δυνατοτήτων του είδους μας τα τελευταία 400 χρόνια.
Το ιστορικό πλαίσιο
Ο Bruno γεννήθηκε ως Filippo Bruno στη Νόλα της Καμπανίας, που τότε ανήκε στο Βασίλειο της Νάπολι, το 1548. Ο ίδιος αλλά και όλοι εμείς, είχαμε την τύχη να έχει τις απαραίτητες συνθήκες ώστε να μορφωθεί στα ιδρύματα της εποχής, που φυσικά ήταν συνδεμένα με θρησκευτικούς φορείς. Σε μικρή ηλικία μετακόμισε στη Νάπολι, ώστε να ξεκινήσει την εκπάιδευσή του, η οποία ήταν ιδιωτική, εντός της Μονής των Αυγουστίνων, ενώ την ίδια στιγμή παρακολουθούσε και τις δημόσιες διαλέξεις στο Studium Generale, που δεν είναι τίποτα άλλο από έναν όρο για να χαρακτηρίσει το Πανεπιστήμιο στο Μεσαίωνα.
Σε ηλικία 17 ετών γίνεται μέλος του Δομηνικανικού Τάγματος και εισάγεται στη Μονή του Αγίου Δομήνικου του Μεγάλου, στη Νάπολι. Εκεί γίνεται ιερέας σε ηλικία 24 ετών και αλλάζει το μικρό του όνομα σε Giordano, προς τιμήν του δασκάλου του της μεταφυσικής, Giordano Crispo.
Από εκείνο το χρονικό σημείο ξεκινάει μια ζωή αφιερωμένη στην αναζήτηση, στην περιέργεια να δώσει απαντήσεις, είτε μεθοδολογικές, είτε βαθύτερα θεωρητικές, σε μια σειρά ζητήματα που εγείρονταν μέσα από την αδιάκοπη μελέτη. Αυτή η αδιάκοπη μελέτη, ωστόσο, ήταν και το μεγάλο αγκάθι, ή αλλιώς το χάρισμα, για τον Bruno, καθώς η επιδίωξή του να διαβάζει ακόμα και ημι-απαγορευμένα ως και αιρετικά συγγράμματα ήταν αυτή που θα στιγμάτιζε και θα όριζε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του.
Οι αντιλήψεις της εποχής
Με τον Κανόνα να αποτελεί τον ύψιστο Νόμο του Δυτικού Κόσμου και την Καθολική Εκκλησία να ελέγχει την κάθε έκφραση, επιστημονική, πνευματική, καλλιτεχνική κλπ. οι αντιλήψεις στα τέλη του 16ου αιώνα δε θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα προοδευτικές. Η ανθρωπότητα ολόκληρη είχε καθηλωθεί στην αριστοτελική αντίληψη για τη φύση και ολόκληρο το σύμπαν, για πάρα πολλούς αιώνες, καθώς αυτή βόλευε τέλεια τις χριστιανικές διδαχές και χωρούσε απόλυτα την παρουσία μιας ανώτερης μεταφυσικής και “εξωφυσικής” δύναμης, που κινούσε τον κόσμο, το Θεό.
Η αντίληψη που κυριαρχούσε για τη θέση της Γης ήταν φυσικά ότι αυτή βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου, με τον ήλιο και τους υπόλοιπους πλανήτες να κινούνται με πολύπλοκες τροχές μέσα σε έναν ορισμένο χώρο, στα όρια του οποίου υπήρχαν τα άστρα, περιλαμβάνοντας οποιοδήποτε φωτεινό σώμα, ορατό στον νυχτερινό ουρανό, πέραν του Ήλιου, της Σελήνης και των 5 γνωστών ως τότε πλανητών (Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Δίας και Κρόνος).
Ωστόσο, ήδη εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να διατυπώνονται πιο ολοκληρωμένες απόψεις περί της περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον Ήλιο. Η γνωστή θέση του Κοπέρνικου, προέκυπτε από το γεγονός ότι στην περίπτωση που κάποιος έβαζε στο κέντρο του κόσμου τον Ήλιο, τότε η κίνηση των πλανητών έπαυε να είναι πολύπλοκη. Την ίδια στιγμή, η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της δικαιολογούσε την ύπαρξη ενός σταθερού ορίου, που αντιπροσώπευε τα όσα ήταν ορατά στον νυχτερινό ουρανό, καθώς αντί να γυρίζει αυτό το όριο γύριζε η Γη, με αποτέλεσμα ο παρατηρητής από αυτή να βλέπει την κίνηση των άστρων.
Ακόμα κι αυτές οι ιδέες όμως ήταν εξαιρετικά “επικίνδυνες” για το καθεστώς της Καθολικής Εκκλησίας που ήθελε πάση θυσία να διατηρήσει την “καθαρή” αριστοτελική θεώρηση για τον κόσμο.
Η μακρά περιπλάνηση και η απόρριψη
Πόσο εύκολο είναι να πιστεύεις σε κάτι, να βρίσκεις λογικά επιχειρήματα και να βασίζεις τη σκέψη σου σε αποδείξεις που είναι ατράνταχτες, ακολουθώντας μια επιστημονική μέθοδο και να έχεις όλο τον κόσμο απέναντί σου; Συνήθως αυτή την “αρετή” την έχουν οι παρανοϊκοί και τα πολύ λαμπρά μυαλά. Είναι όμως πολύ δύσκολο να αποδείξει κανείς το δεύτερο, με αποτέλεσμα πολλοί χαρισματικοί άνθρωποι να εγκαταλείπουν καποια στιγμή την προσπάθεια για να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό του τρελού. Πόσο δύσκολο είναι να κρατάς και να υπερασπίζεσαι μία θέση που λόγω αυτής γνωρίζεις την απόρριψη σε ολόκληρο τον γνωστό κόσμο; Αυτό θέλει πολλά αποθέματα πνευματικής δύναμης για να το καταφέρει κανείς και ήταν ακριβώς ό,τι έκανε ο Bruno σε μια υπερδεκαετή περιπλάνηση στην Ευρώπη.
Έχοντας ξεχωρίσει για το έργο του πάνω στην εξάσκηση της μνήμης, είχε τη δυνατότητα να επισκεφθεί κορυφαία ιδρύματα, θεσμούς και πνευματικά κέντρα της εποχής. Αν και ο Bruno θα μπορούσε να απολαύσει μια απίστευτα προνομιούχα ζωή, περνώντας απ’ όλα αυτά τα μέρη, αντί να περιορίζεται στα καθήκοντά του, συνέχιζε την ασταμάτητη αναζήτηση απαντήσεων σε όλα τα ερωτήματα που εμφανίζονταν μπροστά του.
Περνώντας από μια σειρά ιταλικών πόλεων, ο δρόμος του τον έβγαλε στη Γαλλία, αρχικά στη Λυόν και εν συνεχεία στην Τουλούζ, το 1580-81. Στην Τουλούζ έλαβε το διδακτορικό του στη Θεολογία και εκλέχθηκε λέκτορας φιλοσοφίας. Το καλοκαίρι του 1581, όμως, μετακόμισε στο Παρίσι όπου έδωσε μια σειρά θεολογικών σεμιναρίων. Η φήμη του άγγιξε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τον Βασιλιά της Αγγλίας, Ερρίκο τον 3ο.
Ύστερα από πρόσκληση του Ερρίκου του 3ου ο Bruno πήγε στην Αγγλία τον Απρίλιο του 1583. Έδωσε διαλέξεις στην Οξφόρδη αλλά οι ιδέες που ήδη είχε αρχίσει να εκφράζει, πιο συγκεκριμένα η συμφωνία του με τις απόψεις του Κοπέρνικου, έκαναν αδύνατο να αποκτήσει πανεπιστημιακή έδρα. Ωστόσο, η παραμονή του στην Αγγλία ήταν πολύ παραγωγική, καθώς τα περίπου 2 χρόνια που έμεινε εκεί κατάφερε να συγγράψει μια σειρά έργων, μεταξύ των οποίων το πιο σημαντικό “La Cena de le Ceneri” (Το Δείπνο της Τετάρτης των Τεφρών) όπου για πρώτη φορά καταγράφεται μία από τις πιο σημαντικές συμβολές του στην επιστημονική σκέψη, δηλαδή η αντίληψη για το άπειρο σύμπαν.
Τον Οκτώβρη του 1585 ο Bruno επιστρέφει στο Παρίσι και από εκεί μετακινείται στη Γερμανία και το Μάρμπουργκ, όπου λαμβάνει άδεια να διδάξει στo Πανεπιστήμιο του Wittenberg. Διδάσκοντας Αριστοτέλη αλλά πέφτοντας σε μια περίοδο συντηρητικοποίησης του επιστημονικού κόσμου της εποχής, δεν είναι επιθυμητός, δε βρίσκει θέση διδάσκοντα και έτσι το 1588 πηγαίνει στην Πράγα, όπου επίσης δεν του δίνεται Πανεπιστημιακή Έδρα.
Στη συνέχεια, περνώντας πρώτα από τη Φρανκφούρτη, κάνει αίτηση για την Έδρα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Πάδοβα, ανεπιτυχώς. Η ίδια έδρα δίνεται ένα χρόνο αργότερα στον Γαλιλαίο. Έτσι γίνεται προσωπικός δάσκαλος του Giovanni Mocenigo στη Βενετία το 1592. Αυτή η αποδοχή, έστω και για την επιβίωση, ήταν και μοιραία, καθώς ο Mocenigo, απογοητευμένος από το γεγονός ότι ο Bruno δεν του δίδασκε τις “κλασσικές” θεωρίες, τον κατέδωσε στην Ιερά Εξέταση, η οποία και τον συνέλαβε στις 22 Μαΐου του 1592.
Τα 7 χρόνια του μαρτυρίου
Από το 1592 ξεκινάνε τα 7 περίπου χρόνια του εγκλεισμού στη φυλακή για το Bruno. Αυτό που δε μπορούσαν να καταλάβουν όμως τα μικρά μυαλά που μέσα χωρούσαν μόνο έναν μεγάλο Θεό ήταν ότι οι μεγάλες ιδέες, μέσα σε μεγάλα μυαλά, για ένα πολύ μεγάλο, άπειρο κόσμο, δε θα μπορούσαν να περιοριστούν σε οποιοδήποτε μπουντρούμι της Ρώμης.
Ο Bruno συνεχίζει τις αναζητήσεις του και διατυπώνει εξαιρετικά ανατρεπτικές απόψεις για την καθεστηκυία τάξη της εποχής. Έχοντας απορρίψει το γεωκεντρικό μοντέλο, έχοντας ανατρέψει τις θεωρίες για το όριο του κόσμου και άρα την ύπαρξη μιας “εξωφυσικής” δύναμης που ορίζει την κίνησή του, πάει ακόμα ένα βήμα παραπέρα! Ο Giordano Bruno απορρίπτει και την ιδέα του κέντρου του κόσμου, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο! Αντ’αυτού είναι ο πρώτος που εξηγεί ότι όλος ο κόσμος χωρίζεται σε Γαίες και Ήλιους, ονομάζοντας Γαίες τους πλανήτες και Ήλιους τα άστρα. Είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα, έστω ένα μέλος του είδους μας, αντιλαμβάνεται τον κόσμο που ζούμε. Πάει μάλιστα ακόμα παραπέρα, μιλώντας για πολλαπλούς κόσμους, αγγίζοντας ζητήματα που ακόμα και σήμερα η επιστήμη δεν έχει καταφέρει να αποδείξει.
Η εκτέλεση
Όλα αυτά είναι αρκετά για να καταλάβει ο Πάπας Κλεμέντιος ο 8ος ότι ένα τέτοιο μυαλό δεν πρόκειται να σταματήσει να δίνει επικίνδυνες απαντήσεις ούτε μέσα από το μπουντρούμι. Έτσι, στις 20 Ιανουαρίου του 1600, αποφασίζει την καύση του στην πυρά. Η εκτέλεση της εντολής λαμβάνει χώρα στις 17 Φεβρουαρίου του 1600, στο Campo de’ Fiori της Ρώμης. Εκεί οι ιεροεξεταστές κρεμούν ανάποδα γυμνό τον Bruno πριν κάψουν το σώμα του και ρίξουν τις στάχτες του στον Τίβερη.
Ο Bruno, πιο ειδικά και με τον τρόπο που επιλέχθηκε να θανατωθεί, είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της ουσίας των στίχων που αιώνες αργότερα έγραψε ο Θεσσαλονικιός ποιητής, Ναζίμ Χικμέτ: “αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;”. Ο Bruno ήταν αυτός που έκανε λάμψη το σκοτάδι της εποχής του, μια λάμψη πολύ μεγαλύτερη από αυτή της φλόγας που έκαψε το σώμα του.
Η μετέπειτα αντιμετώπιση του Bruno από την Καθολική Εκκλησία
Η Καθολική Εκκλησία ποτέ μέχρι σήμερα δεν αναγνώρισε ως λάθος της την εκτέλεση του Bruno. Κάτι τέτοιο άλλωστε δημιουργεί ρήγματα στο σύνολο της διδαχής της, καθώς ο Bruno πήγε τόσο βαθιά την αναζήτησή του, που ακόμα κι αν με τον τρόπο του δε σταμάτησε να πιστεύει στο Θεό, αλλάζοντας ολότελα όμως τη φύση του, έσεισε συθέμελα όλο το σύστημα της θεοκρατικής σκέψης.
Η μοναδική έκφραση προς τη μεταμέλεια, παραμένοντας ωστόσο πολύ μακριά από αυτήν, προήλθε από τον Καρδινάλιο Angelo Sodano, που χαρακτήρισε το θάνατο του Bruno ένα “δυσάρεστο επισόδειο”, ενώ ακόμα και το 1942, ο Καρδινάλιος Giovanni Mercati, δήλωσε ότι ερευνώντας τα αρχεία της δίκης του Bruno βρίσκει τη θανατική ποινή που του επιβλήθηκε απολύτως λογική.
Η αποθέωση ενός Μάρτυρα της Επιστήμης
Ο Bruno έμεινε στην Ιστορία χαρακτηριζόμενος από πολλούς ως ένας Μάρτυρας της Επιστήμης. Ήταν ίσως ο μοναδικός που σε τέτοιο βαθμό δεν υποχώρησε από τις απόψεις του, κάτι που δεν έγινε στις περιπτώσεις του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου.
Η πιο συμβολική κίνηση της αναγνώρισής του, ωστόσο, συνέβη με την κατάληψη της Ρώμης, το 1870 και την ίδρυση του πρώτου ιταλικού κράτους, του τότε Βασιλείου της Ιταλίας. Η νέα κρατική διοίκηση αποφάσισε, βρίσκοντας την έξαλλη αντίδραση της Εκκλησίας και των φορέων της, να κατασκευάσει άγαλμα του Bruno στο σημείο που κάηκε, στο κέντρο του Campo de’ Fiori, το 1889.
Από το Campo de’ Fiori ο Bruno φώτισε με τις στάχτες του ολόκληρη την ανθρωπότητα, που σήμερα, 4 αιώνες αργότερα, κινείται με ακρίβεια πάνω στο δικό του μονοπάτι, για να ανακαλύψει αυτή τη φορά τον πραγματικό κόσμο, έναν κόσμο που κατάφερε για πρώτη φορά να καταλάβει πολύ πρόσφατα, μετά από 200 χιλιάδες χρόνια ατέρμονης πορείας στην μικρή φυλακή του εγγύς κόσμου. Η αντίληψη ενός μεγαλύτερου κόσμου, χωρίς όρια, χωρίς εξωγενείς δυνάμεις που τον ορίζουν, η αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να τον κατανοήσει και να τον κατακτήσει, ήταν και ο λόγος που γεννήθηκαν απόψεις για την αποστολή του ανθρώπινου είδους, για τις κοινωνίες του και τον πολιτισμό του, που ακόμα σήμερα πολλά μέλη του πρέπει να υπερασπίζονται ακόμα και με τη ζωή τους απέναντι σε καχέκτυπα της Ιεράς Εξέτασης, δηλαδή ενός νεκρού κόσμου που πέθανε στο Campo de’ Fiori, εκείνη τη 17η Φεβρουαρίου του 1600.
Από αυτή τη σκοπιά, αν η ανθρωπότητα ψάχνει ένα σύμβολο που να αντιπροσωπεύει την πορεία της αυτά τα πρώτα 200 χιλιάδες χρόνια πάνω στη Γη, τότε σίγουρα ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει είναι εκείνος ο Ιταλός πεισματάρης αναζητητής της αλήθειας. Ο Bruno είναι το πιο όμορφο πρόσωπο της ανθρωπότητας, αυτό, περήφανα, μπορεί να μας αντιπροσωπεύει ως είδος στο ταξίδι μας προς όλες τις γωνιές του κόσμου του, ενός άπειρου κόσμου!
Be First to Comment