Press "Enter" to skip to content

Εσύ πού ήσουν το βράδυ της 4ης Ιουλίου;

Ήταν ένα από τα βράδια που εκτός από την ιστορία του ελληνικού αθλητισμού στιγμάτισε και προσωπικές στιγμές πολλών από εμάς, εκατομμυρίων από εμάς για την ακρίβεια, που είχαν την τύχη να ζήσουν την απόλυτη ποδοσφαιρική παράνοια και την υπέρτατη αθλητική έκπληξη. Η ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ πατούσε γερά στον αγωνιστικό χώρο του Da Luz και αποχωρούσε από αυτό με ένα βαρύτιμο αντικείμενο στις αποσκευές τις. Μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα πιο ανατολικά, σε όλες τις ελληνικές πόλεις και χωριά, οι παρέες ζούσαν το δικό τους μύθο, σε ένα καλοκαιρινό βράδυ που δύσκολα θα ξεχάσουμε όλοι μας.

13 χρόνια μετά θυμάμαι τη δική μου ιστορία που πέρα από την απόλυτη παράνοια και την υπέρτατη έκπληξη χαρακτηριζόταν και από την υπέρμετρα παρανοϊκή πρόληψη, προκειμένου να συμβάλουμε στην εκπλήρωση του μεγάλου στόχου!

Στα τέλη του Ιούνη του 2004, όταν ήδη είχαμε προκριθεί στα προημιτελικά του Euro, για πρώτη φορά στην ιστορία, νικώντας την οικοδέσποινα Πορτογαλία, αποκλείοντας την υπερδύναμη Ισπανία και όλα τα υπόλοιπα γνωστά, τελειώνοντας τη Β’ Λυκείου είχα πάει στην Πάτρα για τις καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί βρήκα ένα φίλο με τον οποίο παρακολουθήσαμε σε κατάστημα γνωστής μάρκας παγωτού τον προημιτελικό ανάμεσα στην Αγγλία και την Πορτογαλία. Ο φίλος μου μού πρότεινε την επόμενη μέρα να πάω στο σπίτι του, για την αναμέτρηση της Ελλάδας με τη Γαλλία και από εκεί ξεκινούσε η τρελή ιστορία.

Το απόγευμα της 29ης Ιουνίου έφτασα στο σπίτι του, όπου βρισκόταν ο φίλος μου με την οικογένειά του, ενώ η αδερφή του θα πήγαινε να δει σε ένα μπαρ το παιχνίδι, μαζί με άλλους φίλους της. Έτσι, μείναμε να παρακολουθήσουμε όλοι μαζί τον αγώνα οι εξής 5, ο φίλος μου, η μητέρα του, ο πατέρας του, ένας φίλος του πατέρα του κι εγώ. Η τηλεόραση ήταν στο σαλόνι και υπήρχαν δύο καναπέδες, τοποθετημένοι κάθετα μεταξύ τους, ενώ από δίπλα υπήρχε μία ξύλινη καρέκλα. Ο φίλος μου κάθησε στον ένα καναπέ ακριβώς μπροστά από την τηλεόραση και από δίπλα η μητέρα του. Στον άλλο καναπέ καθόμουν εγώ και αριστερά μου ο πατέρας του φίλου μου, ενώ στην καρέκλα καθόταν ο φίλος του πατέρα του φίλου μου. Έχουν σημασία όλα αυτά.

Το παιχνίδι μάλλον το θυμάστε πολλοί, στο πρώτο ημίχρονο πηγαίναμε ανέλπιστα καλά, κοντράραμε στα ίσα τους Πρωταθλητές Ευρώπης, ενώ ο Κατσουράνης είχε και δοκάρι σε μακρινό σουτ. Ο πατέρας του φίλου μου και ο φίλος του έπιναν ουίσκι, σκοτς. Στο ημίχρονο αποφασίσαμε να παραγγείλουμε, έτσι λίγο πριν τη λήξη του πρώτου μέρους παραγγείλαμε πίτσες για να έρθουν πριν την έναρξη του επόμενου (και ήρθαν). Το δεύτερο ημίχρονο ξεκίνησε, τρώγαμε τις πίτσες και σε μια στιγμή, εκεί που έβαζα μια μπουκιά στο στόμα μου, ο Ζαγοράκης έστειλε …εκδρομή τον Λιζαραζού, έβγαλε τη σέντρα στον Χαριστέα κι αυτός “έσκισε σα σαρδέλες τα δίχτυα του Μπαρτέζ”. Ο φίλος μου πανηγύριζε σχεδόν αγκαλιάζοντας την τηλεόραση, εγώ χτυπιόμουν στο πάτωμα πίσω από τον καναπέ που καθόμουν και ο φίλος του πατέρα του φίλου μου σήκωνε ψηλά την καρέκλα του!

Τελικά, όπως όλοι ξέρετε κερδίσαμε! Με το που τελείωσε το παιχνίδι φύγαμε με τον φίλο μου για τους πανηγυρισμούς στο Μώλο της Αγίου Νικολάου, αλλά πριν ξεκινήσουμε συμφωνήσαμε όλοι ότι θα ξαναβρεθούμε όπως ήμασταν μετά από λίγες μέρες για τον ημιτελικό.

1η Ιούλη είχαμε απέναντί μας την πιο δύσκολη ίσως ομάδα της διοργάνωσης, την Τσεχία που έβγαζε φωτιές. Μαντέψτε… έφτασα στο σπίτι του φίλου μου, η αδερφή του έφυγε να πάει στο ίδιο μπαρ με τους φίλους του, ο φίλος του πατέρα του φίλου μου έφτασε, πιάσαμε ακριβώς τις ίδιες θέσεις και κάναμε …προσευχές για να χάνει τα άχαστα ο Μπάρος. Στο ημίχρονο παραγγείλαμε, ναι, πίτσες. Σε κάθε φάση που βγαίναμε μπροστά κρατούσα τη μπουκιά στο στόμα, για να επαναληφθεί το θαύμα του προημιτελικού. Τελικά έπρεπε να κρατήσω πολλές μπουκιές, στο 105ο λεπτό “γκολ ο Δέλλας και φύγαμε για τελικό”, με τους πανηγυρισμούς να έχουν ως εξής: ο φίλος μου σχεδόν αγκάλιαζε την τηλεόραση, εγώ χτυπιόμουν στο πάτωμα πίσω από τον καναπέ που καθόμουν και ο φίλος του πατέρα του φίλου μου σήκωνε ψηλά την καρέκλα του! Φεύγοντας για τους πανηγυρισμούς δώσαμε ραντεβού για την Κυριακή.

Έφτασε τελικά η μεγάλη μέρα, εκείνη η 4η Ιούλη της ελληνικής διακήρυξης, διαφορετικής από αυτή των ταινιών, σίγουρα πιο τρελής και πιο παρανοϊκής από την αμερικάνικη. Το απόγευμα πήγα στο σπίτι του φίλου μου, η αδερφή του έφυγε να πάει σε ένα μπαρ να δει το ματς με τους φίλους της, έφτασε ο φίλος του πατέρα του φίλου μου και καθήσαμε να δούμε τον αγώνα στις ίδιες θέσεις. Οι …μεγάλοι άνοιξαν το σκοτς και το παιχνίδι ξεκίνησε. Πριν το ημίχρονο αποφασίσαμε πάλι να παραγγείλουμε, ωστόσο εκεί κάναμε ένα ριψοκίνδυνο πείραμα, αντί να παραγγείλουμε πίτσες πήραμε σουβλάκια (σουβλάκια είναι αυτό που μερικά κομμάτια κρέατος – συνήθως χοιρινού – είναι καρφωμένα σε ένα σουβλάκι – δηλ. μικρή σούβλα). Ευτυχώς τα σουβλάκια έφτασαν πριν περάσει πολύς χρόνος. Ο Μπασινάς πήρε φόρα, ο Χαριστέας έκανε και πάλι του κεφαλιού του και ο φίλος μου πανηγύριζε σχεδόν αγκαλιάζοντας την τηλεόραση, εγώ χτυπιόμουν στο πάτωμα πίσω από τον καναπέ που καθόμουν, ο φίλος του πατέρα του φίλου μου σήκωνε ψηλά την καρέκλα του και το θαύμα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί!!!

Αντέξαμε μισή ώρα ακόμα, όση χρειαζόταν για να μην πιστεύουμε αυτό που ζούσαμε, ποιος θα το έλεγε ότι μετά από τόσα χρόνια κι ελπίζουμε κι άλλα τόσα ότι θα θυμόμασταν την κάθε λεπτομέρεια από το πώς ζήσαμε εκείνη τη στιγμή; Εκείνα τα βράδια ήταν πιο σημαντικά πάνω απ’ όλα γι’αυτό το λόγο, γιατί καλά τα γκολ, καλές κι οι κεφαλιές, αλλά σαν τις εμπειρίες εκατομμυρίων ανθρώπων, που γεμίζουν αναμνήσεις για όλη τους τη ζωή, δεν υπάρχει τίποτα μεγαλύτερο σε τέτοιου είδους αθλητικές αναμετρήσεις! Γι’αυτό κάθε χρόνο θα θυμόμαστε το Euro, γιατί ήταν ωραίο εκείνο το βράδυ της 4ης Ιούλη, τόσο ωραίο που μπορούμε να το γιορτάζουμε σαν γενέθλια!!

Εσύ τι έκανες το βράδυ της 4ης Ιούλη;